Τζον Άσμπερι, Το σύστημα

Το δεύτερο από τα τρία πεζά ποιήματα στο βιβλίο του John Ashbery Three Poems (1970). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική 32, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2023. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου (εδώ με ελάχιστες βελτιώσεις).

Το σύστημα 

Το σύστημα κατέρρεε. Αυτός που είχε περιπλανηθεί μονάχος αφήνοντας πίσω του τόσα περιστατικά και γεγονότα άρχισε να αισθάνεται, οπισθοδρομώντας κατά μήκος της αρχέγονης φλέβας που οδηγούσε στο κέντρο του, την αρχή ενός λόξιγκα που, αν του επιτρεπόταν να πυκνώσει, θα έσκαγε στέλνοντας το κέντρο στα άκρα της ζωής, τα προάστια που διασχίζει κανείς για να πάει εκεί που βρίσκεται η χώρα.

Αυτή τη στιγμή της ζωής οτιδήποτε υπάρχει αφουγκράζεται με προσοχή, σαν ν’ αφουγκράζεται την αίσθηση του αέρα πριν αρχίσει, και γλιστρά μέσα στην προσμονή του εαυτού του, ολοκληρωμένο ήδη, μια αστραπιαία ύπαρξη που έχει μπει στη δική μας. Τα δέντρα και οι δρόμοι είναι εκεί απλά για να το διαχωρίζουν, να το εμποδίζουν να κατακλύζει τον εαυτό του, να αποσύρεται στον εαυτό του, αντί ν’ ανασυγκροτείται με τρόπο λογικό και να γίνεται αυτό το πρωί που έπρεπε να είναι, της μέρας του πειρασμού. Είναι με κάποια φιλοπαιγμοσύνη αλήθεια που καθόμαστε και καταπιανόμαστε με τις πολλές παύσεις και τις απότομες, αιχμηρές προσφύσεις κανονικής ύπαρξης στην πηγμένη σφαίρα των σημερινών δραστηριοτήτων. Λες κι αυτή δεν ήταν παρά μια οποιαδήποτε παλιά μέρα. Δεν χρειάζεται να παρουσιάσουμε, να διαφημίσουμε τον προορισμό μας. Όλα τα δεδομένα είναι εδώ και μένει μόνο να τα χρησιμοποιήσουμε στους σωστούς συνδυασμούς, αλλά το οικοδόμημα αυτό θα έχει το μέγεθος του σήμερα, με δωμάτια κατοικήσιμα που θα οδηγούν το ένα στο άλλο σε μια σταθερή διαδοχή, αιώνια και με τη μεγαλύτερη εγκαιρότητα.

Είναι όλ’ αυτά. Αλλά υπήρχε χρόνος και για άλλα, που έπρεπε να έχουν πια ξεκινήσει, διαδοχές που τώρα μπορούν να υπάρχουν μόνο στη μνήμη, γιατί υπήρξαν άλλοι καιροί γι’ αυτές. Και υπήρξαν πράγματι. Για παράδειγμα ένα πριονωτό είδος διάθεσης που έρχεται στο τέλος της μέρας, μεταφέροντας τη ζωή στην αλήθεια του πραγματικού πόνου για λίγες στιγμές πριν υποχωρήσει με τον συνηθισμένο ακανόνιστο τρόπο, όπως κάνουν όλα τα πράγματα. Αυτά υπήρχαν εκεί όσο οτιδήποτε, πράγματα για να παιδευτούμε μαζί τους, να υποκλιθούμε μπροστά τους: τερετίσματα δίχως ηχόχρωμα, υστερικά στακάτο σημεία που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ή να εγκαταλείψει. Τα πράγματα αυτά οδήγησαν στη ζωή. Τώρα έχουν φύγει, αλλά αυτή παραμένει, ήρεμη, διαυγής, αλλά άβαρη, αιωρούμενη πάνω απ’ όλα και όλους σαν φως στον ουρανό, όχι κάτι να εικάσουμε πια, μόνο να θυμόμαστε, όπως θυμόμαστε τόσο πολλά πράγματα που παραμένουν σε ίσες αποστάσεις από μας. Το φως πίνει το σκοτάδι και πέφτει, όχι πάνω μας όπως περιμέναμε, αλλά μακριά πολύ από μας σε κάποια άλλη, διαφορετική σφαίρα. Αυτή δεν ήταν καν η ζωή που επρόκειτο να μας συμβεί. 

Ήταν διαφορετικά εκείνον τον καιρό όμως. Οι άνθρωποι ένιωθαν τα πράγματα διαφορετικά και οι αντιδράσεις τους ήταν διαφορετικές. Ήταν όλο ζωή, η αλήθεια τούτη, την ξεχνούσες και ήταν εκεί. Δεν χρειαζόταν περισυλλογή κάθε στιγμή που θ’ άπλωνες έναν διστακτικό αισθητήρα στο πλήθος των αισθήσεων τους: η αλήθεια ήταν πεισματικά ο εαυτός της, τόσο πολύ που πάντα έδειχνε έτοιμη να σκληρύνει και να συρρικνωθεί, να γίνει αμείλικτη και σκοτεινή και να χαθεί στον εαυτό της εναγώνια αλλά ανένδοτα, αυτό όμως δεν ήταν παρά η άλλη πλευρά του νομίσματος της έντονης πεποίθησής της. Ήξερε πραγματικά τι ήταν. Στο μεταξύ η ζωή ξετυλίχτηκε γύρω της σε ήρεμα κύματα, αδιαφορώντας για τη σοβαρότητα, χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερη σημασία, επιπλέον ήταν πάρα πολύ ο εαυτός της. Ήταν λες και αμέτρητοι διάφανοι ιστοί αιωρούνταν γύρω από αυτές τις δύο οντότητες και τις ένωναν με κάποιο τρόπο, αν και όταν κοίταζε κανείς δεν υπήρχε τίποτε ιδιαίτερο να δει, μόνο μίλια και μίλια ευφορίας, ο τρόπος που ο απαλός γαλανός ουρανός ενός καλοκαιριάτικου απογεύματος δείχνει να κρατά στα ύψη ένα μακρινό πουλί. Αυτή ήταν η πραγματικότητα εκεί έξω. Μέσα υπήρχε κάτι σαν γυμνό δωμάτιο, ή ένα αλφάβητο, ένα αλφάβητο επιείκειας. Τώρα τελικά ήξερες τι έπρεπε να ξέρεις. Οι λέξεις που σχηματίστηκαν απ’ αυτό και οι προτάσεις που σχηματίστηκαν απ’ αυτές ήταν στεγνές και ξεκάθαρες, σαν να ήταν φτιαγμένες από ξύλο. Δεν υπήρχε υπερβολική παρουσία από κανένα πράγμα. Η περιπλάνηση των συναισθημάτων ποτέ δεν κατέληγε σε προσωπικό τραγούδι ή προσπαθούσε να παρουσιάσει την πορεία ειλικρινών γεγονότων σαν κάτι που μοιάζει με παρέλαση: το υπέροχο ήταν ακόμη άγνωστο. Υπήρχε όμως ένα υπόλειμμα, ένα είδος μυθοπλασίας που αναπτύχθηκε παράλληλα με τις κλασικές αλήθειες της καθημερινής ζωής (όπως ήταν σε κείνη την ηρωική αλλά συνηθισμένη εποχή), καθώς αυτές ξετυλίγονταν με την προβλέψιμη μεγαλοπρέπεια ενός ολοκαυτώματος, μη τρομακτικού όμως, και παρέμεναν άγνωστες, αντλώντας δύναμη και μεγαλείο απ’ αυτό, σαν νόθος απόγονος κάποιου βασιλιά. Είναι αυτή η «άλλη παράδοση» που προτείνουμε να εξερευνήσουμε. Τα γεγονότα τής ιστορίας έχουν επαναληφθεί παραπάνω από πολύ επιτυχώς (δεν χρειάζεται να πω ότι δεν μιλώ για τη γραπτή ιστορία, αλλά για το προφορικό είδος που συμβαίνει μέσα σου χωρίς εσύ να χρειάζεται να κάνεις κάτι γι’ αυτό) για ν’ απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση εδώ. Αλλά τα άλλα, τα άσχετα περιστατικά που σχηματίζουν ένα είδος ακολουθίας φανταστικών στοχασμών καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμό και σύμφωνα με μια δική τους εσωτερική ανάγκη, αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν εξεταστεί σχεδόν ποτέ από άλλη οπτική γωνία παρά μόνο του ιστορικού και μάλιστα ενός απόκρυφου ιστορικού. Η ζωντανή πτυχή αυτών των σκοτεινών φαινομένων δεν έχει ποτέ απ’ ό,τι ξέρω εξεταστεί από μια σκοπιά όπως του ζωγράφου: από κάθε πλευρά, λουσμένη σε επαρκή ροή φωτός από ψηλά, με «όλες τις ατέλειες στο κεφάλι της» και ωστόσο δίχως προκατάληψη για τις υπερβολές είτε του αναθεματιστή είτε του εγκωμιαστή: με δυο λόγια, αθόρυβα και ελπίζω περιεκτικά. Κρίνοντας απ’ αυτή τη γωνία, η όλη υπόθεση, νομίζω, θα μοιράζεται και θα επωφελείται από τον ενθουσιασμό όχι του θρησκευτικά φανατικού, αλλά του μέσου, ανοιχτόμυαλου, έξυπνου ανθρώπου που δεν έχει ενδιαφερθεί ποτέ πριν γι’ αυτά τα θέματα είτε επειδή δεν είχε την άνεση να το κάνει είτε από άγνοια της ύπαρξής τους.

Από την αρχή ήταν φανερό ότι κάποιος είχε εξαπατήσει κάτι σε τεράστιο βάθος. Οι ασφάλειες είχαν πέσει, μπορούμε να πούμε, ο κόσμος όλος ή η περιορισμένη αλλά επακριβής ιδέα γι’ αυτόν λουζόταν σε λαμπερή αγάπη, του είδους που δεν χρειαζόταν ποτέ να έχει γεννηθεί, αλλά που πια ήταν απαραίτητο όπως ο αέρας για τα ζωντανά πλάσματα. Γέμιζε όλο το σύμπαν, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία όλων των πραγμάτων. Δεν ήταν ένα ατομικό σωματίδιο, αλλά δεν ένιωθε δυσνόητα αναγκασμένο ν’ αρχίσει ν’ αναζητά σύντροφο· ούτε ένα ζωντανό πλάσμα, ούτε ένα έντομο ή τρωκτικό που δεν ένιωθε τις δυσνόητες συσπάσεις της λανθάνουσας αγάπης, που δεν λαχταρούσε να λάβει μέρος στην παγκόσμια αναταραχή και τον σαματά που κατέπεσαν πάνω στη γη, ταράζοντας τα καθαρά νερά της στοχαστικής νόησης, δημιουργώντας της κάθε είδους σύγχυση που θα μπορούσε σίγουρα να είχε αποφευχθεί αν, όπως λέει ο Πασκάλ, είχαμε μυαλό να μείνουμε στο δωμάτιό μας, αλλά η προσωπική θέληση καταδικάζει αυτή την ιδέα και ξεπροβάλλει γεμάτη ζήλο και ύβρη, αποφασισμένη ν’ ανακαλύψει τον εαυτό της με τη μορφή ελκυστικού συντρόφου που είναι πραγματικάθεόσταλτος, ένας κυρτός με τον οποίο επιθυμούσε έντονα να ζευγαρώσει όλες αυτές τις εποχές χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Άρχισε έτσι να επικρατεί μια κατάσταση εξαιρετικά αμαρτωλής ανησυχίας, όπου τα ανθρώπινα μάτια μπορούσαν ν’ αποστραφούν από την αλήθεια με το πέρασμα ενός ρομαντικού ξένου, το άρωμα του οποίου έθετε σε κίνηση κάθε είδους ασήμαντο και επιπόλαιο συνειρμό που οδηγούσε ποιος ξέρει πού – στην κόλαση πιθανότατα ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια θέση κενότητας και αλόγιστης ανάπαυσης στο χείλος του κατακλυσμού, ώστε κανείς κοιτάζοντας από πάνω δεν έβλεπε πια το κατευναστικό είδωλο του προσώπου του και αισθανόταν ασφαλής επειδή γνώριζε ότι, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα, ο αγώνας γινόταν στην αρένα του ίδιου του τού στήθους. Οι βάσεις για την αληθινή στοχαστική σκέψη είχαν εκμηδενιστεί από τη μάστιγα, και την ίδια στιγμή υπήρχε το αναμφισβήτητο γεγονός της ανάτασης σε πολλά μέτωπα, της αίσθησης αγιοσύνης που δημιουργούσαν τα πολλά είδη πάθους σαν ένα δέντρο με κλαδιά που ανεβάζουν κηροπήγια όλο και πιο ψηλά μέχρι που σχεδόν χάνονται από τη θέα και συγχέονται με τ’ άστρα, των οποίων είναι οι γήινες ενσαρκώσεις: η ουράνια υπόσχεση για απολαύσεις που θα έρθουν σ’ έναν άλλον κόσμο, αν και υπέροχες να τις βλέπεις και σ’ αυτόν εδώ. Έτσι κατά κάποιο είδος αβασάνιστου τρόπου αυτός ο κοσμικός κυκεώνας έλξεων άρχισε ν’ αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό, το οποίο πρέπει να είναι άχρωμο και αδιάφορο, αν θα πρέπει να είναι η αληθινή αντανάκλαση της αρχέγονης ενέργειας από την οποία προήλθε, μια εξέχουσα δύναμη κάποτε, ικανή να πάρει τη μορφή οποιασδήποτε από τις μεγάλες παρορμήσεις που αγωνίζονται να εκτελέσουν την παγκόσμια αποστολή, αλλά κολλημένες τώρα σε μια μόνο πτυχή τους, ζημιώνοντας τις άλλες που αρχίζουν να ζαρώνουν, ανιαρές, αναιμικές, σαν να μην είναι πραγματικά ουσιαστικές, σαν να τις είχε επινοήσει κάποιος για την απλή ευχαρίστηση να περιπλέκει την ήδη περίπλοκη υφή των παρόδων και των ταλαιπωριών μέσ’ από τις οποίες πρέπει να ξεστρατίζουμε, μαστιζόμενοι από αγκάθια, κυνηγημένοι από άγρια ​​θηρία, λες και δεν ήταν κοινώς γνωστό από την αρχή ότι ούτε μια απ’ αυτές τις κληματσίδες του δέντρου της ανθρωπότητας δεν θα μπορούσε να μελανιάσει δίχως να κινδυνεύσει όλη η τεράστια κυματώδης μάζα· ότι αυτός ο θαυμάσιος, ποικίλος οργανισμός θα κατέρρεε ή θα έσβηνε, εκτός αν κάθε μόριο της ευημερίας του διατηρούνταν με τον ίδιο πολύτιμο τρόπο όσο η ιδέα του συνόλου. Επειδή το θέμα της οικουμενικής αγάπης είναι τόσο ιδιαίτερο όσο της σαρκικής αγάπης ή οποιουδήποτε άλλου είδους: όλες οι μορφές νοητικής και πνευματικής δραστηριότητας πρέπει ν’ ασκούνται και να ενθαρρύνονται εξίσου για να μπορέσει να ευημερήσει όλη η υπόθεση. Δεν κάνουμε οικονομία όταν πρόκειται για τη ζωή της ψυχής, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι μια πολύ περιορισμένη προσέγγιση της επιθυμίας που την έκανε ν’ αρχίσει να θέλει ν’ ανθίσει – ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να μοιάζει με υπερβολικό κλάδεμα στο ανεκπαίδευτο μάτι. Έτσι τότε ένα είδος καταστροφής βρήκε αυτές τις πρώιμες μορφές εκκίνησης και συνεύρεσης, μια αναρχία των στοργικοτήτων που αναδύθηκε από υπερβολική οικουμενική συνοχή.

Είμαστε όμως τόσο τυφλοί μπροστά στην αληθινή φύση της πραγματικότητας σε κάθε δεδομένη στιγμή που αυτό το χάος – λουσμένο, είναι αλήθεια, στις ιριδίζουσες αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και ντυμένο μια ατέλειωτη σύγχυση ανοιχτόχρωμων και ποικιλόμορφων μορφών που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πνίξουν όλες τις αρτιφανείς έννοιες της αμορφίας της ολότητας, το μπέρδεμα άσχημο πραγματικά όσο η αμαρτία, που οποιαδήποτε στιγμή έλαμπε μέσ’ από τις έγχρωμες μάζες, κατεβάζοντας ένα μαρτυριάρικο δάχτυλο ακριβώς πάνω στη γραμμή πρόσθεσης, κάτω από την οποία το άθροισμα αυτών των ματαιόδοξων και αυτοπεριπλεγμένων σχημάτων ήταν ανησυχητικά μηδέν – αυτό το χάος άρχισε να μοιάζει τον κανονικό τρόπο ζωής, έτσι που λίγο αργότερα είχαν συμπεριληφθεί ακόμη και πολύ ευαίσθητες και διορατικές ψυχές: γι’ αυτές επρόκειτο για τον ρέοντα ποταμό της ζωής, με τις ήρεμες δίνες και τα ρηχά του μέρη, καθώς και με τα μέρη που κινούνται πιο γρήγορα και πριν από τα ορμητικά εκείνα νερά, μ’ ένα τρομερό βουητό κάπου μακριά· και όμως, ή μάλλον όπως νόμιζαν εκείνοι οι πιο λογικοί από τον μέσο κόσμο, μια ορισμένη ποσότητα δυσκολιών πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν θέλουμε να συνεχιστεί το ποταμίσιο ταξίδι· η ζωή δεν μπορεί να είναι μια σειρά εντελώς ευχάριστων γεγονότων, και πρέπει να αποδεχτούμε τα κακά, αν επιθυμούμε και τα καλά· πράγματι, ένα ορισμένο ποσό κακίας είναι απαραίτητο για να την κάνει να ξεχωρίζει: πώς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε το καλό χωρίς κάποια εμπειρία του αντιθέτου του; Κι έτσι οι ψυχές αυτές πήραν τον έλεγχο και υπαγόρευαν στις πιο σκοτεινές μάζες που ακολουθούν τα ίχνη των ανακαλυπτών. Ο δρόμος ήταν ειδυλλιακός και μάλιστα έδειχνε κιόλας προσεκτικά μελετημένος· έλεγχοι αναμένονταν, σε περίπτωση που τα πράγματα κατέληγαν εκτός ελέγχου, για να αποκαταστήσουν την αναπόφευκτη ισορροπία ευτυχίας και οδύνης· στο μεταξύ η τελευταία συνέχιζε σιγά σιγά να μειώνεται όποτε ερχόταν η σειρά της και κανείς ένιωθε πραγματικά ότι είχε βάλει το πόδι του στο ανοδικό μονοπάτι, στη σπείρα που οδηγούσε από το παρδαλό σκοτεινιασμένο και φωτισμένο τοπίο εδώ κάτω στα διάφανα πέπλα του ουρανού. Το μόνο απαραίτητο ήταν υπομονή και σεμνότητα κατά την αναγνώριση λαθών, ώστε να είναι σίγουρος κανείς ότι ξεκινά από το σωστό μέρος την επόμενη φορά, κι έτσι ερχόταν μια αίσθηση σταθερής προόδου για ν’ ανταμείψει τις προσπάθειές του κάθε φορά που φαινόταν ότι ταξίδευε πολύ καιρό χωρίς να βλέπει ήλιο. Ακόμη και την πιο σκοτεινή νύχτα αυτή η αίσθηση προόδου ερχόταν να ψιθυρίσει στο πλευρό του σαν συνταξιδιώτης που έδειχνε τον δρόμο.

Τα πράγματα είχαν αντέξει με τον τρόπο αυτό για κάποιο χρονικό διάστημα, έτσι που άρχισε να φαίνεται ότι κάποιος μόνιμος τρόπος ζωής είχε αυτοενθρονιστεί, μια σταθερότητα απρόσβλητη από τις διακυμάνσεις άλλων εποχών: το εκκρεμές που σε όλη την αιωνιότητα ταλαντευόταν ανάμεσα στη χαρά και τη θλίψη είχε ακινητοποιηθεί από ένα μαγικό χέρι. Έτσι για πρώτη φορά φαινόταν δυνατό να εξεταστούν τρόποι για έναν πιο γόνιμο και αρμονικό τρόπο ζωής, χωρίς τον φόβο ότι θα έρθει μια δυσμενής μοίρα που θα εκμηδενίσει τις προσπάθειές κάποιου μόλις αυτές έχουν καταβληθεί. Και όμως σ’ αυτούς που ζούσαν φαινόταν ότι ακόμη και αυτή η κατάσταση είχε αντέξει για σημαντικό χρονικό διάστημα. Κανείς δεν είχε κάτι εναντίον της και οι περισσότεροι απολάμβαναν τις δημιουργικές δυνατότητες που πρόσφερε η ελευθερία της, ωστόσο σε όλους φαινόταν ότι μια σημαντική εξέλιξη είχε καθυστερήσει για αρκετό καιρό και ότι τα αποτελέσματά της ήταν στα πρόθυρα του αισθητού, υπό την προϋπόθεση να μπορούσε το παρόν να δώσει μια μικρή ώθηση προς το τυχαίο πεδίο των δυνατοτήτων που απλώνονται ολόγυρα σαν λιβάδι γεμάτο αγριολούλουδα, των οποίων η υπέροχη υπόσχεση είναι τόσο προφανής που κάθε ζήτημα εισόδου σ’ αυτό και απόλαυσης αναστέλλεται προς στιγμήν. Για τον λόγο αυτόν ορισμένοι νεότεροι θεατές αισθάνονταν ότι όλα είχαν ήδη τελειώσει, ότι η πρόοδος προς το άπειρο είχε αποκρυσταλλωθεί μέσα τους, ότι στην πραγματικότητα αυτοί ήταν το άλλο που περίμεναν, και ότι κάθε μακρύ βλέμμα πάνω από τα ήπια πλήθη των πιθανοτήτων που ήταν σκορπισμένα ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι ήταν σαν να κοιτάζεις σε καθρέφτη που αντανακλά τα μύχια της ψυχής. 

Ποιος έχει δει τον άνεμο; Αυτό ακριβώς ωστόσο ρωτούσαν αυτοί οι δραστήριοι αλλά παραπλανημένοι νέοι άνθρωποι. Είχαν δίκιο να υποθέτουν ότι το όλο ζήτημα της συμπεριφοράς στη ζωή πρέπει να επανεξετάζεται κάθε δευτερόλεπτο· ότι δεν μπορούμε ούτε μια ανάσα να πάρουμε ούτε ένα βήμα να κάνουμε δίχως να είμαστε αναγκασμένοι με κάποιο τρόπο να επανεκτιμούμε το πανάρχαιο πρόβλημα τού τι να κάνουμε εδώ και πώς φτάσαμε εδώ, λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις μας με τους γύρω μας και με τον εαυτό μας, και το πάντα τρέχον θέμα της αιώνιας σωτηρίας μας, το οποίο ελλοχεύει μεγαλύτερο κάθε στιγμή – ακόμη και όταν το ξεχνάμε φαίνεται να μεγαλώνει σαν περίγραμμα βουνού όσο το πλησιάζουμε. Το να έχεις πάντα συνείδηση ​​αυτών των πολλαπλών πλευρών σημαίνει να ενσαρκώνεις έναν αδιάστατο οργανισμό σαν του ανέμου, μια ζωντανή έγνοια που δεν μπορεί εξ ορισμού να ξέρει από ησυχία: είναι ανησυχία. Αυτή όμως η κατάσταση αιώνιας επαγρύπνησης είχε γίνει αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με κάποιο τρόπο θα αντικατόπτριζε και την ειρήνη που όλοι περίμεναν τόσο ανυπόμονα: δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, εκτός εάν το γενικευμένο σχήμα αυτής της κατάστασης που μοιάζει με νιρβάνα μπορούσε να επιβάλει τη μορφή της στα μονίμως ενεργά ατομικά σωματίδια της κίνησης προς τα εμπρός που ήταν το τίμημα που απαιτούσε: εξού και το δίλημμα για οποιονδήποτε εκτός από τους αμετανόητους ηδονιστές ή αντίθετα εκείνους που επέλεξαν να παραμένουν όλη μέρα στον κοπρώνα, τραβώντας τα μαλλιά τους και διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους και μιλώντας για συμφορές και πένθος: αυτοί, η ασύγκριτα πιο θορυβώδης ομάδα, έκαναν τη μικρότερη εντύπωση ως συνήθως, αλλά το γεγονός και μόνο ότι υπήρχαν μαρτυρούσε κάτι που φαινόταν να είναι ένα τραγικό ελάττωμα στη δομή του συστήματος· γιατί μεταξύ εξιλέωσης και αδιάκοπης ευωχίας ή των δρακόντειων απαιτήσεων μιας συνείδησης που αιωνίως κινητοποιείται ενάντια στον εαυτό της, που τρέφεται από τον εαυτό της για ν’ αυτοαναδημιουργηθεί σ’ ένα σχήμα που την επόμενη στιγμή θα κατέστρεφε, τι θα διάλεγε κανείς; Έτσι εκείνοι που υπέθεσαν ότι είχαν φτάσει στο τέλος μιας περίτεχνης αλλά βασικά απλής εξέλιξης, το λογικό τελευταίο σκαλοπάτι της ιστορίας, άρχισαν ν’ αποτελούν όλο και περισσότερο την κυρίαρχη παρέα: μια ετερόκλητη ομάδα αλλά με πολλούς ψύχραιμους ανάμεσά τους, των οποίων οι φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά τα σοφά αποφθέγματα της κανονικής εξουσίας πλησίαζαν σιγά σιγά το σημείο πνιγμού της άλλης κακοφωνίας των κυμβάλων που κουδούνιζαν και των θρήνων και των μεμονωμένων φωνών που υψώνονταν σε σοβαρή αλλά εξωπραγματική διαμάχη. Αυτό ήταν λοιπόν το λογικό σημείο τερματισμού: στη συνέχεια μπορεί να υπάρχουν νέες μορφές ζωής, μερικές απ’ αυτές όμορφες ίσως, αλλά το θέμα ήταν ότι η προσπάθεια καθιέρωσής τους ή οτιδήποτε άλλο επρόκειτο να συμβεί είχε τελειώσει εδώ: μια μόνιμη αποφάσιζε τώρα και ήταν ελεύθερη να μεταπλάσει τις παλιές μορφές, αινίγματα που αναμενόταν να διαρκέσουν μέχρι την Ημέρα της Κρίσεως, όπως αυτή έκρινε σκόπιμο, σε οποιοδήποτε σχήμα φαινόταν κατάλληλο για να ζήσουμε τις επόμενες κρίσιμες στιγμές σ’ ένα μέλλον χωρίς ελέγχους. 

Για μια και μόνο στιγμή φάνηκε ότι ένα νέο σημείο είχε τώρα κατακτηθεί. Δεν ήταν η ώρα για παρεκβάσεις, αλλά τις καθιστούσε αναπόφευκτες, σαν αυλαία στο τέλος μιας πράξης. Σ’ έφερνε σ’ ένα πέρασμα όπου το να γυρίσεις πίσω ήταν αδιανόητο και όπου κάθε επιπλέον πρόοδος ήταν δυνατή μόνο μετά από εκτεταμένη συζήτηση, αλλά επίσης απαγόρευε τη συζήτηση. Η ζωή έγινε μια βαριά σιωπή, αλλά ήταν κατανοητό ότι η σιωπή δεν θα οδηγούσε πουθενά. Ήταν αδύνατο ν’ αναπνέουμε μ’ ευκολία σ’ αυτή την περιορισμένη ατμόσφαιρα. Τρώγαμε λίγο γιατί φαινόταν ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μέσα μας το κενό από το οποίο μόνο κατανόηση μπορεί ν’ αναδύεται, το δέντρο των αντιφάσεων, χαρούμενοι και ζωντανοί, επενδύοντας αυτό το κούφιο κενό με τον περίπλοκο ένυλο εαυτό του. Τον καιρό αυτόν ήμασταν περιτριγυρισμένοι από παλιά πράγματα, απ’ αυτά που δεν χρειάζεται ν’ αμφισβητούνται, αλλά που αποστάζουν τις ταπεινές πληροφορίες που υπάρχουν μέσα τους σαν άρωμα στον αέρα για να χρησιμοποιηθεί και να πεταχτεί ως άχρηστο· και επίσης από κάποια νέα πράγματα που φορούν τη νεωτερότητά τους σαν ποιότητα, ίσως σαν έγκριση του παρόντος, σε κάθε περίπτωση ως ψήφο εμπιστοσύνης στο νόμισμα των νεοδημιουργημένων ως κοινή γλώσσα που διατίθεται σ’ όλους τους ανθρώπους που έχουν καλή θέληση, όσο ανησυχητικοί κι αν αποδειχθούν οι ίδιοι οι καιροί. Σιγά σιγά είχε κανείς λιγότερη επίγνωση της ιδέας της μη επιστροφής που επιβλήθηκε σαν προϋπόθεση για πρόοδο, καθώς ρουφούσε μέσα του το μαγικό παρόν που έπιανε τα πάντα – παλιά και νέα – στο δίχτυ της μεταδοτικής γοητείας του. Θα ήταν σίγουρα δυνατό να επωφεληθεί κανείς από τις επιλογές αυτού του συνεργατικού νέου κλίματος σαν αυτές να ήταν ένας καταστατικός χάρτης, αντί για μια αόριστη αίσθηση ευεξίας, σαν γλυκιά μέρα στις αρχές της άνοιξης, έτοιμη να γίνει κομμάτια με την πρώτη εποχική πτώση θερμοκρασίας. Και στο μεταξύ επικρατούσε η μεγάλη αίσθηση ότι ο καθένας ασχολούνταν με τα δικά του, ήσυχος στην ευφροσύνη αυτού του επιτεύγματος, σαν να έφτανε να πατήσει κανείς το πόδι του σε συγκεκριμένο μονοπάτι για να του εγγυηθεί ότι θα φτάσει σε κάποιον προορισμό. Ωστόσο οι προορισμοί ήταν λίγοι. Τι ζητήθηκε πραγματικά απ’ αυτό το εποικοδομητικό συναίσθημα; Ένα «σπίτι στην άκρη του δρόμου», στο οποίο θα μπορούσε να μένει κανείς επ’ αόριστον, διευθετώντας νέες ευκαιρίες και ρυθμίζοντας παλιές, ώστε ν’ αναμιγνύονται σε μια αρμονική μάζα που θα μπορούσε να ονομάζεται ζωή με μια αίσθηση στόχου; Όχι, αυτό που ζητούνταν και έλειπε ακριβώς σ’ αυτή την εύθυμη και υγιεινή έρημο ήταν ένα τέλος στη θεωρία περί «τέλους», σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος ήταν και είδωλο και ο πιο ταπεινός των ειδωλολατρών, με άλλα λόγια οι αντίποδες του δικού του σύμπαντος, της δικής του λύτρωσης ή της δικής του καταδίκης, με τον υπόλοιπο κόσμο σαν ζωγραφισμένο φόντο στο δικό του μονόδραμα γένεσης, του οποίου ήταν ο μοναχικός παθιασμένος θεατής. Αλλά ο κόσμος εκδικείται αυτούς που θα τον έχαναν παρακάμπτοντας τη σωστή διαδικασία αποβολής, με οποιοδήποτε αλτρουιστικό κίνητρο, ενθέτοντας τον εαυτό του τόσο διεξοδικά σ’ αυτές τις προσπάθειες αυτοανανέωσης που κανένα τέχνασμα διαφυγής δεν μπορεί ν’ αποσπάσει τη θετική ή αρνητική του εικόνα απ’ όλα όσα μελετώνται σχετικά με τις παρούσες δυνατότητες ή τις μεγάλες λογικές απλουστεύσεις που θα ακολουθήσουν. Έτσι που όλα χάθηκαν, ή μάλλον όλα ήταν στη σκιά που ενσταλάζει εξάντληση και αρρώστια στα μέλη του σώματος με το πρόσχημα του εκστατικού κορεσμού. Δεν υπήρχε, και πάλι, κανένα μέρος να πάει κανείς, δηλαδή κανένα μέρος που δεν θα γελοιοποιούσε το μέρος που είχε ήδη αφήσει, βουλιάζοντας κάθε πρόοδο προς τα εμπρός στη σύγχυση ενός αιωνίως κακοχρησιμοποιουμένου παρόντος. Αυτό ήταν το στάδιο στο οποίο μας είχαν φέρει σε αγαστή συνεργασία η λογική και η διαίσθηση, αλλά μετά βίας ήταν δικό τους λάθος,αν τώρα ο φόβος για τις πιο μακριές σκιές του σκοταδιού που πλησίαζε άρχιζε να προκαλεί σκέψεις για μια στάση κάπου για το βράδυ, καθώς και σοβαρή αμφιβολία ότι κάποιο τέτοιο μέρος υπήρχε στο πρόσωπο της γης. Την Κυριακή αυτή που είναι και η τελευταία μέρα του Ιανουαρίου ας σταματήσουμε για λίγο για να προσέξουμε πού βρισκόμαστε. Ένας νέος χρόνος μόλις ξεκίνησε και τώρα ένας νέος μήνας έρχεται, φορτωμένος με το βάρος της υπόσχεσής του και των πιθανών απογοητεύσεων, και στέκεται στα παρασκήνια σαν ηθοποιός που δεν έχει στον νου του τίποτε εκτός από την αναμενόμενη ατάκα, εντελώς απορροφημένος, ένας πυλώνας αναμονής. Και τώρα το μόνο που πραγματικά απομένει είναι να γίνουμε έρμαιο του νέου μήνα. Τραβιόμαστε από τον ένα μήνα στον άλλο· ο χρόνος είναι σαν γρήγορη ρόδα λούνα πάρκ· αύριο όλοι οι επιβάτες θα έχουν εισέλθει στο ζώδιο του Φεβρουαρίου και δεν μπορεί ν’ ασκηθεί έφεση, θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με τις ιδιότητές του και ίσως ακόμη θα προσαρμοστούμε σ’ αυτές μ’ επιτυχία πριν έρθει ο επόμενος μήνας με μια ολόκληρη σειρά από νέες επιπτώσεις στο πέρασμά του. Το να ζεις μ’ αυτόν τον τρόπο είναι σίγουρα αφύσικα δύσκολο, αλλά το παράξενο είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να το προσέχει· οι άνθρωποι συμπλέουν αρκετά άνετα και στην πραγματικότητα φαίνεται ν’ απολαμβάνουν τον τρόπο που εξελίσσεται η χρονιά, και καταφέρνουν να γεμίσουν τον διευρυνόμενο χώρο της μ’ ένα σωρό δραστηριότητες που προφανώς σημαίνουν πολλά γι’ αυτούς. Κάποιοι βέβαια είναι πιο θλιμμένοι από άλλους, αλλ’ αυτό δεν φαίνεται να οφείλεται στη δικτατορία των μηνών και των χρόνων, και μετά από λίγο τους περνά. Οι λίγοι όμως που θέλουν τάξη στη ζωή τους και την αίσθηση ότι μεγαλώνουν και προοδεύουν προς έναν σταθερό στόχο υποφέρουν τρομερά. Μερικές φορές προσπαθούν ν’ αποκοιμίσουν τη συνείδησή που έχουν του μεταβαλλόμενου αλλά αναπόδραστου πλέγματος του χρόνου, το οποίο τους έχει επιβληθεί αυθαίρετα, με αλκοόλ ή ναρκωτικά, αλλ’ αυτά οδηγούν μόνο στο επόμενο πρωί, το ξύπνημα του οποίου είναι δέκα φορές πιο επώδυνο από πριν, έχοντας μαζί του μια νέα και πιο τρομερή συνειδητοποίηση της αδυναμίας συμφιλίωσης των δικών τους στόχων μ’ εκείνους του σύμπαντος. Εάν κατά τύχη θα έπρεπε να στραφείς αλλού ή ν’ αποσπαστείς για μια στιγμή από την επίγνωση της φυλάκισής σου λόγω κάποιου ευχάριστου ή ενδιαφέροντος περιστατικού, υπάρχει πάντα το σχήμα της ξεχωριστής μέρας να σου το υπενθυμίζει. Είναι ένας μικρόκοσμος της ζωής του ανθρώπου καθώς φθίνει αργά αργά, οι μακριές πρωινές του σκιές μικραίνουν όσο πλησιάζει το μεσημέρι, το αποκορύφωμα της μέρας που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με κείνη την ξαφνική τρομερή στιγμή διαίσθησης που έρχεται μόνο μια φορά στη ζωή, και μετά τα πιο γεμάτα, πιο στρογγυλεμένα σχήματα του πρώιμου απογεύματος, καθώς ο ήλιος βυθίζεται ανεπαίσθητα στον ουρανό και οι σκιές αρχίζουν να μακραίνουν, ώσπου όλα σβήνουν στον κλεφτό ερχομό του λυκόφωτος, σπλαχνικό από μια άποψη γιατί κρύβει τις διαφορές, τις ατέλειες καθώς και τα σημάδια ομορφιάς που έδωσαν στη μέρα τον χαρακτήρα της και με τον τρόπο αυτόν την έκαναν να είναι άλλη μια μέρα στο περιορισμένο μας διάστημα ημερών, η υπενθύμιση ότι ο χρόνος κυλά κι εμείς γινόμαστε πιο μεγάλοι, όχι αρκετά πιο μεγάλοι ώστε να επηρεάζουμε τη συγκεκριμένη αυτή περίσταση, αλλά πιο μεγάλοι παρ’ όλα αυτά. Ήδη τώρα ο ήλιος βυθίζεται στον ορίζοντα· πριν από λίγα λεπτά είχε ακόμη αρκετό φως για διάβασμα, αλλά τώρα πάει πια, τα τυπωμένα γράμματα συρρέουν πάνω στη σελίδα, δημιουργώντας μια ιμπρεσιονιστική θολούρα. Σύντομα η ίδια η σελίδα θα είναι αόρατη. Κανείς όμως δεν νιώθει την ανάγκη να σηκωθεί και ν’ ανάψει ένα φως· αρκεί που κάθεται εδώ, ευγνώμων για την υπενθύμιση ότι άλλη μια μέρα ήρθε κι έφυγε, και συ δεν έχεις κάνει κάτι γι’ αυτό. Τι γίνεται με τις πρωινές αποφάσεις να μετατρέψεις όλες τις συγκεχυμένες στον αέρα λεπτομέρειες για σένα σε στήλη κατανοητών ψηφίων; Να κάνεις ένα διάγραμμα ισολογισμού; Αυτό φυσικά δεν έγινε και ίσως είσαι ευγνώμων και για την τεμπελιά σου, χαίρεσαι που σ’ έφερε σ’ αυτό το πέρασμα, όπου πρέπει τώρα ν’ αντιμετωπίσεις το αδυσώπητο τέλος της μέρας, όπως πράγματι πρέπει όλοι μας ν’ αντιμετωπίσουμε τον θάνατο κάποια μέρα και να εναποθέσουμε την πίστη μας σε κάποια ανώτερη δύναμη που θα μας μεταφέρει πέρα σε μια περιοχή φωτός και αχρονικότητας. Ακόμη κι αν είχαμε κάνει τα πράγματα που θα έπρεπε να είχαμε κάνει δεν θα είχε ενδεχομένως σημασία ούτως ή άλλως, καθώς ο καθένας αφήνει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο, κι αυτό μπορεί να είναι εξίσου καταστροφικό με μια ολόκληρη ζωή στο έγκλημα ή στη σπατάλη. Ναι, μακροπρόθεσμα υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί γι’ αυτές τις νωθρές μέρες, καθώς η καθεμιά τους αποστάζει τη σταγόνα του δηλητηρίου της μέχρι να γεμίσει το κύπελλο· υπάρχει κάτι να ειπωθεί γι’ αυτές γιατί δεν τις γλιτώνουμε.

Στους δρόμους, σε ιδιωτικούς χώρους, δεν έχουν ιδέα για τη σημασία αυτών των πραγμάτων. Είναι κάτι που υπάρχει στο μυαλό μας μόνο, που δεν βρίσκεται κάπου, πουθενά. Ίσως τότε να μην υπάρχει. Ακόμη και οι λεπτομέρειές του είναι επικίνδυνες να ληφθούν υπόψη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα το εξέταζαν στις λεπτομέρειές του αυτό, επειδή (α) θα υποστήριζαν ότι οι λεπτομέρειες, όσο πλήρεις κι αν είναι, δεν μπορούν να δώσουν μια επαρκή ιδέα του συνόλου, και (β) επειδή οι λεπτομέρειες μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν φετίχ, δηλαδή να εκτιμώνται ιδιαιτέρως γι’ αυτό που είναι χωρίς να έχουν ιδέα για το σύνολο του οποίου ήταν μέρος, με μια ειδωλολατρική κατανόηση μόνο των ιδιοτήτων της συγκεκριμένης λεπτομέρειας. Βέβαια ακόμη και αυτή η περιορισμένη κατανόηση μπορεί να οδηγήσει σε μια αντίληψη της ομορφιάς, στο βαθμό που κάθε λεπτομέρεια είναι ένας μικρόκοσμος του συνόλου, όπως συχνά συμβαίνει. Έτσι συναντάς ανθρώπους των οποίων η τέλεια κατανόηση της αγάπης προκύπτει από τη λαγνεία, όπως η περιγραφή ενός λουλουδιού μπορεί να δημιουργήσει μια ιδέα για το τι μοιάζει. Είναι ακόμη πιθανό αυτή η παράτυπη αλλά ικανοποιητική κατανόηση να είναι η μόνη που πραγματικά μας αναλογεί· ότι η γνώση του συνόλου είναι αδύνατη ή τουλάχιστον τόσο ανεφάρμοστη, ώστε να μην είναι ποτέ ή σπάνια εφικτή· ότι καθώς γεννιόμαστε μέσα σε ατέλειες είμαστε στην πραγματικότητα υποχρεωμένοι να τις χρησιμοποιούμε για την αφομοίωση των ατελειών που οι ίδιοι είμαστε και των μεγαλύτερων που πρόκειται να γίνουμε· ότι αν δεν το κάνουμε αυτό θα σήμαινε ότι αμαρτάνουμε ενάντια στη φύση, δηλαδή ότι θα καταλήξουμε να μην έχουμε τίποτε, ούτε καν την καθησυχαστική γνώση ότι έχουμε αμαρτήσει για κάποιο σκοπό, αλλά αντιθέτως είμαστε κενοί και άμεμπτοι σαν ένα άψυχο αντικείμενο. Ωστόσο δεν ξέρουμε τι θα γίνουμε, επομένως δεν μπορούμε ποτέ ν’ αποκλείσουμε παντελώς την πιθανότητα της διανοητικής κατανόησης, παρόλο που φαίνεται να είναι παγίδα και ψευδαίσθηση· μπορεί να χάσουμε τα πάντα αγνοώντας την έκκλησή της για τάξη, την οποία στην πραγματικότητα μπορεί ν’ ακούσει ο καθένας μας· πώς μπορούμε λοιπόν ν’ αποφασίσουμε; Δεν είναι επίσης λύση να συνδυάσουμε τις δύο προσεγγίσεις, να δανειστούμε από την ορθή λογική ή τα αισθητηριακά δεδομένα, όπως φαίνεται να δικαιολογεί η περίπτωση, γιατί και ένα αμάλγαμα δεν σημαίνει πληρότητα, και πράγματι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να είναι έτσι λόγω σφάλματος στη δοσολογία.  Έτσι από τις τρεις μεθόδους, τη λογική, την αίσθηση ή τον ουσιαστικό συνδυασμό των δύο, η τελευταία φαίνεται να έχει λιγότερες πιθανότητες να νικήσει, η δεύτερη δείχνει προβληματική· μόνο η πρώτη έχει κάποιες ελάχιστες πιθανότητες να πετύχει μέσω καθαρής διαστροφής, που είναι ίσως ο μόνος τρόπος εν γένει να πετύχει κανείς. Έτσι μπορεί να γλιτώσουμε τουλάχιστον από το επώδυνο πλατσούρισμα μέσα σ’ ένα σωρό λεπτομέρειες θεωριών δράσης με κίνδυνο να βαλτώσουμε απελπιστικά σ’ αυτές: καλύτερη η απρόβλεπτη προσέγγιση, η οποία τα κερδίζει όλα ή τουλάχιστον δεν χάνει τίποτε, παρά η προσεκτική ημιαποτυχία· καλύτερος ο Δον Κιχώτης και οι ανεμόμυλοί του απ’ όλους τους Σάντσο Πάντσα του κόσμου· και δεν μπορεί να αποδειχτεί τελικά ότι το να ρισκάρεις τα πάντα σημαίνει να κερδίζεις τα πάντα, ακόμη και σε βάρος της ενδόμυχης, έμφυτης γνώσης της αλήθειας, των κόκκων και των περιγραμμάτων της, παρόλο που αυτή η προσέγγιση, παρά την υλικότητά της, δεν οδηγεί σε καμιά πρακτική κατανόηση της αλήθειας, σε καμιά αντίληψη τού πώς να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς που ποτέ δεν ονειρεύεται; Αυτός είναι λοιπόν ο σίγουρος δρόμος· αλλά ο εντοπισμός της αρχής του είναι άλλο θέμα.

Οι μεγάλες σταδιοδρομίες είναι έτσι: μια αργή έκρηξη που στενεύει προς μια τελική απελευθέρωση, μυτερή αλλά όχι σουβλερή, μια ταλαιπωρημένη ζωή λυτρωμένη και εκμηδενισμένη στο τέλος, και για ποιο λόγο; Για μια περιστασιακή στιγμή γνώσης ότι το ένα λεπτό είναι εδώ και το επόμενο έγινε άφαντη πριν σχεδόν το πάρεις είδηση; Ολόκληρες φυλές αναζητητών φαινομένων που είχαν μεγάλη σημασία για τον εαυτό τους έχουν γίνει καπνός μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, πιο αθόρυβα κι από ένα πεφταστέρι. Είναι τα σώματά μας τότε συνδυασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνουν στους άλλους ότι πραγματικά έχουμε νόημα ο ένας για τον άλλον – είναι αυτό το μόνο που πραγματικά σκοπεύαμε ποτέ να κάνουμε; Έχοντας γεννηθεί με τη γνώση ή τουλάχιστον με την ικανότητα να κρίνουμε, να ξοδεύουμε τον χρόνο μας κοπιάζοντας τα βρούμε έναν τρόπο να επιδεικνύουμε αυτή τη γνώση, ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτήν τελικά γι’ αυτό που είναι; Εκτός από το προφανές ερώτημα για το ποιος ξέρει αν θα είναι ακόμη εκεί, υπάρχει και το ακόμη πιο επιτακτικό ποιανού ζωή παίρνουμε στα χέρια μας; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπορούν τα πράγματα αυτά να γίνουν για χάρη τού εαυτού τους, ώστε και άλλοι να μπορούν να τ’ απολαμβάνουν; Έχουμε ήδη ξεφύγει πολύ από το μονοπάτι μας και, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, έχει πέσει σκοτάδι και θα ήταν αδύνατο να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να χαθούμε. Είναι αυτός ένας λόγος να μείνουμε εδώ που είμαστε, θεωρώντας εσφαλμένα ότι είμαστε λιγότερο χαμένοι εδώ ακριβώς, κι έτσι να ολοκληρώσουμε τον κύκλο της αδράνειας που ανοίξαμε υποθέτοντας άδικα ότι θα οδηγούσε σε γνώση; Όχι, είναι πολύ καλύτερα να συνεχίσουμε τον δρόμο μας, ακόμη και με κίνδυνο να χαθούμε κι άλλο (κάτι αδύνατον βέβαια). Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να γνωρίσουμε τελικά ποιοι είναι αυτοί με τους οποίους ξεκινήσαμε και οπωσδήποτε να έχουμε έναν νέο σεβασμό προς τους άλλους, στον οποίο θα φτάσουμε μέσω μιας πιο πλήρους κατανόησης του εαυτού μας και με τρόπο αληθινό. Αλλά και πάλι, η έννοια της «σταδιοδρομίας» παρεμβαίνει. Μας είναι αδύνατο τη στιγμή αυτή να μη σκεφτόμαστε αυτούς τους ανθρώπους ως ξεχωριστές οντότητες, ο καθένας με τη δική του ανάπτυξη και με στόχο που πρέπει να επιτευχθεί, με σταδιοδρομίες που θα «κορυφωθούν» ύστερα από λίγο και μετά θα γίνουν και πάλι συνηθισμένες ζωές που ξεθωριάζουν εντελώς φυσικά στον αέρα καθώς αναλίσκονται, και θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ, εκτός από το «μάθημα» που έχει προσθέσει μια κουκκίδα στο άθροισμα όλης της ανθρώπινης κατανόησης. Και αυτός ο τρόπος ομιλίας μάς έχει παγιδεύσει όλους. 

Ένας εναλλακτικός τρόπος θα ήταν η έννοια «η ζωή ως τελετουργία». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή δεν είναι δυνατόν να κοιτάμε πίσω, από μόνο του αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, και τα στάδια της τελετουργίας εξετάζονται καθαυτά και για λογαριασμό τους, αλλά εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος φετιχισμού, επειδή κάθε επαφή με το παρελθόν έχει διακοπεί. Φετιχισμός δημιουργείται μόνο όταν υπάρχει ένα παρελθόν που μπορεί να δείχνει περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικό σε σύγκριση με το παρόν· η ανισότητα που προκύπτει προκαλεί μια εξόρμηση προς το άμεσο αντικείμενο στοχασμού, το μεταμορφώνει σε σκληρό κέλυφος γύρω από την ίδια του την ύπαρξη, η οποία παύει πάραυτα. Η τελετουργική προσέγγιση όμως παρέχει και κάποιες κακές στιγμές. Όταν κοπούν όλοι οι δεσμοί της με την εγκόσμια μήτρα από την οποία αναδύθηκε, η ψυχή αισθάνεται ότι ωθεί τον εαυτό της προς τα εμπρός με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Η ίδια αυτή ταχύτητα γίνεται πηγή μέθης και περισσότερο αυξανόμενης σταδιακά ταχύτητας· στο τέλος η ψυχή δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό της και είναι σαν χαμένη, αν και φαντάζεται ότι έχει βρει αιώνια ανάπαυση. Αλλά η αληθινή αρμονία που θα έκανε αυτή την ειρήνη ενδιαφέρουσα λείπει. Υπάρχει μόνο μια ψυχρή γνώση καλοσύνης και γύμνιας που εκπέμπεται προς κάθε κατεύθυνση σαν τις ακίδες του αγριοκάστανου· απλή γνώση και εμπειρία χωρίς τις οπτικές ανωμαλίες, εκείνους τους ουράνιους κόκκους στο μάτι που από μόνοι τους μπορούν να μετατρέψουν την έκσταση σε μια ιδιαίτερη κατάσταση πέρα από την ακριβά αποκτημένη γενικότητα. Κι εδώ, αν μπορούσε κανείς να κοιτάξει πίσω του, όχι με νοσταλγία, αλλά βλέποντας μια σειρά προσεκτικά επιλεγμένες θέες, ιερατικές σαν εικόνες, η δυσκολία θα είχε μειωθεί και το εγώ θα μπορούσε να συγχωνευθεί με την απουσία εγώ με αληθινή εκτίμηση των τεράστιων όγκων της αιωνιότητας. Αλλ’ αυτό είναι ανέφικτο γιατί το τελετουργικό είναι εξ ορισμού κάτι απρόσωπο και μόνο προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προχωρήσει. Γεννήθηκε χωρίς γνώση του παρελθόντος. Και οποιαδήποτε προσπάθεια υβριδοποίησής του μπορεί να οδηγήσει μόνο σε καταστροφή ή και στον θάνατο ακόμη. 

Ξέχωρα απ’ αυτές τις δίδυμες έννοιες ανάπτυξης, δύο είδη ευτυχίας είναι δυνατά: το μετωπικό και το λανθάνον. Το πρώτο παρουσιάζεται φυσιολογικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής· βιώνεται σαν είδος αίσθησης αμεσότητας, ίσως και αναγκαιότητας· συχνά τη συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά τη στιγμή που νιώθουμε ότι χρειαζόμαστε βοήθεια από κάπου. Ένα απρόσμενο βάλσαμο που απλώνεται στην ψυχή απροειδοποίητα σαν είδος άνθησης ή χάριτος. Υποθέτουμε ότι οι «ένδοξες» ψυχές αισθάνονται έτσι παντοτινά, ότι αυτό είναι η καθημερινή συνθήκη της ύπαρξής τους: ναι, συνθήκη, επειδή είναι και περισσότερο και λιγότερο από μια κατάσταση· επιβάλλει κάποιες προϋποθέσεις και κατόπιν στηρίζεται σ’ αυτές, αλλά η υποδομή δεν ξεχνιέται ποτέ· η υποδομή είναι η ευτυχία. Και όπως απαιτεί, έτσι προσφέρει. Η αδιαφορία δεν υπάρχει, καμιά ιδέα αιώνιας αποχαύνωσης διαποτισμένης με το φως του ουράνιου θόλου ή οτιδήποτε άλλο· υπάρχουν μόνο γνώμες για την αξία της αλήθειας, οι οποίες παρουσιάζονται η μια μετά την άλλη σαν έγχρωμες διαφάνειες στον άσπρο τοίχο που είναι η γυμνή ψυχή, ή ένα είδος σκληρού εφυαλώματος που μετατρέπει οριστικά τον συνηθισμένο πηλό της ψυχής σε αντικείμενο ομορφιάς, εξαλείφοντας τη γνώση για ό,τι υπάρχει από κάτω. Αυτό ελπίζουμε όλοι, γνωρίζουμε όμως ότι πολύ λίγοι από μας θα το καταφέρουν κάποτε· αυτοί που το κάνουν, θα το πετύχουν όχι τόσο με τις δικές τους προσπάθειες, όσο με τη βοήθεια της σκοτεινής λειτουργίας της χάριτος ως τύχης, ώστε αν και θα χαρούμε πολύ να έχουμε την εμπειρία αυτού του ξαφνικού ανοίγματος, του κατακλυσμού αυτού που θα διαρκέσει μια αιωνιότητα, δεν σκοτίζουμε και πολύ τα κεφάλια μας γι’ αυτό, τόσο απομακρυσμένο και μακρινό δείχνει, όπως αυτές οι όμορφες ψηφιδωτές οροφές που απεικονίζουν τον ουρανό, τις οποίες τεντωνόμαστε να φτάσουμε από κάτω, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε αρκετά ώστε να είναι ευανάγνωστες, αλλά μας αρέσει ωστόσο η απεραντοσύνη και η αύρα της σύλληψης, χαρούμενοι που τις έχουμε δει και ξέρουμε ότι είν’ εκεί, αλλά περνάμε παρ’ όλα αυτά αποφασιστικά έξω στο φως του ήλιου μετά από δύο ή τρεις γύρους στο μαγευτικά αμυδρό εσωτερικό. Αυτό το είδος ομορφιάς είναι σχεδόν υπερβολικά αφηρημένο για να βιώνεται ως ομορφιά, και ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ότι πράγματι μπορεί να συμβαίνει κάποιες φορές και ότι η ζωή αυτές τις φορές δείχνει θαυμάσια. Αυτό όντως είναι ο πραγματικός λόγος που δημιουργηθήκαμε, αν όχι να το βιώνουμε, τουλάχιστον να το γνωρίζουμε ως το ιδανικό προς το οποίο τείνει όλο το σύμπαν και το οποίο επομένως προσδίδει ένα σχήμα στις τυχαίες κινήσεις γύρω μας – όλες αυτές μοχθούν προς την ίδια κατεύθυνση, προς τον ίδιο στόχο, αν και είναι βέβαιο ότι σχεδόν καμιά απ’ αυτές που βλέπουμε τώρα δεν θα τον πετύχουν. 

Το δεύτερο είδος, το λανθάνον ή αφανές είδος, είναι πιο δύσκολο να το καταλάβουμε. Όλοι γνωρίζουμε αυτές τις περιόδους ευχάριστου καιρού στις αρχές της άνοιξης, μερικές φορές ακόμη και πριν το επίσημο ξεκίνημα της άνοιξης: μέρες ή ακόμα και μερικές ώρες όταν στον αέρα φαίνεται να διαχέεται μια απόκοσμη τρυφερότητα, λες και η αγάπη θα ξεκινήσει όπου να ’ναι, τώρα, τη στιγμή αυτή, ένα ατελείωτο ταξίδι που αναβάλλεται από τις απαρχές του χρόνου. Μερικά μόνο βήματα σ’ αυτή τη ρομαντική ατμόσφαιρα φτάνουν για να ζήσει κανείς μια μαγική αλλά ήρεμη ευδαιμονία, λες και ο πυρσός της ζωής θα είχε σε λίγο τεθεί στα χέρια του: μετά από τόση αναμονή τι πρέπει τώρα να κάνει κανείς; Κι έτσι η ευτυχία αυτοαναβάλλεται, ίσως και επ’ αόριστον· συνειδητοποιεί ότι το δοχείο δεν έχει ακόμη ετοιμαστεί πλήρως για να τη δεχτεί· φοβάται ότι θα καταστρέψει την τάξη των πραγμάτων με το να αυτοεπισπεύδεται πολύ πρόωρα. Αλλά αυτό με τη σειρά του επιταχύνει την απόγνωση του δοχείου ή του αποδέκτη· αυτό ή εμείς περιμέναμε όλη μας τη ζωή γι’ αυτό το σημάδι εκπλήρωσης για να μας το αρπάξουν ξαφνικά τώρα και τόσο γρήγορα που μόλις γίνεται αντιληπτό. Και αναπτύσσεται ένα είδος πανικού που για πολλούς γίνεται μόνιμη κατάσταση ύπαρξης, με όλες τις συμπεριφορές μιας ήρεμης, δυναμικής, στοχαστικής ζωής. Οι άνθρωποι αυτοί περιμένουν το σημάδι της ευτυχίας τους χωρίς ελπίδα· η εγγύτητά του είν’ εκεί, χρωματίζει τον αέρα γύρω τους, σε αιώρηση, σε μεσεγγύηση κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν μπορούν να την πλησιάσουν. Είναι όμως τόσο μεγάλος ο ζήλος τους που πιστεύουν ότι την έχουν ήδη απορροφήσει, ότι έχουν φτάσει στο επίπεδο εκείνο της τελικής συνειδητοποίησης για το οποίο όλοι μοχθούμε, ότι έχουν πετύχει μια κατάσταση μόνιμης χάριτος. Όθεν και ο αέρας της περιχαρούς παραίτησης, τα μακάρια υψωμένα βλέφαρα, η παράλυτη στάση αυτών των ναυαγών του αιώνιου ταξιδιού που θαρρούν ότι έφτασαν στη γη της επαγγελίας, όταν στην πραγματικότητα το πλοίο από κάτω τους βυθίζεται. Ο μεγάλος τρόμος έχει στρέψει το βλέμμα τους προς τα πάνω, προς τ’ άστρα, τους ουρανούς· δεν βλέπουν τίποτε από την αταξία γύρω τους, τ’ αυτιά τους είναι κλειστά στις κραυγές των συνεπιβατών τους· μπορούν και σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους, όταν όλη την ώρα πιστεύουν ότι δεν σκέφτονται τίποτε άλλο εκτός από τον Θεό. Στα μύχια όμως του μυαλού τους γνωρίζουν επίσης ότι δεν είναι όλα καλά· ότι αν ήταν, δεν θα υπήρχε αυτή η ακαμψία, με το μάτι και το μυαλό εστιασμένα σ’ ένα ανύπαρκτο κέντρο, ένα σταθερό σημείο, όταν η κοινή λογική κι ενός ηλίθιου ακόμη θα ήταν αρκετή να τον κάνει να καταλάβει ότι τίποτε δεν έχει σταματήσει, ότι κι εμείς και όλα γύρω μας προχωρούν αδιάλειπτα, και ότι τροποποιούμαστε συνεχώς από την ταχύτητα με την οποία ταξιδεύουμε και τις περιοχές από τις οποίες περνάμε, ώστε το να φανταζόμαστε απλά τον εαυτό μας ότι έχει φτάσει σε κάποιον τελικό χώρο ανάπαυσης είναι μια θεμελιώδης λογική αντίφαση, αφού ακόμη και ο πιο βλάκας από μας γνωρίζει αρκετά για να συνειδητοποιεί ότι αγνοεί τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του βασικού ζητήματος αν πράγματι κινούμαστε γενικώς ή αν η έννοια της κίνησης είναι κάτι που μπορεί ακόμη και ν’ αναφερθεί σε σχέση με τόσο αδαή όντα όπως εμείς, για τα οποία ο όρος αδαής είναι όντως ίσως μια υπερβολή, καθώς υπονοεί ότι κάτι είναι γνωστό κάπου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε σίγουροι ακόμη και γι’ αυτό: δεν μπορούμε με κανένα βαθμό βεβαιότητας στ’ αλήθεια να ισχυριστούμε ότι είμαστε αδαείς. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο κακό· παραμένουμε ούτως ή άλλως ανοιχτόμυαλοι – αυτό, τουλάχιστον, μπορούμε καθόλου να μην αμφιβάλουμε ότι είμαστε  – και δεν κινδυνεύουμε, ή έτσι φαίνεται, να καθηλωθούμε στις ευλαβείς συμπεριφορές αυτών των αληθινών πνευματικών θρησκόληπτων, των οποίων τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς την αιωνιότητα και οι οποίοι επομένως δεν μπορούν να δουν τίποτε. Γνωρίζουμε ότι είμαστε καθ’ οδόν κατά κάποιον τρόπο, και επίσης ότι έχει προκύψει ένα πρόβλημα κάπου: Έχουμε βέβαια επιβιβαστεί στο τρένο, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Αλλά υπάρχει σ’ αυτή τη μέχρι στιγμής ελάχιστη μόνο καθυστέρηση θέμα ανησυχίας, ακόμη και για κάποιους σαν και μας, έξυπνοι καθώς είμαστε και χωρίς καθόλου να περιμένουμε πολλά, υπομονετικοί, ταπεινοί, χωρίς καθόλου υπαινιγμούς ειρωνικής παραίτησης ενώπιον μιας κατάστασης που είμαστε ανήμποροι ν’ αλλάξουμε και που πιστεύουμε κρυφά ότι είναι πιθανό να πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν ισχύει τίποτε απ’ αυτά για μας, δεν είμαστε θρησκόληπτοιείμαστε ανοιχτόμυαλοι, με μια λέξη διατηρούμε όλη μας την κινητικότητα, όμως κι εμείς ακόμη διαισθανόμαστε έναν κίνδυνο και δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θ’ αντιδράσουμε. Αυτά τα πρώτα λίγα βήματα, στον πρόωρα ήπιο αέρα που μια χιονοθύελλα είναι σίγουρα προορισμένη να σβήσει από τη μνήμη των ανθρώπων πριν ξημερώσει το αύριο – δεν κινδυνεύουμε να τα δεχτούμε μόνο γι’ αυτό που είναι, να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτά και ν’ αφήνουμε την ευγνωμοσύνη μας να παίρνει τη θέση της περαιτέρω έρευνας στο πώς αυτά ήταν, να την αφήνουμε ν’ αντιπροσωπεύει τόσο τη στάση μας, όπως θα την κρίνει η αιωνιότητα, όσο και την εκπλήρωση της οποίας αυτή ήταν απλά η υπόσχεση; Αυτός είναι σίγουρα ο κίνδυνος που διατρέχουμε στην κατάσταση της εκλεπτυσμένης αλλά αθώας διαφώτισής μας: το να μην απαιτούμε να μας ακούσουν, να μην μαθαίνουμε πού οδηγούσαν αυτά τα βήματα ακόμη και παρά τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν έβγαζαν πουθενά, ακόμη και αμφιβάλλοντας αν ποτέ έγιναν, ότι θα μπορούσε ποτέ να έχει υπάρξει οποιοδήποτε είδος δομής ή διάρθρωσης στο οποίο θα πραγματοποιούνταν. Έτσι που με τον τρόπο μας βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση ή τουλάχιστον σε χειρότερο κίνδυνο από κείνους τους άλλους που φαντάζονται τον εαυτό τους απελευθερωμένο ήδη από την αλυσίδα της επαναγέννησης. Αυτοί έχουν τις ψευδαισθήσεις τους που τους συντηρούν, παρόλο που αυτές είναι γεμάτες τρύπες και μερικές φορές δεν εμποδίζουν τους κατόχους τους να νιώσουν τα ψυχρά ρεύματα της αμφιβολίας, ενώ εμείς μπορεί ν’ αρχίσουμε ν’ αμφιβάλλουμε αν οτιδήποτε απ’ αυτά που στα μύχια της καρδιά μας γνωρίζουμε ότι είναι κάτι πραγματικό, ένα γεγονός ύψιστου πνευματικού μεγέθους, έχει ποτέ συμβεί. Εδώ είναι που μπορεί ο αισθησιασμός μας να μας σώσει in extremis: η ατμόσφαιρα της μέρας που συνέβη εκείνο το γεγονός, η εμφάνιση των δέντρων και των κτιρίων, το τι είπαμε σ’ αυτόν που ήταν και φορέας και συναποδέκτης αυτού του μηνύματος και τι αυτός απάντησε, λέξεις που δεν ήταν λέξεις αλλά ήχοι εκτός χρόνου, βγαλμένοι έξω από οποιοδήποτε αιώνιο πλαίσιο στο οποίο το περιεχόμενό τους θα ήταν αναγνωρίσιμο – τα γεγονότα αυτά έχουν μπει στη συνείδησή μας μια για πάντα, έχουν εισχωρήσει και εξαπλωθεί μέσα μας και ως βαθιά στους πόρους μας σαν θαυμάσιο αντίδοτο στο κύπελλο που είχε ήδη ετοιμάσει η επόμενη στιγμή και το οποίο, είτε κώνειο είτε νέκταρ, θα μπορούσε απλά ν’ αποδειχθεί μοιραίο γιατί ήταν το επόμενο, φέρνοντας μαζί του το άρρητο μήνυμα ότι η κίνηση μπορούσε να επιτευχθεί στον χρόνο μόνο, δηλαδή σε μια προκαθορισμένη ακολουθία στιγμών που πρέπει να μας μεταφέρουν μακριά από δω, μακριά απ’ αυτή την απαθή αλλά πραγματική στιγμή κατανόησης που μπορεί να είναι η μόνη που θα γνωρίσουμε ποτέ, ακόμη και αν απλά είναι η πρώτη μιας αυτονόητης ατέρμονης ακολουθίας. Τι θα γινόταν όμως αν αυτά ήταν όλα κι όλα; Τι θα γινόταν αν ήταν αλήθεια ότι «μια φορά αρκεί»; Ότι όλες οι συνέπειες, όλες οι απηχήσεις αυτού του μοναδικού γεγονότος θα έπρεπε ν’ αποκοπούν λόγω της ίδιας της μοναδικότητάς του· και ακόμη ότι και για τη μνήμη, στο βαθμό που μπορεί να ωφελήσει κάποιον, αυτή η στιγμή θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, διαγραμμένη από τα χρονικά του καταγεγραμμένου χρόνου, βυθισμένη πιο κάτω από τον τελευταίο κύκλο της κόλασης, μέσα σ’ έναν λάκκο απόλυτης άρνησης, και όλα αυτά για το δικό μας καλό, έτσι ώστε να μη παρασυρθούμε και φανταστούμε ότι η καλοσύνη του είναι απείρως εκτατή, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ, δεδομένης της απόλυτης και γενικευμένης φύσης αυτής της καλοσύνης, που προορίζεται να συμβεί μια μόνο φορά στον κύκλο της αιωνιότητας που δεν είναι προς επανάληψη; Αυτό δεν φαίνεται όμως και πολύ σωστό, είναι λίγο υπερβολικά βολικό ίσως, και εδώ πάλι είναι οι αισθήσεις μας που μας χρησιμεύουν κάπως να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα. Επειδή δεν θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν τις απορροές απ’ αυτό το ιδιαίτερο σημείο της ζωής, αν δεν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι μαζί τους, να τις συνυφάνουν στο σχέδιο των ημερών που θα ακολουθήσουν και ίσως είναι ηλιόλουστες ή βυθισμένες σε σκιά, η καθεμιά τους όμως με το αναγνωριστικό κατακόκκινο νήμα που διατρέχει όλο το στημόνι και το υφάδι του σχεδιάσματος, και κάποιες φορές σχεδόν εξαφανίζεται στις σκοτεινές συμφύσεις του, αλλά σε άλλες αναδύεται ως η πλήρης έμπνευση όλης της αναπαράστασης, οργανώνοντας μεγαλειωδώς τις επαναλαμβανόμενες δονήσεις του και επιβάλλοντας τη σφραγίδα του σ’ αυτές, ώσπου το νόημα όλης αυτής της διαδικασίας, αστράφτοντας ξαφνικά, αναδύεται από τις λαμπυρίζουσες λίμνες του κόκκινου σαν αχανές και διάφανο, αν και ακατάστρεπτο, πλαίσιο, το οποίο δεν θα χαθεί από το οπτικό πεδίο ξανά; Και εδώ μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και αν η μοναδικότητα προοριζόταν να διαρκέσει μόνο όσο κρατά η μοναδική στιγμή της, κάτι που δεν πιστεύω ούτε δευτερόλεπτο, αλλά ας το υποθέσουμε χάριν επιχειρηματολογίας, ακόμη και αν ήταν έτσι, η αύρα της θα προοριζόταν να επιζεί στις μέρες μας, να μας ενημερώνει και να μας παροτρύνει προσεκτικά να πάρουμε τον σωστό δρόμο, παρόλο που πολύ σωστά θα μπορούσαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αποκομμένους από την κύρια πηγή, ώστε να μην είμαστε ποτέ σε θέση ν’ αναλογιστούμε την ορθότητά της και πάλι, αλλά παρ’ όλα αυτά ικανοί να δούμε τα ίχνη της στη μνήμη ως υπέρτατο αγαθό, σαν έναν θεό που κατέβηκε στη γη να μας διδάξει τις συνήθειες του άλλου βασιλείου, γιατί βλέπει ότι δεν έχουμε προχωρήσει πολύ μόνοι μας – όχι μακρύτερα από τα πρώτα εκείνα βήματα στον ξαφνικά γλυκό, ανοιχτό αέρα. Και είμαστε τυχεροί που επιλέγει με τον τρόπο αυτόν ν’ ασχοληθεί μαζί μας, γιατί απ’ αυτή τη στιγμή οι ανησυχίες μας έχουν τελειώσει, δεν έχουμε παρά να κάνουμε ένα βήμα μπροστά για να είμαστε στον σωστό δρόμο, όλοι βαδίζουμε σ’ αυτόν και πάντα βαδίζαμε, μόνο που δεν το ξέραμε ποτέ. Το τέλος εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστήριο, αλλά το μυστήριο μειώνεται χωρίς ακριβώς να γίνεται πιο ξεκάθαρο όσο προχωράμε, σαν πόλη που το σχέδιό της αρχίζει να παίρνει μορφή στον ορίζοντα καθώς την πλησιάζουμε, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση αυτή, γιατί σίγουρα δεν αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το θεϊκό αίνιγμα καθώς προχωράμε, απλά το μυστήριό του ελαττώνεται και καταλήγει να φαίνεται, όποτε σταματάμε να το σκεφτούμε, κάτι που δεν συμβαίνει πολύ συχνά, το λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό του συνόλου. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η αίσθηση βεβαιότητας που έχουμε μεγαλώνει όλο και περισσότερο είτε συνάγεται με τη βοήθεια της σκέψης είτε με τη βοήθεια της αισθησιακής νοημοσύνης (αυτό δεν έχει σημασία): είναι εκεί, και αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να μας απασχολεί, ακριβώς όπως δεν χρειάζεται να ερευνήσουμε την καταγωγή κάποιου ή τους προγόνους του για ν’ αξιολογήσουμε τις προσωπικές του ιδιότητες. Αλλά μετά το ερώτημα για το πώς βρέθηκε εκεί, το οποίο τώρα καταλαβαίνουμε ότι είναι ανώφελο, απομένει ένα άλλο ερώτημα: πώς θα τη χρησιμοποιήσουμε; Όχι μόνο με ποια μέσα, κάτι που είναι μια αρκετά σημαντική σκέψη, αλλά για ποιον σκοπό; Για τη δική μας βελτίωση και κατ’ επέκταση για τη βελτίωση του κόσμου γύρω μας ή αντίστροφα για τη βελτίωση του κόσμου, κάτι που θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι παρεμπιπτόντως θα μας έκανε ως πολίτες του καλύτερους ανθρώπους, παρόλο που αυτό ήταν μόνο μια παρενέργεια; Η απάντηση βρίσκεται στο πρωινό μας ξύπνημα. Γιατί ακριβώς όπως ξεκινάμε τη ζωή μας σαν απλά μωρά με το αποτύπωμα τού τίποτε στο κεφάλι μας, εκτός από τα εναπομείναντα ίχνη μιας προηγούμενης ύπαρξης που εξασθενούν όλο και περισσότερο καθώς προχωράμε μέχρι που τα έχουμε ξεχάσει εντελώς, μόνο που τώρα έχουν επιβληθεί άλλες αντιλήψεις έτσι που τα βρεφικά μυαλά μας δεν είναι ποτέ μια πλήρης tabula rasa, αλλά υπάρχει πάντα κάτι που ξεθωριάζει ή απλά φανερώνεται, και αυτό, οτιδήποτε είναι, αυτοπροβάλλεται πάντα πάνω μας, αυξάνει τα στρατεύματά του, παραβιάζει τις κλειστές πύλες της ευαισθησίας μας και ξεχύνεται μέσα μας για ν’ αυξήσει τις δυνάμεις του που έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν τη γυμνή μας συνείδηση και να διώχνουν εκείνα τα κομμάτια μιας άλλης συνείδησης (αν και όχι για πάντα ίσως – τίποτε δεν είναι μόνιμο – αλλά ίσως μέχρι τις τελευταίες μας μέρες, όταν οι δυνάμεις τους θα μαζευτούν ξανά στα όρια του πεδίου αντίληψής μας για να μας θυμίσουν εκείνη την άλλη παλιά ύπαρξη με την οποία καλούμαστε τώρα να ξανασμίξουμε), έτσι ώστε για μια στιγμή, μεταξύ των στρατών σε φυγή και αυτών που καταδιώκουν, υπάρχει σχεδόν μια στιγμή ειρήνης και αγνότητας, στην οποία αυτό που έπρεπε ν’ αντιληφθούμε θα μπορούσε σχεδόν να πάρει μορφή στον κενό αέρα, εφόσον υπήρχε αρκετός χρόνος, και ωστόσο στον χρόνο που απαιτείται να διακρίνουμε την ασάφεια του περιγράμματός του, μπορούμε αν είμαστε αρκετά ταχείς να πιάσουμε το νόημα αυτής της διαβεβαίωσης, προτού επιστρέψουμε στις άμεσες δραστηριότητές μας – ακριβώς, λέω, όπως ξεκινάμε κάθε μέρα σ’ αυτήν την κατάσταση απειλούμενου κενού που εξαφανίζεται πολύ γρήγορα, αλλά που αφήνει κάποια δυσανάγνωστα ίχνη σαν σκόνη κιμωλίας σε μαυροπίνακα αφού έχει σβηστεί, έτσι πρέπει να μάθουμε να το αναγνωρίζουμε ως τη μορφή, τη μοναδική, στην οποία θα μας απονεμηθούν, αν ποτέ γίνει αυτό, όποια θραύσματα της αληθινής μάθησης είμαστε προορισμένοι να λάβουμε. Η ανεπάρκεια, τα συνοφρυώματα και τα λοξοκοιτάσματα, οι φαγούρες και τα ξυσίματα καθώς ακούς δίχως να καταλαβαίνεις τι σου λένε, ή μόνο εν μέρει, ώστε να μην μπορείς να δεις το επιχείρημα στην ολότητά του, δεν πρέπει ν’ απορριφθούν σαν σημάδια της χρόνιας ανθρώπινης αδυναμίας μας, αλλά να γίνουν δεκτά και να εξεταστούν σαν σημάδια ζωής στα οποία βρίσκεται θαμμένο μέρος της όλης αλήθειας. Και ενώ η συζήτηση συνεχίζεται και συ νομίζεις ότι δεν παίρνεις κάτι απ’ αυτή καθώς χασμουριέσαι και τρίβεις τα μάτια σου και σκαλίζεις τη μύτη σου ή ξύνεις το κεφάλι σου ή σκουντάς τον διπλανό σου στο σκληρό ξύλινο παγκάκι, σε βρίσκει η γνώση αυτή για καλά, παίρνοντας αμέσως τις μορφές που χρειάζεται για να σ’ εντυπωσιάσει, τις μορφές της αδυναμίας για προσήλωση και της ανικανότητας ή της απροθυμίας να καταλάβεις. Γιατί είναι βέβαιο ότι θα σηκωθείς απ’ το παγκάκι σαν ένας νέος άνθρωπος, κι επιπλέον πριν βγεις στο άπλετο φως του δρόμου θα νιώσεις ότι μια αλλαγή έχει αρχίσει να δρα μέσα σου, βαθιά στις ίνες και στους τένοντές σου, και όταν το φως του δρόμου σε πλημμυρίσει θα έχεις επιτέλους καταλάβει πραγματικά, κάθε ίχνος αμφιβολίας θα έχει γίνει σκόνη από την εισροή του φωτός που ανεβαίνει αργά για να θάψει εκείνες τις ασυγκίνητες σημαδούρες εγωκεντρικότητας και στρεβλής αυτοεκτίμησης με τις οποίες κατάφερες να πλοηγηθείς, όμως δεν χρειάζεσαι τώρα πια που το πηδάλιο έχει ξεφύγει από τα χέρια σου και όλη αυτή η επιφάνεια του φωτός της μέρας έχει γίνει ένα με κείνη την άλλη εικόνα φωτός που θυμάσαι, τότε που ξεκινούσες, και που φοβόσουν ότι θα εξαφανιζόταν εξαιτίας της μοναδικότητάς της, και τώρα μόνο συνειδητοποιείς ότι αυτή η μονότητα ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος της πολύπλευρης ποικιλομορφίας και του ενδιαφέροντός της, και ότι μπορεί ταυτόχρονα να την αγαπούν για το πρώτο και να τη βιώνουν χάρη στην ευελιξία της για το δεύτερο. Μπορεί να την τρώει κανείς και να την αναπνέει, και πράγματι δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης αν δεν συνέβαινε αυτό. Νομίζω λοιπόν ότι το ερώτημα τού πώς θα χρησιμοποιήσουμε την πραγματικότητα της αποκάλυψής μας, καθώς και για ποιον σκοπό, έχει πια λυθεί. Πρώτα απ’ όλα βλέπουμε ότι αυτές οι δύο πλευρές του ερωτήματός μας είναι στην πραγματικότητα μια και μόνη, ότι υπάρχει μια μόνο πλευρά και ένα μόνο ερώτημα, ότι το ν’ απορούμε πώς είναι το ίδιο με το ν’ αρχίζουμε να ξέρουμε γιατί. Επειδή δεν υπάρχει επιλογή. Τις πρώτες στιγμές της απορίας μετά την αποδοχή της αποκάλυψης, θα μπορούσε αυτός ο τρόπος δράσης να δείχνει ότι υπόσχεται περισσότερα, ότι ακριβώς αυτός είχε ήδη συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές του, ότι επομένως υπήρχε θέμα δισταγμού και η πιθανότητα απώλειας μεταξύ ενός τρόπου που είχε ήδη αποδείξει την αξία του και ενός άλλου, λιγότερο σίγουρου ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο πράσινα βοσκοτόπια, στη νεφελοκοκκυγία και ακόμη πιο μακριά, ακριβώς επειδή ο υπονοούμενος κίνδυνος φαινόταν ν’ αποτελεί μια μεγαλύτερη αρετή κατά την αποδοχή του. Είναι όμως βέβαιο τώρα ότι αυτοί οι δύο τρόποι είναι ίδιοι, ότι τους έχουμε και τους δυο, τον κίνδυνο και την ασφάλεια, απλά και μόνο επειδή είμαστε ανθρώπινα πλάσματα υποκείμενα στις διακυμάνσεις του χρόνου, τη γήινη μοίρα μας. Έτσι ώστε αυτό το δεύτερο είδος ευτυχίας δεν είναι παρά μια πιο ολοκληρωμένη, μια υλοποιημένη εκδοχή εκείνου του ιδανικού πρώτου είδους, και πρέπει να εκτιμηθεί περισσότερο επειδή τα ώριμα πλέον περιγράμματά της εσωκλείουν τόσο την υπόσχεση όσο και την ντροπή της ανθρώπινής μας κατάστασης, την οποία για τον λόγο αυτόν συνεχίζουν να μεταλλάσσουν σε κάτι που είναι ένα αμάλγαμα και των δύο, το πιστό είδωλο της ιδεαλιστικής ιδέας που μας έκανε να πάρουμε τον δρόμο αυτόν, ένα είδωλο όμως που είναι πιο αληθινό από το πρωτότυπο, επειδή μας ταιριάζει περισσότερο και του οποίου τις λαμπερές προοπτικές μπορούμε να νιώσουμε και να κρατήσουμε στα χέρια μας, σφίγγοντας το ταξίδι πάνω μας σαν το ψωμί και το κρέας που άφησε στην άκρη του δρόμου για τον κουρασμένο ταξιδιώτη ένας ανώνυμος Καλός Σαμαρείτης – εμείς, ίσως, όπως έριχνε ψίχουλα ο Κοντορεβιθούλης στον δρόμο για να τον βοηθήσουν μέσα στο σκοτάδι να επιστρέψει, μόνο που αυτά τα πουλιά ως εκ θαύματος δεν τα έχουν πειράξει: είναι δικά μας. Το να το ξέρεις αυτό σημαίνει να μπορείς να χαλαρώσεις χωρίς κανέναν κίνδυνο να λιμνάσεις. Έτσι εξαλείφεται η δυσκολία να ζεις με το ξετύλιγμα του έτους, την προετοιμασία για την άνοιξη και κατόπιν για την ασύλληπτη γαλήνη του καλοκαιριού, την οποία ακολουθούν οι αναζωογονητικές αναρρυθμίσεις του φθινοπώρου και η δύσκολη και ποτέ πολύ επιτυχημένη δουλειά της προσαρμογής στον χειμώνα και στην προσέγγιση μιας άλλης χρονιάς. Με τον τρόπο αυτόν συντονιζόμαστε αυτόματα μ’ αυτές τις εξελίξεις και μπορούμε να τις ξεχάσουμε· αυτό που μετράει είμαστε εμείς και όχι τι μας κάνει ο χρόνος, ή μάλλον μετράει το τι κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Τι είναι αυτό; Η απορρόφηση του εαυτού μας κοιταγμένη απ’ έξω, όταν στην πραγματικότητα είναι αυτό που συμβαίνει μέσα μας – όλες αυτές οι κρυφάκουστες κουβέντες και εικασίες και οι θόρυβοι της μέρας καθώς σβήνει στην ηρεμία της νύχτας που μπορεί να είναι χαρούμενη ή αβυσσαλέα: αυτό δεν έχει σημασία από τη στιγμή που το έχουμε δεχτεί και το έχουμε βάλει μέσα μας για να είναι οι εσωτερικοί τοίχοι του δωματίου μας, ο τόπος όπου ζούμε. Και έτσι όλες αυτές οι αντικρουόμενες άσκοπες λεπτομέρειες μεταμορφώνονται σε κάτι ειρηνικό που περιβάλλει, σαν ταπετσαρία που θα μπορούσε να διακοσμηθεί με σκηνές ναυαγίων ή στρατιωτικά σύμβολα ή χάσκοντες ρωγμές στη γη, η οποία δεν έχει σημασία και μάλιστα μπορεί παραδόξως να εντείνει την αίσθηση ενός ειρηνικού σπιτίσιου εσωτερικού. Αυτός ο χώρος όμως δεν φτιάχτηκε μόνο για χρήση σε καιρό ειρήνης, αλλά και για δράση, για σχεδιασμένες επιθέσεις στην αδικία και τον τρόμο εκεί έξω, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να βγούμε έξω ή αντίθετα ότι τα σχέδιά μας θα παραμείνουν στο στάδιο των ονείρων ή των στρατών εν μέσω του πυρός: έχουμε μαζί μας τόσο το μέσα όσο και το έξω μας καθώς προχωράμε μεθοδικά προς μια επιχείρηση που θα μας αλλάξει σε κάθε επίπεδο, και που επίσης θ’ αλλάξει την ισορροπία της δύναμης της ευτυχίας στον κόσμο προς όφελος δικό μας και όλων των ανθρώπινων όντων στον κόσμο. Και πώς θα γίνει εφικτό αυτό; Ας υποθέσουμε χάριν επιχειρηματολογίας ότι η χιονοθύελλα για την οποία μίλησα νωρίτερα έχει συμβεί, γκρεμίζοντας την εύθραυστη διακόσμηση της ευτυχίας σου σαν ένα αχυρένιο σπίτι, ξαναβυθίζοντας εσένα και τον κόσμο σου στη γκρίζα λήθη στην οποία τσαλαβουτούσες σε όλη σου τη ζωή μέχρι τη μέρα που η ευτυχία σου σού δόθηκε σαν δώρο, σαν ανταμοιβή ή κάτι τέτοιο για το πολυκαιριασμένο, άκαρπο ταξίδι που το αποκαλούσες η ζωή σου, μόνο που τώρα φαινόταν ότι μόλις ξεκινούσε και την ίδια στιγμή είχες την εντύπωση ότι σταματούσε ή τελείωνε. Προφανώς τότε η ευτυχία έμελλε να ήταν μια σταθερή κατάσταση, αλλά μετά αντιλήφθηκες ότι ήταν ταυτόχρονα και σταθερή και κινητή, σαν μια σταθερή πηγή φωτός με ακτίνες να εκπέμπονται από αυτή και να συνδέονται ξανά μαζί της. Αυτό σού ταίριαζε πολύ, γιατί ανταποκρινόταν στις δίδυμες επιθυμίες σου να δρας και να είσαι σε ειρήνη με τον εαυτό σου και με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις έξω από σένα. Και τώρα αυτές έχουν επικρατήσει και πάλι και έχουν συντρίψει το εύθραυστο όνειρό σου για ευτυχία, έτσι που όλα φαίνονται δίχως νόημα. Κοιτάζοντας έξω τον απεγνωσμένο αλλά άψυχο κόσμο, νιώθεις ότι έχεις ξανακυλήσει στην κανονική κατάσταση των πραγμάτων, ότι αυτό που ένιωθες ακριβώς τώρα ήταν κάτι καινοφανές κι έτσι προορισμένο να εξαφανιστεί γρήγορα, με αποκλειστικό σκοπό να φωτίσει τη σκοτεινιά γύρω σου αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσεις την τρομερή έκτασή του, κάτι μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να καλύψει το μάτι και το μυαλό. Ο πειρασμός εδώ είναι να ξαναπάρεις στωική στάση, χρωματισμένη με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό παλαιότερων εποχών. Δεν είχε νόημα να φτάσεις στο σημείο αυτό, ούτε όμως, υποθέτεις, θα είχε νόημα και να το αποφύγεις. Είναι το ίδιο για σένα. Και γυρνάς την πλάτη σου στο παράθυρο σχεδόν με αίσθηση ανακούφισης για να θαφτείς ξανά στο έργο της τακτοποίησης των ανακατεμένων άχρηστων υπολειμμάτων στο καλάθι των πρόσφατων ημερών, χωρίς καμιά ελπίδα ολοκλήρωσης ή ακόμη και να σε νοιάζει αν αυτό θα γίνει ή όχι. Διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις από κει που σταμάτησες· οι λεπτομέρειες των πραγμάτων αλλάζουν και οι άκρες τους αιωρούνται μπροστά στα κουρασμένα μάτια σου· είναι αδύνατο να τις καταλάβεις έστω και στοιχειωδώς όπως έκανες άλλοτε. Κατανοείς ότι δεν μπορείς χωρίς εκείνη τη μοναδική απομονωμένη στιγμή που τώρα έχει ήδη γλιστρήσει τόσο βαθιά στο παρελθόν που μοιάζει με απλή σπίθα. Δεν μπορείς χωρίς αυτή και δεν μπορείς να την έχεις. Στο σημείο αυτό σε κατακλύζει υπνηλία σαν από απόλυτη κούραση και αδιαφορία· σ’ αυτή την αφύσικη, ονειρική κατάσταση τ’ αντικείμενα που σκεφτόσουν αποκτούν τη δική τους ζωή, καθ’ εαυτά και δι’ εαυτά. Σου φαίνεται ότι τα κρυφακούς και μπορείς να καταλάβεις την προσωπική τους γλώσσα. Δεν μιλούν καθόλου για σένα, αλλά λένε μεταξύ τους περίεργες προσωπικές ιστορίες για πράγματα που μπορείς μόνο κατά το ήμισυ να καταλάβεις, και άλλα πράγματα που έχουν νόημα μόνο για τα ίδια και είναι πέρα από κάθε είδους κατανόησης. Και αυτά με τη σειρά τους θα γνώριζαν άλλα σύνολα αντικειμένων, περιορισμένα στις δικές τους αντιλήψεις και στο όριο του εύρους ορατότητας εκείνων που τα συζητούν και τα ονειρεύονται. Ίσως επειδή ο χρόνος και ο χώρος γεμίζουν με αυτά έως το άπειρο και πιο πέρα· ή επειδή δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε κενό, παρά μόνο ατελείωτες λίστες με πράγματα που μπορεί να γνωρίζουν ή να μη γνωρίζουν το ένα το άλλο, η «θλιβερή ποικιλία της οδύνης». Και αυτή η μάταιη ποικιλομορφία σε βυθίζει σε μουδιαστική απόγνωση και κενότητα. Όλος ο κόσμος δείχνει βαμμένος με την ίδια μελαγχολική απόχρωση. Τίποτε σ’ αυτόν δεν μπορεί να εγείρει τα συναισθήματά σου. Ακόμη και ο ήλιος φαίνεται νεκρός. Και όλ’ αυτά επειδή υπέκυψες σ’ αυτό που έμοιαζε να είναι μια αθώα και εντελώς φυσική επιθυμία, να τα έχεις όλα δικά σου, ξεχνώντας ότι, όπως είναι ευρέως διαδεδομένη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πάνω σε καμιά ανθρώπινη βάση, επειδή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Επομένως ακόμη και να την αναλογιστεί κανείς είναι αμαρτία. Αλλά, θα πεις, σ’ αυτές τις πρώτες στιγμές… Μη σκοτίζεσαι γι’ αυτό τώρα. Πρέπει να τις ξεχάσεις. Το όνειρο που σου φανερώθηκε φευγαλέα ήταν ένα παράδοξο, και για τον λόγο αυτόν πρέπει να ξεχαστεί όσο γρήγορα γίνεται. Αλλά, συνεχίζεις να επιμένεις, είχε σημασία ακριβώς επειδή ήταν ένα παράδοξο και επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εδώ στη γη, με ανθρώπινους όρους· διαφορετικά θα το είχες ξεχάσει όσο γρήγορα ξεχνάς κάθε πρωινό όνειρο που κολλά πάνω σου λίγες στιγμές μόλις ξυπνάς, ώσπου οι ασυνέπειές του γίνονται κατάφωρες στο λογικό φως τής μέρας που απλώνεται και πάλι στη συνείδησή σου. Δεν επρόκειτο για κάποιο κακομαθημένο παιδί που ζητά κάτι από τη μητέρα του για πολλοστή φορά ή για παράκληση σ’ ένα αστέρι· ήταν μια νέα εναρμόνιση που υπήρχε και ήταν έτοιμη να λειτουργήσει. Και τώρα πάλι τα ίδια· οποιαδήποτε θαύματα, αν ξαναγίνουν, θα είναι ατελή, απλές δεξιοτεχνικές εκδηλώσεις δίπλα στην αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα εκείνου του άλλου, τόσο εκπληκτικά πραγματικού, όσο ένα νέο στοιχείο ή μια νέα διάσταση. Αυτά λοιπόν. Αν στ’ αλήθεια όμως ήταν τόσο πραγματικό όσο φαίνεται, τότε ήτανπραγματικό, και επομένως είναι πραγματικό. Όπως δεν μπορεί να προστεθεί ή ν’ αφαιρεθεί ύλη από το σύμπαν ή να καταστραφεί ενέργεια, έτσι και με κάτι πραγματικό, δηλαδή πραγματικό με την έννοια που το καταλάβαινες και το καταλαβαίνεις. Πότε θα συνειδητοποιήσεις ότι τα όνειρά σου έχουν αιώνια ζωή; Δεν εννοώ φυσικά ότι είσαι ένας αιθεροβάμων ονειροπόλος, αλλά ότι αυτά υπάρχουν πράγματι, έξω από σένα, χωρίς εσύ να χρειάζεται να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Ακόμη και αν κάνεις κάτι, δεν θα έχει σημασία. Και είναι πιθανό ότι πάντα θ’ αγνοείς την ύπαρξή τους· ούτε αυτό θα έχει σημασία γι’ αυτά βέβαια. Πρέπει όμως να προσπαθήσεις να συλλάβεις την αλήθεια αυτού του πράγματος: οτιδήποτε υπήρξε, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Το σκοτάδι που τώρα σε περιβάλλει δεν υπάρχει, επειδή ποτέ δεν είχε ανεξάρτητη ύπαρξη: το δημιούργησες εσύ από τη μελαγχολία και το μαρτύριο που ένιωσες. Φαίνεται αρκετά αληθινό για να σε κρύβει από το φως του ήλιου, αλλά η πραγματικότητά του είναι τόσο παραπειστική όσο μιας ψευδαίσθησης. Τα σύννεφα διαλύονται. Και τίποτε δεν έρχεται να πάρει τη θέση τους, να παρεμβληθεί ανάμεσα σε σένα και την πραγματικότητα που ονειρεύτηκες και η οποία έτσι είναι αληθινή. Αυτή η νέα εναρμόνιση οδηγεί ήδη τα βήματά σου και υποδεικνύει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρεις χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι, επειδή είναι αόρατη τώρα· εξακολουθεί να φαίνεται ότι έχει χαθεί, επειδή φυσικά δεν υπάρχει απτή απόδειξή της: αυτό συμβαίνει μια μόνο φορά, είναι αλήθεια. Τώρα όμως το να έχεις αφομοιώσει το μάθημα, το να έχεις συνέλθει από το σοκ που δεν μπορείς να τη θυμηθείς, το να ξεκινάς πάλι από την αρχή, δεν είναι κάτι καλό αυτό για σένα; Δεν χρειάζεται πλέον να θυμάσαι τους κανόνες, φαίνονται να φτάνουν σε σένα σαν θραύσματα μιας θαμμένης γλώσσας που κάποτε ήξερες. Είσαι σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού που μπροστά του άνοιξε το αδιαπέραστο δάσος και μετά οι πύλες του πύργου, χωρίς ο ίδιος να ξέρει γιατί. Το μόνο που θέλεις είναι να κάνεις μια παύση για να τα ξεδιαλύνεις όλ’ αυτά, αλλά αυτό είναι αδύνατο· κινείσαι υπερβολικά γρήγορα για να διακοπεί η ορμή σου. Πώς θα εξελιχθούν όλ’ αυτά; Ποιο θα είναι το τέλος; Αυτές όμως είναι ερωτήσεις του αδαή αρχάριου, τις οποίες έχεις ήδη ξεχάσει. Σκέφτεσαι τώρα μόνο με τους όρους της ταχύτητας με την οποία προχωράς και την οποία ρουφάς σαν οξυγόνο· έχει γίνει το στοιχείο στο οποίο ζεις και το οποίο είσαι. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. 

Κι έτσι, αδιαφορώντας για τα πάντα, έχεις και πάλι τον έλεγχο των πραγμάτων.  Ήσουν λίγο δύσπιστος για το αποτέλεσμα, αλλά αποφάσισες να το δοκιμάσεις παρ’ όλα αυτά. Ποιος μπορούσε να πει τι θα γινόταν; Δεν βοηθούσε ν’ ασχοληθείς και πολύ μ’ εκείνες τις ιδανικές μορφές ευτυχίας που σε στοίχειωναν από την κούνια και είχαν τώρα αυτοοριοθετηθεί σχεδόν μέσα σ’ έναν παροξυσμό· θα μπορούσαν να εκχωρηθούν στις γωνίες και τις τρύπες του μυαλού σου, αφού δεν είχε σημασία αν φαίνονταν, αρκεί να μην τις έχανες από τα μάτια σου. Αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν να ξεκινήσεις τις δουλειές σου ή να επιστρέψεις στην καθημερινή ζωή με όλα τα κουραστικά μηχανικά προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Και ακριβώς εδώ ήταν που η φιλοσοφία κατέρρευσε παντελώς και αχρηστεύτηκε. Πώς να αντιμετωπίσεις τις νέες καταστάσεις που προκύπτουν κάθε μέρα σε δέσμες ή συστάδες και οι οποίες αντιστέκονται στην κατηγοριοποίηση, σε σημείο που κάθε λογική προσπάθεια αντιμετώπισής τους είναι καταδικασμένη από την αρχή; Και συγκεκριμένα, πώς να χειριστείς αυτή που αντιμετωπίζεις τώρα, η οποία μάλλον σε συνόδευε από πάντα· έχει άλλο όνομα τώρα και διαφορετικό βιογραφικό· οι ιδιότητές της συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται διαφορετική απ’ όλα όσα έχουν προηγηθεί, αλλά στην πραγματικότητα είναι η ίδια παλιά έκπληξη με την οποία έχεις πάντα ζήσει. Ξέχνα τις λεπτομέρειες ονομάτων και τόπων, ξέχνα επίσης τ’ αρχέτυπα και τις έννοιες που σε κατατρέχουν και που αποτελούν μέρος της τυπικής γήινης κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι όσο και κείνες οι άλλες: ούτε η έννοια ούτε η κατάσταση των πραγμάτων που συνάγεται λογικά από αυτήν θα σε βοηθήσει πολύ τώρα. Αυτό που απαιτείται είναι η ικανότητα να μπαίνεις στην πολυπλοκότητα της κατάστασης σαν στην πραγματικότητα να μην ήταν καθόλου καινούρια, και που δεν είναι, καθώς περνάς το κατώφλι του λαβύρινθου. Εδώ βρίσκει κανείς αιφνίδια τη διαίσθησή του προσαρμοσμένη στις ανάγκες του νέου απαιτητικού συνδρόμου· κάθε δοκιμασία ξεπερνιέται άψογα, σαν σε όνειρο, και η περίπλοκη ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται από τις διχασμένες θελήσεις και ενέργειες των πολλών που σε περιβάλλουν είναι παιχνιδάκι για σένα. Αναλαμβάνεις όλους όσους καταφτάνουν, αλλά δεν γνωστοποιείς την παρουσία σου. Αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό να διεισδύσεις όσο γρήγορα γίνεται στα γόρδια περιγράμματα του υγρού, άγονου βάλτου (ή έτσι τουλάχιστον μοιάζει για την ώρα), χωρίς να ξεστομίσεις ούτε μια συλλαβή· να ζήσεις στον λαβύρινθο αυτόν που φαίνεται να κατευθύνει τα βήματά σου, αλλά στην πραγματικότητα εσύ είσαι αυτός που δημιουργεί το σχήμα του, αποτολμώντας μια νέα, φανταστικά δύσκολη τακτική, της οποίας η επιτυχία όμως είναι εγγυημένη. Το ξέρεις αυτό. Αλλά θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να μπορέσουν οι συνηθισμένες διαβεβαιώσεις να γίνουν αισθητές στην παράξενη, αποκλεισμένη κατάσταση που βρίσκεσαι τώρα. Μπορείς επίσης να τις ξεχάσεις και ν’ αφεθείς στη μυστική ανάπτυξη που έχει επικρατήσει. Τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει, κι έτσι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς γι’ αυτή ή και να τη σκέφτεσαι ακόμη.

Πώς κινούμαστε στη μικρή, αεριζόμενη κατάστασή μας, πόσο ευρύχωρη φαίνεται! Υπάρχουν τόσα να κάνουμε τελικά, τόσο πολλοί άνθρωποι να είμαστε μαζί, και μας αρέσουν όλοι. Αλλά στο μεταξύ ο μικρός μας χώρος δείχνει να κινείται αντίθετα με μας, παρασύροντάς μας προς τα πίσω. Φτάσαμε ως εδώ που βρισκόμαστε ακολουθώντας τη συμβουλή κάποιου, και μερικές φορές φαίνεται σαν να ήταν η λάθος συμβουλή. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα βοηθούσε να το συνειδητοποιήσουμε, επειδή έχουμε τελειοποιήσει τα πιο βασικά στοιχεία που γεννά η παρούσα κατάστασή μας και βρισκόμαστε τεχνικά στην ίδια θέση με άλλους διαφορετικής καταγωγής, οι οποίοι μας συναντούν και συναναστρέφονται μαζί μας. Ένα σημάδι γι’ αυτό είναι ότι κανείς δεν κάνει παρατηρήσεις για το πόσο περασμένη είναι η ώρα, γιατί όλοι πιστεύουμε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο όπου τέτοιες λεπτομέρειες δεν μετράνε πια· πιστεύουμε ότι είμαστε απρόσβλητοι από τον χρόνο, επειδή είμαστε «εκτός» του. Γνωρίζουμε όμως αμυδρά ότι η γαλήνη που έχουμε κατακτήσει τρέχει προς τα εμπρός γρηγορότερα από ποτέ, προς τη συνάντησή της με το διεισδυτικό παρελθόν· το γνωρίζουμε αυτό και τού γυρνάμε την πλάτη για να καταφύγουμε σε όνειρα, όπου και κει δεν είναι όλα ακριβώς καλά, στα οποία φτάνουμε στο απόγειο των επιδιώξεών μας να βρούμε τη μάζα από κάτω μας διάτρητη και γεμάτη κενά, και ωστόσο υπάρχει χώρος στην κορυφή για να τριγυρνάμε εκεί· θα μπορούσε σχεδόν να χαρακτηρισθεί όαση. Αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, το θέμα με την όαση είναι ότι όλη η έρημος πρέπει να γίνει μια τέτοια για να μπορέσουν οι εξωτικές θεωρίες της να μας ωφελήσουν, όμως ακόμη κι αυτό δεν θα ήταν αρκετό, γιατί τότε θα είχαμε υπερβολική αντίθεση με το συνηθισμένο εύκρατο κλίμα που οδηγεί σ’ αυτή. Ωστόσο μπορεί κανείς μια χαρά να ζει και ν’ απολαμβάνει τους καρπούς των σημαντικών κόπων του να φτάσει στο μέρος αυτό που θα μπορούσε να είναι το τέλος του κόσμου με την καθόλου δυσμενή έννοια· υπάρχουν τα ίδια πράγματα να δεις και ν’ αφήσεις να σε περιβάλλουν, αν και λιγότερα· αυτό που έχει κανείς είναι ποιότητα σε αντίθεση προς την ποσότητα. Μπορεί όμως η μια να υπάρχει χωρίς την άλλη; Οι σκέψεις αυτές μας καταπιέζουν στον κοινωνικό κόσμο που έχουμε χτίσει γύρω μας, ιδιαίτερα η σκέψη των άλλων εκείνων άπειρων κόσμων επί κόσμων· και όταν κανείς εξετάζει πραγματικά τον κόσμο του στο πιο σκληρό φως των δυνατοτήτων του για ευτυχία, διαπιστώνει ότι δεν είναι παρά σκέτη καταστροφή. Υπάρχει ωστόσο αέρας ν’ αναπνέει. Μπορεί τουλάχιστον κανείς να μείνει εδώ για λίγο, ελπίζοντας να έρθουν περισσότερα και καλύτερα πράγματα στο μέλλον. 

Έτσι έχουν τα πράγματα. Για πολλές εβδομάδες εξερευνούσες αυτό που φαινόταν να είναι ένας επωφελής τρόπος δράσης. Ανακάλυψες ότι υπήρχε μια διακλάδωση στον δρόμο, οπόταν ακολούθησες πρώτα αυτή που φαινόταν λιγότερο υποσχόμενη, ή οπωσδήποτε την πιο προφανή, από τις δυο κατευθύνσεις, ώσπου ένιωσες ότι είχες μια καλή εικόνα για το πού οδηγούσε. Έπειτα επέστρεψες για να ερευνήσεις τον πιο πολύπλοκο δρόμο, και για ένα διάστημα οι περιπλοκές του έδειχναν να σου υπόσχονται έναν πιο πολυσύνθετο και επομένως πιο πρακτικό στόχο, έναν στόχο που θα μπορούσε να επιλεγεί με πολλούς τρόπους, ώστε όλες οι όψεις ή οι εφαρμογές του να μπορούν να εξεταστούν εξονυχιστικά. Και κάνοντάς το αυτό άρχισες να συνειδητοποιείς ότι οι δύο κατευθύνσεις ενώνονταν και πάλι, πέρα μπροστά· ότι αυτό το μέρος της ένωσης ήταν πράγματι το τέλος, και ότι ήταν το ίδιο μέρος από το οποίο ξεκίνησες, του οποίου το ανυπόφορο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας σ’ έβαλε στον δρόμο που τώρα έχει κάνει τον κύκλο του. Ήταν ένα συναρπαστικό παζλ, αλλά στο τέλος όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους, όπως σε μια ιστορία με φαντάσματα που αποδεικνύεται ότι έχει μια απόλυτα λογική εξήγηση. Δεν μένει τίποτε άλλο παρά ν’ αρχίσεις να ζεις μ’ αυτήν την ανακάλυψη, δηλαδή χωρίς την ελπίδα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Ακόμη και αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, επειδή ο μειωμένος τρόπος λειτουργίας ή το μειωμένο εύρος πρέπει επίσης να τρέφεται από μια μορφή ελπίδας ή από μια ελπίδα που δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Πρέπει κανείς να κινείται πολύ γρήγορα για να μένει στο ίδιο μέρος, όπως είπε η Κόκκινη Βασίλισσα, και ο λόγος είναι ότι όταν έχεις αποφασίσει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από το να μένεις ακίνητος, θα πρέπει ακόμη να μάθεις ν’ αντιμετωπίζεις την ορμητική παλίρροια του χρόνου και όλα τα δυσνόητα φαινόμενα που φέρνει στο πέρασμά του, μερικά από τα οποία μοιάζουν εντελώς με τις ημιτελείς αλλά φαινομενικά διασώσιμες καταστάσεις της πραγματικότητας σε σύγκρουση με τον εαυτό της, πράγμα που αρχικά σ’ έκανε ν’ ανησυχείς, ν’ αρχίσεις ν’ ασχολείσαι νευρικά με διάφορα μη πρακτικά σχέδια που στο τέλος, όπως φάνηκε, μειώθηκαν οριστικά στο μηδέν. Δεν μπορούν όμως, όπως ακριβώς και η φυσική ύλη, ν’ αποβληθούν από το σύστημα και η φύση τους, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής τους, θα παραμείνει ανολοκλήρωτη, αναζητώντας την ολότητα. Έτσι που τώρα παρουσιάζονται δύο πολύ διαφορετικές και πιο δυσοίωνες επιλογές: αυτή τού να μείνεις εκεί που είσαι και να διακινδυνέψεις επερχόμενη καταστροφή στα χέρια αυτών των ανέντιμων συμβούλων των πολλών απόψεων ή να παρασυρθείς απ’ αυτούς σ’ ένα παρελθόν βουτηγμένο στη νοσταλγία, του οποίου η γλυκύτητα καίει σαν χολή. Και αυτό είναι μια επιλογή που πρέπει να κάνουμε. 

Όπως ένας χαμένος σκύλος στην άκρη ενός πεζοδρομίου πλησιάζει δειλά έναν περαστικό πρώτα και μετά έναν άλλον, μη ξέροντας τι να ζητήσει, κάνοντας μερικά αμήχανα βήματα προς μια κατεύθυνση και μετά ξαφνικά στρέφεται προς μια άλλη προτού μπορέσει να εξακριβώσει ποια υποδοχή μπορούσε να έχει η βουβή του παράκληση, χαμένος, παραξενεμένος, γεμάτος ντροπή, έτοιμος να ξαναβουλιάξει στην εσωτερική του σύγχυση στην πρώτη επαφή με τον έξω κόσμο, έτσι και οι φιλοδοξίες σου, ψυχή μου, σ’ αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο που είναι ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος της ζωής. Τι πιστεύεις ότι θα κερδίσεις με το να στέκεσαι μόνο εκεί και να δείχνεις ανήσυχος, ενώ η παλίρροια της ανθρωπότητας κινείται συνεχώς σαρωτικά προς τα εμπρός, προς κάποιον στόχο με τον οποίο, όπως όλα της δείχνουν, γνωρίζεται τόσο καλά, όσο εσύ με τα αιχμηρά προβλήματα που σε ταλαιπωρούν από κάθε μεριά; Πιστεύεις πραγματικά ότι αν καταφέρεις να φανείς αρκετά αξιολύπητος κάποιος ευγενικός άγνωστος θα σταματήσει να ρωτήσει το όνομα και τη διεύθυνσή σου και μετά θα σε οδηγήσει με ασφάλεια ακριβώς στην πόρτα σου; Όχι, δεν νομίζω ότι σε ταλαιπωρεί αυτό το είδος εικασίας, όμως πάλι αυτή η στάση σου του αξιολύπητου εγκαταλειμμένου, αυτό το εξεταστικό βλέμμα που τρέχει ανήσυχα από τη μια πλευρά στην άλλη σαν να θέλει ν’ αποτρέψει ένα χτύπημα – αυτά δεν συνηγορούν για σένα, παρόλο που ξέρουμε και οι δυο ότι είσαι ένας πολύ ακέραιος χαρακτήρας, πολύ υπεράνω των φθηνών προσπαθειών που παίζουν με τα συναισθήματα των άλλων. Και δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τους πεις ότι η συγκινητική μελαγχολία του βλέμματός σου δεν είναι προϊόν αυτοοικτιρμού, αλλά διαυγούς προσπάθειας να καταλάβεις τη θέση σου στο ορμητικό ρεύμα της κυκλοφορίας που ρέει ασταμάτητα από ορίζοντα σε ορίζοντα σαν σκοτεινό ποτάμι. Εμείς ξέρουμε ότι η στάση που συμβαίνει να παίρνεις για να σε δει ο κόσμος δεν έχει καμιά σημασία για σένα, θα μπορούσε εξίσου εύκολα να είναι κάποια άλλη, χαρούμενη ή υπεροπτική και αυταρχική ή οποιαδήποτε άλλη. Μόνο που έτυχε να έχεις αυτό το βλέμμα καθώς έφτανες στο τέλος της μελέτης του δρόμου που σου απέμενε ανοιχτός, και αυτό «πάγωσε» πάνω σου, όπως ακριβώς σε προειδοποιούσε η μητέρα σου όταν ήσουν μικρός. Και τώρα αυτό είναι το πρόσωπο που δείχνεις στον κόσμο, το πρόσωπο της προσδοκίας, όσο παράξενο και αν φαίνεται. Ίσως ο Τσάιλντ Ρόλαντ να είχε ένα τέτοιο βλέμμα καθώς πλησίαζε στον Σκοτεινό Πύργο, όλη του η ενέργεια συγκεντρωμένη στη συνάντηση με τον Βασιλιά της χώρας των Ξωτικών, αρκετά σίγουρος για το νικηφόρο αποτέλεσμα, αλλά όχι τόσο ώστε αυτό να σβήσει τις πρόωρες ρυτίδες έγνοιας από το χλωμό και δακρυσμένο του πρόσωπο. Ίσως τελικά έχει να κάνει με το ότι δεν θέλεις να εξοργίσεις κανέναν, ειδικά τώρα που φαίνεται να πλησιάζει η στιγμή της δικής σου συνάντησης. Μπορείς να το νιώσεις σε κάθε σου πόρο μέσα στην ξαφνική σιωπή που πέφτει πάνω στη βοή του πολυσύχναστου δρόμου και στο ασυνήθιστο σκοτάδι στον ουρανό, παρόλο που δεν φαίνονται κάποια σύννεφα. Η τρισάθλια πρόωρη άνοιξή σου έχει επιτέλους μεταμορφωθεί σε κάτι αληθινό, επιβεβαιωμένο από το ημερολόγιο, αλλά τι λυπημένο βλέμμα που έχει, ιδιαίτερα μετά το αισιόδοξο ξεκίνημά της που τώρα φαίνεται ν’ ανήκει στο βαθύ παρελθόν. Ο αέρας είναι υγρός και σχεδόν μαύρος, και με τσουχτερή ψύχρα· τα πέταλα της μαγνόλιας ισιώνουν και πέφτουν το ένα μετά το άλλο στη μισοπαγωμένη λάσπη στο έδαφος, όπου μόνο μερικοί βλαστοί από άρρωστο πράσινο χορτάρι έχουν καταφέρει να σηκώσουν το κεφάλι τους. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εκπλήσσει, μάλιστα ανακουφίζει και κάπως, και είναι καλύτερα από την τρομερή συνέχεια που έδειχναν να υπόσχονται εκείνες οι πρόωρες στιγμές, κατακλυσμούς αντί για τη δυσοίωνη ησυχία που τώρα καλύπτει τα πάντα. Και ποιος θα έλεγε ότι αυτή η σιωπή δεν είναι ακριβώς εκείνη που ζήτησες για να μπορείς να μιλάς; Ίσως φαίνεται δυσοίωνη, επειδή απλά επικεντρώνεται τόσο έντονα σε σένα και σε ό,τι έχεις να πεις.

«Ό,τι υπήρξε, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει» – αυτές οι λέξεις σε ξαναβρίσκουν τώρα, αν και σε διαφορετική κλίμακα, μετατοπισμένες από ένα μείζον σ’ ένα έλασσον κλειδί. Είναι όμως οι ίδιες λέξεις όπως πριν. Η σημασία τους είναι η ίδια, μόνο εσύ έχεις αλλάξει· τα βλέπεις όλα από μια διαφορετική σκοπιά, ίσως ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο επακριβή από την προηγούμενη, αλλά σε κάθε περίπτωση αναγκαία, χωρίς αμφιβολία, για να επιτευχθεί το τέλειο αποτέλεσμα. Βλέπουμε τα πάντα τώρα. Αυτό που έχουν καταφέρει οι πράξεις μας και οι συνέπειές του για εμάς. Και δεν είναι πια κάτι ανώνυμο, αλλά κάτι πλήρες χρωμάτων και ενδιαφέροντος, ένα ιστορικό δράμα της ζωής μας, με την τελευταία πράξη στο ασαφές μέλλον ακόμη, ώστε να μην μπορούμε να πούμε τελικά αν πρόκειται για κωμωδία ή τραγωδία, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι είναι γεμάτο δράση και ουσία ζωής. Σίγουρα όλη αυτή η ζωή που ζούμε και που είναι δική μας είναι κατά κάποιον τρόπο καλή, αν και δεν μπορούμε να πούμε γιατί· ξέρουμε μόνο ότι η συμπάθειά μας έχει βαθύνει, έχει επισπευσθεί από το εφορμητικό θέαμα, σε βαθμό που είμαστε σαν θεατές που συρρέουν στη σκηνή για ν’ απορροφηθούν από το έργο, αν και γνωρίζουμε πάντα ότι αυτό είναι αδύνατο, και ότι οι ηθοποιοί συνεχίζουν να λένε τα λόγια τους σαν να μην ήμασταν εκεί. Και όμως πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί τελικά να είναι δυνατό· αυτή είναι η στιγμή που κοινό και ηθοποιός και συγγραφέας και σκηνοθέτης σμίγουν χαρούμενα όλοι μαζί και γίνονται ένα, καθώς η αυλαία πέφτει για τελευταία φορά και τους χωρίζει από το μισοάδειο θέατρο. Όταν αυτό συμβαίνει – αλλά δεν έχει νόημα να ερευνήσουμε και αυτό. Η αποθέωση δεν σε γοήτευε ποτέ, μόνο εκείνες οι λιγοστές στιγμές στην προτελευταία πράξη, όταν όλα ξαφνικά ξεκαθαρίζουν για μια στιγμή για να ξαναβυθιστούν στη μισοαφάνεια πριν από την τελική ανάφλεξη που επιβεβαιώνει απλά την αλήθεια όσων με σαφήνεια είχαν διατυπωθεί πολύ πριν. Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ένδειξη ότι αυτή η στιγμή πλησιάζει.

Μόνο που η σιωπή συνεχίζει να εστιάζει πάνω σου. Ποιος είμαι τελικά, λες με απόγνωση για άλλη μια φορά, που μου αξίζει τόση προσοχή από την πλευρά του σύμπαντος· τι νομίζει ότι θα πάρει από μένα που δεν το έχει ήδη; Ξέρω επίσης ότι η σολιψιστική μου προσέγγιση είναι εντελώς λανθασμένη και ανόητη, ότι το σύμπαν δεν μ’ ακούει περισσότερο απ’ όσο ακούγεται η θάλασσα μέσα σε κοχύλια. Όμως δεν είμαι παρά ένας βουβός παρατηρητής – δεν φταίω εγώ που μπορώ πράγματι και παρατηρώ πώς όλα γύρω μου περιμένουν μόνο να σηκωθώ και να πω τη λέξη, όποια κι αν είναι αυτή. Και σίγουρα ακόμη και τα μάτια του αγαπημένου σου είναι καρφωμένα πάνω σου σαν ν’ αναρωτιούνται «Τι θα κάνει αυτός τη φορά αυτή;» Και αυτά τα μάτια, όπως και τα δέντρα και οι ουρανοί που σε περιβάλλουν, είναι γεμάτα δέος, περιμένοντας αυτή τη λέξη που πρέπει να έρθει από σένα και που δεν έχεις μέσα σου. «Τι θα πω τώρα;» Καθώς όμως συνεχίζεις να κοιτάς αμήχανα τα μάτια του αγαπημένου σου, μιλώντας για άσχετα πράγματα, αντιλαμβάνεσαι έναν αόρατο ιστό που συνδέει τα μάτια αυτά με σένα και συγχρόνως τους δύο σας με την ατμόσφαιρα αυτού του δωματίου που οδηγεί σε σένα μετά τις παραξενιές του εξωτερικού χώρου. Συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι μιλούσες για πολλή ώρα χωρίς ν’ ακούς τον εαυτό σου· πρέπει να το έχεις πει εδώ και πολύ καιρό χωρίς να το ξέρεις, γιατί όλα στο δωμάτιο είναι πάλι πίσω στη γνωστή τους θέση, μόνο που αυτή τη φορά είναι οργανωμένα σύμφωνα με τις αόρατες οδηγίες που εκπέμπονται και από τους δυο σας, σαν τους νόμους που διέπουν ένα βασίλειο. Τώρα υπάρχουν τόσο πολλά να πείτε που φαίνεται ότι κανένας από τους δυο σας δεν θα σταματήσει ποτέ να μιλά. Και η λέξη στην οποία όλα βασίζονταν είναι θαμμένη πίσω εκεί· με κοινή συναίνεση κανένας από τους δυο σας δεν την εξέτασε όταν είχε ειπωθεί και είχε οδηγηθεί βιαστικά στον τελικό τόπο αναπαύσεώς της. Αυτή οργανώνει, οι οδηγίες εκπέμπονται από το σύστημα ελέγχου της; επομένως είναι καλό να υπάρχει άγνοια για το τι είναι, καθώς τα αποτελέσματά της μπορούν να γίνουν γνωστά με πολύ προσωπικό τρόπο, να εκτιμηθούν γι’ αυτό που είναι· είναι τότε καλύτερα η θαμμένη λέξη να παραμείνει θαμμένη, γιατί ήμασταν προορισμένοι μόνο να εκτιμούμε τους καρπούς της και όχι τη μυστική αρχή που τους ενεργοποιούσε – τέτοια γνώση θα ήταν κάτι υπερβολικό. Στο μεταξύ είναι δυνατό να γνωρίζουμε αρκετά, και αυτά είναι τα μόνα που θα έπρεπε να γνωρίζουμε και για τα οποία έχουμε προσπαθήσει πολύ όλη μας τη ζωή. Πρέπει να τα διαβάζουμε αυτά σε φυσικά πράγματα: στα κουτάλια και στα λιγδιασμένα τραπέζια στο δωμάτιο αυτό, στα ξύλινα ράφια, στο γεμάτο μύγες ταβάνι που γίνεται ένα με την κατήφεια – πράγματα καλά και χαρούμενα, παρ’ όλα αυτά, που μας λένε λίγα για τον εαυτό τους και περισσότερα για μας από όσο είχαμε ποτέ φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε. Έχουν γίνει η ύφανση της ζωής. 

Ώσπου, συνηθισμένος στις απογοητεύσεις, μπορείς κι επιτρέπεις στον εαυτό σου να ορίζει και να ορίζεται από κείνα τα νήματα ή τις εκπορεύσεις που συνδέουν τα πάντα, δεν έχεις εξορκίσει πλήρως τον δαίμονα της αμφιβολίας που σε θέτει σε κίνηση σαν κουνιστό αλογάκι που δεν μπορεί να σταματήσει να κουνιέται. Μπορεί να έχεις κερδίσει λίγους πόντους εκεί που για πρώτη φορά έκανες τα λιγοστά αυτά βήματα (όχι πάνω από τρία κατά πάσα πιθανότητα), όταν για πρώτη φορά συνειδητοποίησες το τεράστιο μέγεθος της επιλογής μεταξύ δύο ειδών αλληλοαποκλειομένων καθολικών ευτυχιών. Και συνειδητοποίησες επίσης ότι είναι λάθος να μηρυκάζεις αιωνίως και να επαναλαμβάνεις αυτά τα μοιραία βήματα, σαν χαλασμένος προβολέας ταινιών που δείχνει συνέχεια το ίδιο κομμάτι ταινίας – το συνειδητοποίησες αυτό όταν πια ήσουν μακριά από κείνη την εμπειρία που είχε όντως αρχίσει να παίρνει την αλλόκοσμη παραδοξότητα παλιάς φωτογραφίας. Έβγαλες κραυγή στην έρημο και σωριάστηκες μέσα σου, αδιαφορώντας για τις πορείες των εποχών και των πλανητών στις τροχιές τους, και πέθανες για πρώτη φορά. Και τώρα που έχεις αναδυθεί από τον τάφο σαν τον Λάζαρο με τη βοήθεια σκοτεινών θαυματουργών δυνάμεων εκπλήσσεσαι που η γη δεν είναι καλύτερη από αυτή που άφησες πίσω σου, που τα πράγματα όλα δεν έχουν αυτοτελειοποιηθεί ακόμη όπως εσύ πιστεύεις ότι έχεις κάνει με το να πεθάνεις και να ξαναζωντανέψεις μέσα στην αβέβαιη δόξα της μέρας αυτής στις αρχές της άνοιξης. Δεν μπορείς να ξεπεράσεις το γεγονός ότι οι συζητήσεις ακούγονται το ίδιο πάντα, ότι τα σύννεφα της δυστυχίας εξακολουθούν να παραμένουν στο αόρατο δίχτυ που μαζεύεται γύρω από τα πάντα, ενώνοντάς τα σ’ έναν σταθερό σκοπό, καθώς κάνει κάθε μεμονωμένο πράγμα να διογκώνεται πιο φωτεινά και πιο σκοτεινά ταυτόχρονα, αναδεικνύοντας τη φύση της πραγματικής του ύπαρξης. Αλλά το θαύμα εδώ είναι ότι έχεις επιστρέψει όχι στην υπερφυσική λάμψη τ’ ουρανού, αλλά στο συνηθισμένο φως της μέρας που γνώριζες τόσο καλά πριν χαθεί από τη θέα σου, και το οποίο συνεχίζει να σ’ εμπλουτίζει καθώς διαποτίζει και σένα και τα αγέραστα υπάρχοντα του μυαλού σου, τη φαντασία σου, τη δειλή πρώτη αγάπη και την ήσυχη αποδοχή της εμπειρίας στην αναζωογονητική της παλίρροια. Και το θαύμα δεν είναι ότι έχεις επιστρέψει – πάντα ήξερες ότι θα επέστρεφες – αλλά ότι τα πράγματα έχουν παραμείνει ίδια. Η μέρα δεν έχει προχωρήσει πολύ: ακόμη προσφέρει μισοσοβαρά με το ένα χέρι την υπόσχεση που τσεπώνει με το άλλο, και εναπόκειται σε σένα πάντα ν’ αδράξεις την ευκαιρία, να ριχτείς στη μάχη, να μην σε ορίζουν οι βάναυσες, αν και ανθρώπινες, ιδιοτροπίες της. Αυτός που κάθεται απέναντί σου και σου έκανε μια ερώτηση περιμένει ακόμη απάντηση· δεν έχει ακόμη βρει τον δισταγμό σου ασυνήθιστο, αλλά είναι στο χέρι σου να τον γραπώσεις με τα δύο χέρια, να τον αποσπάσεις από τον συνδετικό του ιστό και να τον τρίψεις για να φύγει η βρομιά που έχει θολώσει τη λάμψη του, ώστε να τού τον αποκαταστήσεις, την παύση εκείνη που είναι η απάντηση που περιμένατε και οι δυο σας. Όταν ήταν νέα μπορούσε ο καθένας να μιλήσει γι’ αυτή, αλλά μετά από χρόνια αδράνειας και δικής σου αμέλειας έχει αμαυρωθεί και έχει γίνει αγνώριστη. Χρειάζεται μια νέα φωνή να την αφηγηθεί, διαφορετικά θα φαίνεται απλά σαν μια ακόμη αμήχανη παύση σε μια συζήτηση που αποτελείται κυρίως από παρόμοιες, και δεν θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει ποτέ τις δυνατότητές της ως καταλύτης, στρέφοντάς σε τόσο στον εαυτό σου μέσα, όσο και προς τα έξω, προς το κρυστάλλινο εκείνο βλέμμα που είναι το στήριγμα των ημερών και των νυχτών σου τόσο καιρό τώρα. Προς το παρόν μόνο εσύ την ξέρεις γι’ αυτό που είναι, αλλά καθώς συνεχίζεις να τη στηρίζεις, κάποιοι άλλοι θ’ αρχίσουν ν’ αντιλαμβάνονται την αληθινή της φύση, ώσπου τελικά θα γίνει η μικρότερη απόσταση μεταξύ των στόχων των δικών σου και των αγαπημένων σου, το μόνο ανθρώπινο έδαφος που μπορεί να θρέψει τις ελπίδες και τους φόβους σου ώστε να γίνουν το δέντρο της ζωής που είναι τόσο μεγάλο όσο το σύμπαν, το οποίο γεμίζει πλήρως με τη θετική του ιδέα για ανάπτυξη και αυξανόμενο έλεγχο. Επιτρέπεται έτσι να ξεκουραστείς λίγο εδώ στην παύση αυτή που μόνος σου ανακάλυψες: λίγη ανάπαυση δεν θα κάνει κακό στο στάδιο αυτό· στο μεταξύ μη φοβάσαι ότι όταν θα μιλήσεις και πάλι θα ξαναζωντανέψει όλη η σκηνή σαν να την ελέγχουν αόρατες μηχανές. Δεν απομένουν πολλά να κάνεις εκτός από το να περιμένεις προσδοκώντας την αναπόφευκτη απάντησή σου. 

Αναπόφευκτη, αλλά αναβάλλεται τόσο συχνά. Ολόκληρες περίοδοι της ιστορίας αναδύθηκαν στα κενά που άφησαν αυτές οι παύσεις, δυναστείες, επιδρομές βαρβάρων και ούτω καθεξής, έως το στάδιο της χλόης και των θραυσμάτωνκαι ωστόσο η απάντηση καθυστερεί προσωρινά. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων μια σκέψη περιέβαλλε τα πάντα σαν τον γαλάζιο ουρανό της ιστορίας: ότι πράγματι ήταν αυτή ακριβώς και καμιά άλλη. Όσο συμβαίνει αυτό οτιδήποτε άλλο μπορεί ν’ ακολουθεί τον δρόμο του, ο χρόνος μπορεί να εισρέει στην αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο σαν δέλτα κοίτασμα, η βεντάλια του οποίου διευρύνεται και διευρύνεται και είναι η ζωή μου, ο χρόνος που παίρνω· σηκωνόμαστε το πρωί και φυσάμε μισοπεθαμένα κάρβουνα, ίσως για τελευταία φορά· τα μαλλιά μου είναι άσπρα και ανακατωμένα και σχεδόν δεν αναγνωρίζω το πρόσωπό μου πια, όμως τίποτε από όλ’ αυτά δεν έχει σημασία, όσο η απάντησή σου τα τυλίγει όλα μαζί, ο διάφανος άξονας αυτού του ιδιαίτερου κεφαλαίου της ιστορίας. Φαίνεται ότι το γαλάζιο τ’ ουρανού είναι λίγο πιο χλωμό κάθε πρωί, όπως συμβαίνει προς το τέλος κάθε εποχής, όμως κανείς δεν θέλει να κινείται βιαστικά, αλλά να συνεχίζει αυτή τη μισοάγρια, μισοποιμενική ύπαρξη, ώσπου μια μέρα ακούγεται η αδιαμφισβήτητη ξερή αλλά βαθιά προφορά:

«Περίμενες πάρα πολύ. Και τώρα θ’ ανταμειφθείς με την προσοχή μου. Να είσαι σίγουρος: θα σου φαίνεται μάλλον σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε· τίποτε δεν θα φανερώνουν οι εξωτερικές λεπτομέρειες της ζωής σου και κάθε νύχτα θα σέρνεσαι κουρασμένος και οργισμένος στο κρεβάτι. Να ξέρεις όμως ότι ακούω. Από τώρα και στο εξής η αόρατη γενναιοδωρία της ανησυχίας μου θα είναι εκεί για να σου κρατά συντροφιά, και καθώς ωριμάζεις θα ελευθερώνει περισσότερο από τον ίδιο χώρο για σένα, ώστε τελικά όλη η επικράτειά σου να γίνει δικαιωματικά δική σου και πάλι.» 

Ξέρω τώρα ότι δεν περιμένω πια, και ότι το προηγούμενο μέρος της ζωής μου, στο οποίο νόμιζα ότι περίμενα κι επομένως δεν ήμουν παρά μισοζώντανος, δεν περίμενα, αν και ήταν χρωματισμένο με προσδοκία, αλλά ζούσα κάτω από και μέσα σ’ αυτήν την απάντηση που έκανε ξαφνικά τα πάντα στον κόσμο μου ν’ αποκτήσουν νέο νόημα. Είναι σαν να είχα πιάσει ένα νήμα που είχα απλά ξεχάσει κάπου, αλλά που για πολύ καιρό φαινόταν χαμένο. Και όλα αυτά επειδή είμαι σίγουρος τώρα, αν και χωρίς πολύ καλό λόγο, ότι ήταν αυτό ακριβώς και κανένα άλλο. Η λύπη που μας πλημύριζε όταν ήμασταν παιδιά και μας συνόδευε και στην ενήλικη ζωή μας έχει επουλωθεί, και δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν τον δρόμο της υγείας που παίρνουμε, όσο σιωπηλός και αν είναι. Μας επιτρέπει όμως να κοιτάζουμε πίσω σε κείνες τις άλλες, τις φαινομενικά κακομαθημένες μέρες και να τις επαναξιολογούμε: στην πραγματικότητα ήταν πάρα πολύ γεμάτες, έφερε η καθεμιά το μερίδιο της ευτυχίας και της θλίψης της, και τέλειωνε την ιστορία της τη στιγμή που έπεφτε το λυκόφως· εκείνες οι μέρες είναι τώρα αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας μας, παρότι ο αέρας τους είναι γεμάτος ανωριμότητα και επιφυλακτικότητα· έχουν τη φρεσκάδα των πρωτόλειων που μπορεί ν’ απορριφθούν άδικα αργότερα. Και δεν είναι διαφορετικά σήμερα: παιδιαρίζουμε όσο ποτέ, όπως αποδεικνύεται, ίσως μόνο το κρύβουμε λίγο καλύτερα, αλλά θέλουμε πάντα αυτό που θέλουμε, όταν το θέλουμε και καμιά δύναμη στη γη δεν είναι αρκετά δυνατή να μας το αρνηθεί. Αλλά τουλάχιστον βλέπουμε τώρα πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα, και έτσι έχουμε το μυαλό να σταματάμε να επιμένουμε κάθε τόσο με πρόσχημα κάποια φαινομενικά άσχετη δραστηριότητα, επειδή νομίζουμε ότι έτσι θα είμαστε περισσότερο ικανοποιημένοι· κάτω από τη διακριτική συμπεριφορά η επιθυμία είναι επιτακτική όσο ποτέ, αλλά μετά από τόσες αναβολές αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι μια μικρή καθυστέρηση δεν κάνει κακό και μπορούμε να χαλαρώσουμε με τη βεβαιότητα της τελικής ικανοποίησης. Αυτό ήταν το μήνυμα εκείνης της μέρας έξω στον δρόμο, όταν για πρώτη φορά αντιλήφθηκες ότι η συμβατική ευτυχία δεν θα σου πήγαινε και αποφάσισες να διαλέξεις το απρόβλεπτο είδος, παρά τους κινδύνους στους οποίους την εξέθετε η ανάγκη της για συνεχή ανάπτυξη και επέκταση. Αυτό σ’ έβαλε στον δρόμο σου, αν και συχνά φαινόταν σαν τα πόδια σου να είχαν ριζώσει στη γη και ήσουν καταδικασμένος να μεγαλώνεις και να παρακμάζεις σαν δέντρο. Παρόλα αυτά ήξερες ότι κινούσουν, είτε εσύ ήσουν σε κίνηση είτε το τοπίο κινούταν προς εσένα, και μπορούσες να παραμένεις υπομονετικός με την ιδέα της ανάπτυξης, όσο η έννοια της μοναδικότητας – μόνη αυτή και καμιά άλλη – έλαμπε σαν άστρο στον ουρανό από πάνω σου. 

Σήμερα οι περιπλανήσεις σου έκλεισαν τον κύκλο τους. Έχοντας ξεκινήσει απορρίπτοντας την ιδέα της ομοιομορφίας για χάρη της πολλαπλότητας των εμπειριών, γήινων και πνευματικών, στην πραγματικότητα μια πολλαπλότηταδιαφορετικών ζωών που έζησες όπως σου άρεζε, ενώ ο χρόνος κυλούσε μ’ έναν άλλο, αδιατάρακτο ρυθμό, συνειδητοποιούσες σταδιακά ότι η ίδια η ποικιλομορφία αυτών των εμπειριών κινδύνευε από τη δική της εσωτερική φύση, επειδή η ποικιλία συνεπάγεται παραλληλισμό, και όλοι αυτοί οι εξαιρετικά ιδιοσύστατοι τρόποι σκέψης και δράσης κινούνταν τώρα προς την ίδια κατεύθυνση και απειλούσαν συνεχώς να συγχωνευτούν μεταξύ τους σε μια ενιαία μονόδρομη κίνηση προς αυτόν τον αόρατο στόχο της συγκεκριμένης διαφορετικότητας. Γιατί όπως ακριβώς κάθε είδους άνθρωποι μεγαλώνουν πάνω στη γη και φαντάζονται τους εαυτούς τους πολύ διαφορετικούς από τους άλλους, αν και βασικά είναι ίδιοι, έτσι και όλες αυτές οι ιδέες είχαν προκύψει στο ίδιο κεφάλι και δεν ήταν παρά πτυχές ενός και μόνου οργανισμού: εσύ ο ίδιος ή ίσως η επιθυμία σου να είσαι διαφορετικός. Έτσι ώστε τώρα, για ν’ αποφευχθεί η εξαφάνιση, έγινε και πάλι αναγκαία η επίκληση της ιδέας της ενότητας, μόνο που τη φορά αυτή, αν αυτό είναι δυνατόν, σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο, προκειμένου οι ομοιότητες στις διάφορες ζωές σου ν’ ακυρώσουν η μια την άλλη και οι διαφορές να παραμείνουν, αλλά υπό την αιγίδα της μοναδικότητας, της ξεχωριστότητας, έτσι ώστε κάθε διαφορά να μπορεί να εκληφθεί ως ο τύπος όλων των άλλων και ωστόσο να παραμένει εγγενώς η ίδια, σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Πράγμα που μας φέρνει σε σένα και στη σκηνή στο μικρό εστιατόριο. Είσαι ακόμη εκεί, πολύ ψηλά πάνω από μένα σαν πολικός αστέρας και μ’ εσωκλείεις σαν ουράνιος θόλος· η μοναδικότητά σου είναι πια ομοιόμορφη, δηλαδή τα διάφορα γνωρίσματά σου και τα χαρακτηριστικά σου σημάδια έχουν απλωθεί και έχουν γίνει ένα προστατευτικό κάλυμμα σαν σύννεφο, του οποίου οι ανωμαλίες είναι όλες λειτουργίες της μονομορφίας του, και το οποίο αποτελεί μια αυθαίρετη, αλλά οριστική οριακή γραμμή ανάμεσα στον νέο άτυπο, σχεδόν τυχαίο τρόπο ζωής που θα είναι δικός μου μόνιμα και στις μονολιθικές ομοιότητες του κόσμου που υπάρχει για να είναι εξοστρακισμένος. Επειδή αυτά έχουν υπολογιστεί μια για πάντα. Θα ήταν λάθος να τα ξανακοιτάξουμε, και ευτυχώς είμαστε κατασκευασμένοι έτσι που η παρόρμηση να το κάνουμε δεν μπορεί ποτέ να ξυπνήσει μέσα μας. Είμαστε και οι δύο ζωντανοί και ελεύθεροι.

Αν μπορούσες να δεις μια ταινία με θέμα εσένα θα καταλάβαινες ότι αυτό είναι αλήθεια. Οι ταινίες μάς δείχνουν τους εαυτούς μας όπως δεν είχαμε ακόμη μάθει να τους αναγνωρίζουμε – κάτι στη φύση της καθημερινής ζωής ή των καθημερινών συμβάντων που γρήγορα διπλώνεται και γίνεται αρχαία ιστορία σαν χθεσινή εφημερίδα, αλλά με τον τρόπο αυτόν ένα νέο πρόσωπο έχει αποκαλυφθεί, μια επιφάνεια πάνω στην οποία μπορεί να γραφτεί μια νέα φράση πριν ξανασμίξει με την ιστορία, ή μπορεί να παραμείνει κενή και να το κάνει αυτό ούτως ή άλλως: δεν έχει σημασία γιατί κάθε πράγμα έρχεται στην ώρα του και χάνεται στο παρελθόν, και αυτό είναι που όλοι περιμένουμε και θέλουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι τι θ’ απογίνει όταν αυτό έχει εισέλθει στους ιερούς περίβολους του παρελθόντος· όταν, λυγίζοντας κάτω από το βάρος μιας παντοδύναμης νοσταλγίας, κάθε περίγραμμά του αποκαλύπτεται επιτέλους ως αυτό που ήταν, αλλά αυτό μπορεί να είναι γνωστό μόνο στο παρελθόν. Δεν είναι λάθος να βλέπουμε τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο – πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να ζούμε στο παρόν γνωρίζοντας ότι ήταν το παρόν, αν δεν το κάναμε εντός του πλαισίου των σημαντικών πραγμάτων που έχουν ήδη συμβεί; Όχι, πρέπει κανείς να εκτιμά ιδιαίτερα κάθε στιγμή του παρελθόντος, να τον συναρπάζει όπως τον συναρπάζει κάθε στιγμή μιας παλιάς ταινίας που βλέπει. Αυτά τα παράθυρα προς στο παρελθόν μάς δίνουν τη δυνατότητα να δούμε αρκετά ώστε να ισορροπούμε στην ξυραφένια κόψη του παρόντος που στην πραγματικότητα είναι άχρονο, που ξεστρατίζει συνεχώς προς το θετικό παρελθόν και το αρνητικό μέλλον, οι κινήσεις του οποίου το καθορίζουν από μόνες τους. Δυστυχώς πρέπει να ζούμε εντός του. Είμαστε συγκλονισμένοι απ’ αυτό. Επειδή οι άχρονες, άχωρες διαστάσεις του δεν μας προσφέρουν πινακίδες, τίποτε που να μας καθοδηγεί. Σ’ αυτήν την αδιάστατη περιοχή ένα μόνο βήμα μπορεί να είναι χιλιόμετρα ή πόντοι· η φλόγα ενός σπίρτου μπορεί να φαίνεται σαν έκρηξη στον ήλιο ή δεν μπορεί να προκαλέσει το παραμικρό βαθούλωμα στη θαμπόγκριζα, ομοιόμορφη νύχτα. Τα τινάγματα και η απώλεια βαρύτητας δημιουργούν μια μόνιμη κατάσταση ναυτίας που βουίζει πάντα αμυδρά στο ασαφές άκρο, όπου η ζωή συναρθρώνεται με το μέλλον και το παρελθόν. Αλλά αν εστιάσεις μόνο στο παρελθόν μέσα στο καθαρό σκοτάδι του σινεμά θα γίνεις άλλος άνθρωπος και θα μπορείς ν’ αρχίσεις να ζεις και πάλι. Για τον λόγο αυτόν εμείς, ξεκομμένοι από την ξαφνική ελευθερία, μπορούμε να επικοινωνούμε μόνο με τη βοήθεια αυτού του κινηματογραφικού μέσου που έχει απαθανατίσει και έχει δώσει οριστικό σχήμα στις άμορφες χειρονομίες μας· μπορούμε να ζούμε σαν να είχαμε προφτάσει τον χρόνο και ν’ αποφεύγουμε τη νόσο του παρόντος, μια ασχημάτιστη θολούρα τόσο άχρηστη, όσο ένα απρόσεκτα εκτεθειμένο ρολό φιλμ. Υπάρχει σκληρότητα και πυκνότητα τώρα, και η ιστορία μας παίρνει το σαφές, συμπαγές σχήμα της πλοκής ενός μυθιστορήματος με όλες τις άκρες και τα εσωτερικά του χωρία φανερά στον αναγνώστη που θα το συνεχίσει και θα το ξανασυνεχίσει πολλές φορές, θα το πιάσει και θα το αφήσει και θα το ξαναπιάσει.

Πόσος χώρος υπάρχει στη συνεχιζόμενη ιστορία για όλες τις περιπέτειες, τις αλλόκοτες απολαύσεις, τις μεσαίου μεγέθους εμπειρίες που κατά κάποιον τρόπο δεν ταιριάζουν, αλλά δεσπόζουν πιο μεγάλες και πιο ενδιαφέρουσες καθώς αρχίζουν ν’ αποσύρονται στο παρελθόν; Υπήρχαν τόσα πράγματα που περιορίστηκαν, που κρατήθηκαν μακριά επειδή δεν ταίριαζαν στην πλοκή ή επειδή ο τόνος τους δεν εναρμονιζόταν με το σύνολο. Πάμπολλα από αυτά τα πράγματα έχουν απορριφθεί και τώρα υψώνονται στο χείλος της συνέχειας, εγκλωβίζοντάς την σαν σκοτεινά κατσάβραχα πάνω από ποτάμι που διασχίζει κοιλάδα. Κανείς ξεχνάει κάποιες φορές ότι το να είναι τα πάντα μονόπλευρα μπορεί να είναι προτιμότερο από την εκλεκτική ανομοιότητα προς όφελος της αληθοφάνειας, ακόμη και για κείνους με αντίθετη πεποίθηση· οι δεινότεροι κήρυκες είναι εκείνοι που έχουν πειστεί εκ των προτέρων και τ’ αμετάβλητα διδάγματά τους είναι βαθιά συγκινητικά ακριβώς λόγω αυτής της αυστηρότητας, χωρίς διόλου να έχουν τη χλιαρότητα της μαιανδρικής ροής του αφηγήματός μας με τα καλά επιλεγμένα και τυπικά επεισόδια, η οποία τώρα φαίνεται να προσπαθεί να θαφτεί στο τοπίο. Τα κεφάλαια που έχουν απορριφθεί έχουν τώρα τον έλεγχο. Για πολύ καιρό ήταν λες και μόνο ο πιο υπομονετικός μελετητής ή ο ίδιος ο καταγραφέας άγγελος θα ενδιαφερόταν ποτέ γι’ αυτά. Τώρα φαίνεται λες και κείνος ο άγγελος είχε αρχίσει να ελέγχει όλη την ιστορία μας: αυτός που απλώς θα τα κατέγραφε όλα ένωσε τις δυνάμεις του με τα κακοφτιαγμένα, αταίριαστα κομμάτια που ποτέ δεν προορίζονταν να γίνουν μέρος της, αλλά στην καλύτερη περίπτωση να μένουν στην άκρη για να επισημαίνουν πώς όλα τ’ άλλα ταιριάζουν μαζί, και πώς το απορρέον βουνό δεδομένων μας απειλεί· μπορεί κανείς σχεδόν ν’ ακούσει την αρχή της λυρικής συντριβής κατά την οποία τα πάντα θα χαθούν και θα κονιορτοποιηθούν, θα ξαναγίνουν ατομικά σωματίδια έτοιμα να ξαναρχίσουν νέους συνδυασμούς και σχήματα, νέες πιο αχαλίνωτες τάσεις, τόσο ξένες προς αυτό που έχουμε προσεκτικά συμπεριλάβει και αποκλείσει, όσο ένα νέο διάγραμμα στοιχείων ή ένας άλλος πλανήτης – αδιανόητες με μια λέξη. Και θα πίστευες ότι η λέξη αυτή θα μπορούσε ίσως να είναι η σωτηρία μας; Γιατί μας σώζει αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε: είναι αυτό που τελικά μας δέχεται και κλείνει την ιστορία μας, επανατοποθετώντας την ανάμεσα στα εκατομμύρια παρόμοιων τόμων που σε καμιά περίπτωση δεν απειλούν τη μοναδικότητά της, αλλά αντίθετα την τοποθετούν κατάλληλα σε βάθος και προοπτική. Τελικά μας αποδίδεται η δικαιοσύνη εκείνη που δικαιωματικά μας ανήκει. Δεν ξέρουμε όμως τι την προκάλεσε.

Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, λες. Αλλά δεν θα μπορούσε να ήταν μια άσκηση για τον καθορισμό του παρόντος όταν η θέση μας, οι ζωές μας οι ίδιες εξαρτώνται από τους σταθερούς αυτούς τόπους του παρελθόντος και του μέλλοντος που δεν αφήνουν χώρο για τη ονομαστική ύπαρξη οτιδήποτε άλλου. Αποδεικνύεται όμως ότι έχεις συνεχίσει τη συζήτηση με ανέμελο τρόπο όλον τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, και τώρα σε σημείο πιο βαθιά στην ερημιά αυτού του νέου χρόνου που προκαλεί τέτοια αναστάτωση και περνά τόσο γρήγορα. Αυτές οι άφθονες παρεκκλίσεις σου σε οδήγησαν σ’ ένα μακρινό και φαινομενικά απόμακρο μέρος, κι εδώ είναι που σταματάς για να δώσεις έμφαση σ’ όλο το ταξίδι που έχεις κάνει και στην τωρινή σου σιωπή. Κι εδώ είναι που είμαι αρκετά έτοιμος να παραδεχτώ ότι είμαι μόνος, ότι η ταινία που βλέπω όλο αυτό το διάστημα μπορεί να είναι ένας καθρέφτης μόνο, όπου υποδύομαι όλους τους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ηλικιωμένης θείας, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεταμφιέσεις. Αν χρειάζεσαι συγκεκριμένη ζωτικότητα μπορείς απλά να την προμηθευτείς μόνος σου, ή έρχεται μια στιγμή, ούτως ή άλλως, που οι ενέργειες οι δικές σου και κανενός άλλου φαίνονται δραματικά πειστικές και δικαιολογημένες στην πλοκή που επινοεί ο αριθμός των ημερών σου. Έχω συνεπώς παρακολουθήσει αυτή την ταινία, και έχω τώρα δει αρκετά· καθώς φεύγω από τον κινηματογράφο διαπιστώνω με έκπληξη ότι είναι ακόμη μέρα έξω (το σκοτάδι της ταινίας και οι φωτεινές της κουκκίδες είχαν μεγάλη ένταση)· αναγκάζομαι να μισοκλείσω τα μάτια μου· με τον τρόπο αυτόν αποκτώ σταδιακά μια ιδέα για το πού βρίσκομαι. Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο φωτεινός όσο ο άλλος· είναι γκρίζος με σκιές σαν ιστούς αράχνης που βαθαίνουν καθώς η μνήμη της ταινίας αρχίζει να ξεθωριάζει. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι προορισμένες να τελειώνουν όλες οι ταινίες, αλλά πώς είναι δυνατόν να συνεχίζεις να ζεις ακριβώς τώρα, αν δενβυθιστείς σε κάποια άλλη που αναμφίβολα έχεις ήδη δει; Φαίνεται πραγματικά αδύνατο, αλλά πάντοτε στο σημείο αυτό περπατάμε μαζί σ’ έναν δρόμο σε κάποια γνωστή πόλη. Η αλληγορία έχει τελειώσει, το παρελθόν έχει απορροφήσει τις σπείρες της, και το απόγευμα αυτό είναι πλατύ σαν ωκεανός. Είναι ο χρόνος που έχουμε τώρα, και όλος ο χαμένος μας χρόνος βυθίζεται στη θάλασσα και εξαφανίζεται χωρίς ίχνος. Το παρελθόν είναι σκόνη και στάχτη, και αυτός ο ασύγκριτα πλατύς δρόμος οδηγεί στο πραγματιστικό και κινητικό μέλλον.

This knowing as a bird

I would ask you what kind of tree this white one is, its name, and you would tell me. You would know the name of any tree we would see in front of us in the city where you once planted one or in any city and place. I learned with you to imagine the green and yellow leaves as yard and garden birds when before I always thought of them as dragons. This great feeling, the comfort of the company that knows, that treats this knowing as a bird. 

Vasilis Papageorgiou 

Ρον Πάτζετ

ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ

Αυτό που θέλω να κάνω

είναι να ξεχάσω ό,τι

μέχρι τώρα ήξερα για ποίηση

και να σκουπίσω τις πευκοβελόνες από τη σκεπή της καλύβας

και να τις δω να πετούν μακριά

και να χάνονται στο απόγευμα αυτό του Οκτωβρίου.

Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί, αλλά σήμερα η σκούπα

είναι πιο δυνατή από την πένα.

RON PADGETT

Πέρασα ωραία μαζί σου πάλι

Έισαγωγή και μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου

Σαιξπηρικόν 2020

Moment absconding

The how or the what or some need for creation or action that escapes us at this moment or another moment always unattainable and always eternal. The moment that is impossible to include. To include itself in its very wholeness. The when it happened. The where it happened. The why it happened. The who did it and for whom it was done. And the moment different always absconding us.

Vasilis papageorgiou

Jacques Derrida, μονόστιχο

Petite fuite alexandrine (vers toi) 

Prière à desceller d’une ligne de vie.

*

Μικρή φυγή σε αλεξανδρινό στίχο (προς εσένα)
 
Δέηση αποσφραγιστική μιας γραμμής ζωής.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου, Ακόμη, Σαιξπηρικόν 2020. 

Edvin Sarrimo

Βλέποντας τις μαρμάρινες μορφές δύο γυναικών στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα.
(Φειδίας, περ. 438-432 π.Χ. Στο Βρετανικό Μουσείο.)

Δύο αποκεφαλισμένες θεές, άναιμες. Απολιθωμένες.
Αλλά τα κυματιστά φορέματά τους θα ζουν για πάντα, ανεμίζοντας σε μαγικό άνεμο.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Οι λεύκες μας

Ήρθαν νωρίς φέτος, 

όπως το είχες προαισθανθεί,

οι πρώτες δυνατές βροχές. 

Οι λεύκες μας λύγισαν, 

δεν άντεξαν και έσπασαν.

Και κει που κάποτε καθόμασταν 

και μιλούσαμε ώρες μέσα στις σκιές 

βλέπω τώρα τη δική σου μόνο. 

Πάλι μαζί είμαστε. 

Πάλι μιλάμε με τις ώρες.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Αριάδνη Καλοκύρη, Χώρα αναμονής

Βασίλης Παπαγεωργίου

Ευφορική αίσθηση και διάνοια των πραγμάτων στην ποίηση της Αριάδνης Καλοκύρη

Ποιητική, Άνοιξη Καλοκαίρι 2023

Αριάδνη Καλοκύρη

Χώρα αναμονής 

Κίχλη 2021

Στο τελευταίο πολύ ελλειπτικό, εχέμυθο και κρυπτικό, όπως και άλλα, ποίημα της συλλογής Χώρα αναμονής, διαβάζουμε για ένα τοπίο στο οποίο ο ήλιος «έτρεχε πίσω μας κι εμείς κρυβόμασταν / στο θυμάρι και στο μέλι». Με διαυγή αίσθηση πληρότητας διαβάζω τους στίχους αυτούς σαν επιμύθιο μιας ευχής που άρχισε να σχηματίζεται ήδη στο πρώτο ποίημα της συλλογής και η οποία ευχή συνέχισε να τελειοποιεί την όλο και πιο διακριτή μορφή της σιγά σιγά και στίχο στίχο: Η ευχή να ολοκληρώσω την εμπειρία της ανάγνωσης με δυνατό αίσθημα κατάφασης και ευφορίας. Βρισκόμαστε εδώ τη στιγμή αυτή σ’ ένα τοπίο ανοιχτό, μέσα σε φως, αέρα, βουητά, μυρωδιές και γεύσεις ευχάριστες και γλυκιές. Χώρος, χρόνος, σώματα, σκέψεις και αισθήσεις βρίσκονται σε κίνηση συντονισμένη σ’ ένα ποίημα που δεν τελειώνει, δεν τελεσιδικεί, που, αντίθετα, ανοίγεται προς μια ερώτηση, «και τώρα να μπορώ να ρωτήσω:». Μα φυσικά ούτε για ερώτηση πρόκειται παρά για τη δυνατότητα ή την υπόσχεση μιας ερώτησης, μια υπόσχεση επίσης απροσδιόριστης αναμονής, την οποία επιβεβαιώνει η άνω και κάτω τελεία (το δίστιγμο αποτελεί έτσι από μόνο του μια χώρα αναμονής) στο τέλος του τελευταίου αλλά όχι οριστικά τελικού στίχου της συλλογής.

Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η ερώτηση; Νομίζω οποιαδήποτε. Δεν με φέρνει καθόλου σε αμηχανία η παρουσία της, δεν μου δημιουργεί καμιά εκκρεμότητα. Και αυτό επειδή η πυκνή πια ευφορία των εικόνων και των νοημάτων της συλλογής έχει εγκατασταθεί για καλά μέσα μου, μια ευφορία που είναι αδιαχώριστη από το αίσθημα και τις προϋποθέσεις μιας άμεσης ανοιχτότητας. Να εδώ το πλούσιο άγγιγμα της ευφορίας στο πρώτο ποίημα:

Άρωμα τριαντάφυλλου με αγκυλώνει.

Να το λουλούδι, άνθισε μπροστά μου·

Κάθε του πέταλο γλιστρά από τα χέρια

Αιωρείται.

Στις παλάμες ένας κόκκινος κήπος

Με τριαντάφυλλα ριζώνει.

Τον διασχίζει ένα λευκό ποτάμι.

Είναι ο αφρός που έχει ποτίσει, έχει κρύψει κάθε χέρι.

Η κίνηση με τον χρόνο της, το σώμα της, τα αντικείμενά της και ο αισθησιασμός που αυτά δημιουργούν μας προσφέρεται σ’ έναν γήινο και ευχάριστο χώρο, σ’ έναν locus amoenus, που όμως δεν βρίσκεται κάπου μακριά μας, δεν είναι μια χώρα ιδεατή. Η χώρα της συλλογής βρίσκεται και ανοίγεται μπροστά μας, εδώ τώρα, τη στιγμή αυτή, είναι άμεση και απτή, αγγιχτή. Δεν είναι η χώρα του πλατωνικού Τίμαιου που αιωρείται σε κάποιο μεσοδιάστημα, ή η χώρα του Ζακ Ντεριντά, στην οποία η διαφορετικότητα δεν μας αφήνει ν’ αναπαυθούμε και να νιώσουμε ή ν’ απολαύσουμε την αμεσότητα των στιγμών. Ούτε πάλι είναι η χώρα του Χάιντεγκερ, εκεί όπου το είναι κατοικεί και στα ξέφωτά της οποίας παρουσιάζεται. Τα ποιήματα της Αριάδνης Καλοκύρη κρατούν πολλά μυστικά σε κρύπτες, οι οποίες είναι μέρος ενδογενές, φυσικό της ροής τους και κάνουν τη ροή αυτή ακόμη πιο απρόσκοπτα προσωπική. Η χώρα εξερευνάται παραμένοντας ανεξερεύνητη, είναι οικεία και ανοίκεια μαζί, αποκρυπτική και αποκαλυπτική, αλλά πάντα σ’ ένα ανοιχτό και ευφορικό εδώ τώρα.

Και είναι στη χώρα αυτή που η αναμονή μπορεί και συμβαίνει, που μπορεί και λαμβάνει χώρα. Μια αναμονή ως ανά, ξανά, μονή, ως παραμονή, η χώρα όπου μένουμε και παραμένουμε, όπου υπομένουμε ξανά και ξανά, όπου επίσης ανήκουμε και ταιριάζουμε, όπου διαμένουμε, όπου ζούμε τη διάρκεια και τη δυναμική της αναμονής, χώρα που γεμίζουμε με στιγμές, και μας γεμίζει με στιγμές. Μια απολαυστική αναμονή, όπου ο χρόνος χαίρεται να φανερώνει την επόμενη στιγμή του. Και δεν πρόκειται τότε βέβαια για την αναμονή του Καβάφη ή του Μπέκετ. Ούτε βέβαια γι’ αυτή του Ντεριντά, κατά τον οποίο η σημασία και η ουσία πράγματος ή γεγονότος είναι πάντα μελλοντική, δηλαδή επ’ άπειρον άπιαστη.

Στην ποιητική συλλογή της Καλοκύρη μας περιμένει η ίδια η χώρα (το ποιος αναμένει), και είναι η χώρα για την οποία ή σαν την οποία περιμένουμε εμείς (το ποιοι αναμένουν), η χώρα που μας προσφέρεται (το γιατί αναμένουμε), η χώρα αυτή εδώ μέσα στη συλλογή, αλλά και οποιαδήποτε καταφατική χώρα που οπωσδήποτε θα την ακολουθήσει (το πόσο αναμένουμε). Είναι πάνω απ’ όλα η πρόσληψη της χώρας και της αναμονής που τη στιγμή αυτή μέσα στη συλλογή ανοίγεται μπροστά μας. Και επιπλέον, το πιο σημαντικό, πρώτον, η ιδιαίτερη ομορφιά με την οποία ανοίγεται, από την οποία προέρχεται και την οποία δημιουργεί, και, δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο η ομορφιά παρουσιάζεται.

Πρώτα, λοιπόν, τα αντικείμενα και οι περιγραφές της παρουσίας και λειτουργείας τους. Το πρώτο ποίημα της συλλογής μιλά για το σαπούνι, την υφή του, τους συνειρμούς που προκαλεί η χρήση του. Ίσως για να μας κατευθύνει εξ αρχής προς τον πονζικό ρόλο των αντικειμένων στη συλλογή, για την δύναμη που έχουν να ορίζουν και να χρωματίζουν οτιδήποτε γύρω τους. Ή πάλι για τη δύναμη που έχουν να υπομένουν και να περιμένουν διαμένοντας. Πάνω απ’ όλα, πιστεύω, για την ευφορία που πηγάζει από το άγγιγμά τους. Ένα άγγιγμα αισθησιακό και νοητικό: τα αντικείμενα μας προτρέπουν να στοχαστούμε τη σχέση μας με αυτά, όπως και τον λόγο ύπαρξής τους. Έτσι το ποίημα «Σαπούνι» τελειώνει με τρεις στίχους που μιλούν για την αυτοσυνειδησία του ίδιου του αντικειμένου:

Φαίνεται τώρα μόνο το σαπούνι

να κυνηγάει λυσσασμένα

Τη μορφή του.

Πιο κάτω διαβάζουμε το ποίημα «Μαξιλάρι». Και εδώ δίχως αόριστο ή οριστικό άρθρο. Είναι το αντικείμενο αυθύπαρκτο, ανεξάρτητο στην προσκλητική, σαγηνευτική εμμένειά του, από την οποία πηγάζει και ρέει ο κόσμος του τη συγκεκριμένη στιγμή που το ποίημα το ζει αυτό και το στοχάζεται. Και όπως συμβαίνει με το σαπούνι και τη μορφή του, το μαξιλάρι στο τέλος του ποιήματος, και με τη συνδρομή του ανθρώπινου σώματος και των χεριών, ξεφεύγει από το σχήμα του, απελευθερώνεται από αυτό και φτερό φτερό, πούπουλο πούπουλο, χάνεται μέσα σ’ ένα σχήμα ανοιχτό, αυτό του αέρα.

Τα αντικείμενα με τα συστατικά τους μέρη και ο αισθησιακά θαυμαστός τους κόσμος επανέρχονται ως μια από τις κύριες διαστάσεις της συλλογής. Διαβάζουμε για «Το δαχτυλίδι», την «Κατοικία», την «Κλωστή», για «φρέσκα αμύγδαλα», για τη «σχισμή στον λαιμό» τη «χειροποίητη», για «λευκή σάλτσα», ενώ ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος είναι «Ποιος έχτισε τον ήλιο, μαμά;», αναλογίζοντας όχι μόνο το αντικείμενο, αλλά και την ίδια την ύπαρξή του.

Κατόπιν, τώρα, η σχέση των αντικειμένων με τις νοητικές, αναστοχαστικές προεκτάσεις που γεννούν, επινοητικά απρόσμενες, δημιουργώντας έτσι τη μια έκπληξη μετά την άλλη, όπως στο ποίημα «Δορυφόρος» που τελειώνει με τις εικόνες:

Κάπου εκεί

το όνομά σου

το ακούω που βράζει

ξεχειλίζει

γίνεται ατμός.

Και στο ποίημα «Κυριακή»:

Σέρνει ένα μακρύ δίχτυ φορτωμένο

γιαπωνέζικα γράμματα.

Το δίχτυ πλέκεται με το νερό

τραβάει τη θάλασσα

την ξεγυμνώνει.

Τη σηκώνει σαν σεντόνι και την τινάζει.

Πετάγονται τα ψάρια

στο στρώμα του βυθού μεγαλώνουν αχινοί.

Αντικείμενα, στοχασμοί και η τρίτη κύρια διάσταση, η γλώσσα με τις λέξεις, τα ψηφία, τους ήχους της που διαμορφώνει, που επιτελεί τις ευφορικές εκπλήξεις της λυρικής φωνής. Μερικά παραδείγματα:

Ήχος βροχής

σκόρπια ψηφία σε ελεύθερη πτώση.

Ή

Αίθριο η εσοχή της παραγράφου, γέφυρα το τέλος της.

Ή

-Πρώτος όροφος.

Υφάσματα παντού, ρολά τοπία, ραδιόφωνο.

Νήματα υφαίνουν χρώμα με λέξεις.

Νήματα, νοήματα, λέξεις σαν αφρός σαπουνιού, γέλια που είναι γρύλοι που είναι τζιτζίκια. Ένας κόσμος που στοχάζεται, αυτοστοχάζεται και απολαμβάνει τις δυνατότητες και την υλικότητα της ίδιας της γλώσσας. Ένας ανοιχτός κόσμος:

Χώρα αναμονής

η εξορία του χρόνου.

Να μην υπάρχει τέλος και αρχή

αέναος κύκλος – στη ροή της ανάγνωσης.

Η δική μου ανάγνωση βρίσκει τον χρόνο (εξίσου σημαντική με τον χώρο διάσταση στη συλλογή) κάπου αλλού, σε εξορία είτε με μας είτε δίχως εμάς, χωρίς πάντως όρια εκεί που βρίσκεται και εκτός σχημάτων, σε μια αναμονή σαν ροή, την οποία διαμορφώνει η ερμηνεία της γλώσσας τη στιγμή της ανάγνωσης. Διαβάζοντας πάλι τον τελευταίο στίχο της συλλογής, την ερώτηση και την απάντηση που αναμένονται και που είτε είναι ο τίτλος του ποιήματος είτε κάτι άλλο στην πορεία μέσα από ηλικίες, όπου το παιδί γίνεται μαμά και η μαμά παιδί, το σαπούνι αφρός και το μαξιλάρι πούπουλα, η απάντηση ίσως είναι πιο αινιγματική, πιο κρυμμένη από την ερώτηση, κάτι για το οποίο όμως είμαστε ήδη ρητά προετοιμασμένοι:

Καταγράφω με άναρθρους ήχους

την παρουσία σου

τα έτοιμα λόγια, που μέσα τους κρύβεις

τα λόγια σου.

Εμείς έχουμε στο μεταξύ από την αρχή της συλλογής ως το τέλος της, που είναι και η γέφυρά της, απολαύσει υπέροχες λυρικές στιγμές μεγάλης, απέραντης διάρκειας. Στιγμές ενθουσιώδους συνεύρεσης λέξεως, διάνοιας και συναισθήσεως.

Wildflowers 

Wildflowers with usual names.
Wildflowers with unusual names.
Wildflowers with scientific names.
Wildflowers with unusual nicknames.

Wildflowers with many unusual nicknames.  
Wildflowers with scientific names as usual.
Wildflowers used to unusual names.
Wildflowers used to unusual nicknames.   

Vasilis Papageorgiou

While time leaves no trace

Not the listening as such but its writing of itself and our reading of it that shapes this moment making the personal a dispersed general state and the general the most personal elation in a natural kindness, while time leaves no trace as it is losing its purpose and usefulness, your face turns towards the wind from the sea, the tiny droplets of water from the long gulf. A moment that repeats itself gracefully and steadily, a clearest sign of a benign presence. A thirsty one too. A tender thirst, and somehow brutal too, that nourishes us. A tree reaches out to us, its treeness comes closer and starts talking to us as the trunk emits a smooth thoughtfulness. The grass on the ground and we turn northwards. Then southwards where now I am waving.

Vasilis Papageorgiou

Samuel Beckett, μήτε-μήτε


προς και από στη σκιά από την εσωτερική στην εξωτερική σκιά

από τον αδιαπέραστο εαυτό στον αδιαπέραστο ανεαυτό

μέσα από μήτε τον ένα μήτε τον άλλο

όπως ανάμεσα σε δύο φωτισμένα καταφύγια των οποίων οι πόρτες μόλις

πλησιάζει κλείνουν απαλά, μόλις στρέφεται αλλού

χωρίζουν απαλά και πάλι

καλείται μπρος πίσω και απομακρύνεται

αδιάφορος για τον δρόμο, προσηλωμένος στη μια ανταύγεια

ή στην άλλη

πατήματα που δεν ακούγονται ο μόνος ήχος

ώσπου τελικά σταματούν για καλά, χάνονται για καλά

από τον εαυτό και τον άλλο

μετά κανένας ήχος

μετά απαλά φως αμείωτο πάνω σε κείνο το αμελημένο

μήτε-μήτε

σπίτι απερίγραπτο

As the story was told: Uncollected and late prose (John Calder 1990). Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

As if

On the balcony a few days ago I was watching silently an ant struggling to save itself ιn your plate with chickpeas before you saved it and placed it carefully in the pot with the rubber tree. It wasn’t the first time you had done something like this. But this time it felt as if it was the last one, there was something of an end to your movements, a heavy tone of thoughtfulness in your fingers, as if soon there would be no future insects, plants, balconies with people and food. Or again as if the hands we have will not be enough to save any beings from drowning. 
Vasilis Papageorgiou

Σαπφώ, από το απόσπασμα 96


τώρα ξεχωρίζει απ’ όλες τις γυναίκες
της Λυδίας, όπως μετά τη δύση του ήλιου η ροδοδάχτυλη σελήνη

ξεπερνά σε λάμψη όλα τ’ άστρα.
Το φως απλώνεται όμοια πάνω απ’ την αλμυρή θάλασσα και τα πολυάνθεμα λιβάδια.

Η δροσιά πέφτει ωραία, ολάνθιστα
τα τριαντάφυλλα κι ο απαλός φραγκομαϊντανός και το λουλουδάτο μελοτρίφυλλο.


Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου, Από την υπό έκδοση συλλογή Σαπφώ, ποιητικά άπαντα. Η λέξη «μελοτρίφυλλο» αποδίδει (λογοτερπώς) τη λέξη «μελίλωτος» στο κείμενο της Σαπφώς.

Επανεπίσκεψη: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ψιλή ή περισπωμένη

Φωτ.: Ελένη Παπαγεωργίου, Λεύκες στην Αριδαία..

Βασίλης Παπαγεωργίου
Η σχέση του ξεναγέτη με τη γλώσσα ή το επέκεινα της πεντζικικής αναζήτησης
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ψιλή ή περισπωμένη. Άγρα 1995, 71 σελ.
Εντευκτήριο 35, Καλοκαίρι 1996.

Στο πεζό Μητέρα Θεσσαλονίκη ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης καταλήγει με κύρος σε μια εξαίσια συνόψιση που μόνο αυτός, βέβαια, θα μπορούσε να κάνει: δεν θα πρέπει «να φοβόμαστε τη γεωγραφία, ότι μπορεί να σκοτώσει την ποίηση». Η συνεύρεση, η συνεργιακή αυτή σχέση της τεκμηρίωσης, της πραγματογνωσίας, της πραγματολογίας, με τον ποιητικό λόγο παίζει κεντρικό ρόλο στη σύνθεση του νέου, για μας, οδοιπορικού Ψιλή ή περισπωμένη. Το κείμενο γράφτηκε το 1967 αλλά παρέμενε καταχωνιασμένο σε μέρος άγνωστο ως το 1995, διαβάζουμε στο πολύ χρήσιμο και καλογραμμένο επίμετρο του Γ. Ν. Πεντζίκη.

Η περιήγηση που παρακολουθούμε στο μικρό βιβλίο γίνεται σε μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά. Σημείο εκκίνησης η Φλώρινα και κατάληξης η Αλεξανδρούπολη. Αν θέλουμε πάλι να τιμήσουμε την αγάπη του συγγραφέα για την ποίηση των συμμετριών και των άκρων θα λέγαμε, με τα λόγια του γιου του, ότι συνδιανύουμε «τη διαδρομή από το Άργος Ορεστικό στην Ορεστιάδα». Η Βόρεια Ελλάδα «μοιάζει στον χάρτη να επικάθεται σαν πνεύμα ή τόνος, ψιλή ή περισπωμένη, επί του υπολοίπου ελλαδικού σώματος», μας εξηγεί ο Πεντζίκης στην πρώτη παράγραφο του οδηγού του. Στην παρομοίωση αυτή, με την οποία επίσης κλείνει την αφήγησή του, έχει στο μεταξύ επανέλθει στο Ένας καλός περίπατος (1973), σε μια προσπάθεια, κατά το επίμετρο, «να σώσει κάτι από το κείμενο που θεωρούσε πλέον χαμένο».

Πόλεις και χωριά, ήρωες και άγιοι, γεγονότα και μύθοι εμπλέκονται στην προσωπική σχέση του ξεναγέτη με τη γλώσσα. Συγκινεί και πάλι ο τόσο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο η ποίηση δίνει την ευκαιρία στον Πεντζίκη να ανοίξει την καρδιά του για να αφήσει την καλοσύνη και την ομορφιά να γεμίσουν τον χώρο. Ο ίδιος, ίσως, επέμενε σεμνά ότι ο χώρος είναι που γεμίζει με τόσο κατανυκτική κατάφαση τα μύχια του. Ούτως ή άλλως, η αμοιβαία αυτή γενναιοδωρία επιτρέπει στον ποιητή να εντοπίζει αλληγορίες, αναλογίες και μεταμορφώσεις, οι οποίες διαφορετικά θα ήταν ανεπινόητες για πάντα, να μας εξηγεί με τον εορταστικό του τρόπο πως ο χώρος ο γεωγραφικός, τα ονόματα, τα αντικείμενα, η μυθολογία και η ιστορία του δεν νοούνται χώρια από το σώμα, τα συναισθήματα και τις αφηρημένες ή συγκεκριμένες κατασκευές του ανθρώπου. Ιδού ένα ακόμη ποιητικό και καταφατικό παράδειγμα υποστασιακής διεύρυνσης και πολλαπλότητας:

Ουσία του Βυζαντινού πνεύματος, κατά τα εν Θεσσαλονίκη, είναι η δια της αμεσότητος, εκστατικά συμβολική ερμηνεία των απεικονιζομένων λατρευτικών θεμάτων. Ιδού μέσα από τον σωρό τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το σχήμα του Αγίου Σεργίου (Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου) θυμίζει σκαρί πλοίου. Η κατακεκλιμένη, τριγυρισμένη με τα κλινοσκεπάσματα Αγία Ελισάβετ (Ιερός Ναός Δώδεκα Αποστόλων) θυμίζει θαλάσσιο κοχύλι ή μήτρα εν χαλάσει. Το πρόσωπο της Πλατυτέρας των Ουρανών Θεοτόκου (Ιερός Ναός Αγίας Σοφίας) σαν ανεστραμμένη στάμνα. Τα θυμίζοντα υπόγειο βολβό μητρικά πιθάρια του θαύματος εν Κανά (Ιερός Ναός Αγίας Αικατερίνης).

Χώρος, σώμα, γλώσσα. Η σειρά είναι βέβαια, τυχαία. Επιπλέον, στον Πεντζίκη θα πρέπει πάντα να μας ενδιαφέρει και αυτό που κρύβεται πίσω και πέρα από τις τρεις αυτές έννοιες και δομές, πέρα από την αναγωγή του φυσικού σε θείο και του θείου σε φυσικό, του χώρου σε σώμα και του σώματος σε χώρο, πέρα από τη «ρηματοποίηση» του χώρου και του σώματος, για την οποία κάνει, πολύ καίρια άλλωστε, λόγο το επίμετρο.

Η προϋπόθεση και το επέκεινα της πεντζικικής αναζήτησης δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συγκλονιστική αγάπη του συγγραφέα για τον συνάνθρωπό του, ο οποίος στον χώρο και τον χρόνο των κειμένων του αιωρείται μεταξύ θανάτου και θανάτου. Ο θάνατος ως εξουθενωτική, λόγω ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, ζωή και ως όριο προς υπέρβασιν. Η αγάπη ως πλησίασμα του άλλου. Η ηθική αυτή κίνηση που τόσο ξεκάθαρα στρέφει τη σκέψη στη φιλοσοφία του Λεβινάς, που ξεπερνά δηλαδή τα χριστιανικά της όρια και το θείο ως ταυτότητα, αρχή ή τέλος, διαπερνά όλο  το έργο του Πεντζίκη. Στο «Θεσσαλονίκη και ζωή» διαβάζουμε: «Ο καθένας νομίζω, άμα ξεχάσει τη θέση όπου βρίσκεται μονάχος, γυρεύοντας να πάει προς τον άλλον, ολοκληρώνοντας την κίνηση της ψυχής του μέσα στο περιβάλλον της πόλης μας […]» Αντί για πόλη, για Θεσσαλονίκη, εύκολα εννοούμε κόσμο, καθώς η πραγματικότητα της πόλης αυτής «λόγω των όρων των πολλαπλών αντιθέσεων που αναφέραμε [φαίνεται] ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε σημερινή θεωρία ή ιδέα […]» Η ηθική αυτή αντίληψη είναι αδιαχώριστη από την κίνηση της υπέρβασης. Στο δοκίμιο «Για τον Μαλλαρμέ» διαβάζουμε για τον μύθο που «εκφεύγει του λόγου ακόμα και στα αφορώντα τον θεό λόγο»× για τον λόγο που «διαλύει το μύθο» και «καταστρέφει τη μορφή»× για τη μορφή που ως «ατομική, θνητή ζωή, αφήνει το γεγονός της απάνω στο λόγο, τον παραλλάζει σε μύθο πέρα από το θάνατο».

Η σχέση του Πεντζίκη με τη γλώσσα περνά μέσα από την αγάπη και την ευθύνη για τον συνοδοιπόρο του. Η στάση προς τον θάνατο και τον έρωτα εμπνέει μια ποίηση που επιδιώκει την υπέρβαση του κλειστού λόγου, χώρου και χρόνου. Η στάση αυτή είναι ήδη ποίηση και η ποίηση ήδη ευθύνη. Το επέκεινα βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, όπως η πολλαπλότητα στο απλό.

Παρενθετικά: σκέφτομαι τη δύναμη με την οποία το πέρασμα από τον θάνατο στα Επιφάνεια, η γλώσσα και το ξάφνιασμα των συσχετισμών της, η έκθεση και το σημάδεμα του σώματος, η θαυμαστή χαρτογράφηση ή, ίσως, γεωγράφηση επανέρχονται, με διαφορετικό πάντα τρόπο, στα κείμενα του Δημήτρη Δημητριάδη και του Δημήτρη Καλοκύρη. Διαβάζοντας στο προηγούμενο τεύχος του Εντευκτηρίου (αριθ. 34, Άνοιξη 1996) την πολύ ωραία κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το νέο βιβλίο του Δημήτρη Καλοκύρη Η ανακάλυψη της Ομηρικής, μου έλειψε η αναφορά στον Πεντζίκη. Σχετικά με τον Δημητριάδη, η απόσταση μεταξύ του Ο πεθαμένος και η ανάσταση και του Πεθαίνω σα χώρα είναι ελάχιστη. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την απόσταση μεταξύ των Καταλόγων του Δημητριάδη και των ποικίλων καταλόγων ονομάτων που βρίσκουμε στον Πεντζίκη και στον Καλοκύρη.  Παραμένει η λυτρωτική λεξιθηρία και λεξιπλασία, κοινή και στους τρείς.

Όσο κι αν το οδοιπορικό του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη είναι προσωπικό και ποιητικά επιλεκτικό, υπάρχουν σ’ αυτό παραλείψεις που δεν εξηγούνται εύκολα και τις οποίες συναντάμε και σε άλλα ανάλογα κείμενά του. Οι παραλείψεις αυτές εκπλήσσουν στον χώρο που διανοίγει η καταφατική δύναμη του συγγραφέα, η οποία, διαφορετικά, και ως ένα σημείο, μπορεί και εξουδετερώνει μερικές ελληνοκεντρικές παρεκκλίσεις. Στην περιδιάβασή του ο Πεντζίκης περιορίζει τις αναφορές του σε ό,τι του προσφέρει η αρχαία, η ελληνιστική, η βυζαντινή και η μεταβυζαντινή Ελλάδα. Σε χώρους όπως η Θεσσαλονίκη και η Θράκη, όπου μεγάλο μέρος της πολιτισμικής γεωγραφίας είναι, μεταξύ άλλων, εβραϊκό και μουσουλμανικό, ο αναπάντεχος αυτός περιορισμός είναι αδικαιολόγητος.

Τη σχέση της ηθικής με την αισθητική δεν θα πρέπει να την αφήνουμε σε ησυχία στους συγγραφείς που αγαπάμε, καθώς έτσι δεν αφήνουμε σε ησυχία τη συνείδησή μας και τις εκφραστικές μας επιλογές. Και μιλώντας για επιλογές, θα ήταν απαράδεκτο να αγνοήσει η υπεύθυνη επιτροπή για τις εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας την πολυπολιτισμική διάσταση της Θεσσαλονίκης – διάσταση που με μεγάλη άνεση ξεπερνά τον ελληνικό ορίζοντα.

Ron Padgett, Fem dikter

Joe Brainards målning Bingo

Jag mår illa när jag sitter intill Joe Brainards målning Bingo

Jag skulle kunna göra denna rad till en hel strof

Jag mår illa 
när jag sitter 
intill Joe 
Brainards målning 
Bingo

Eller så kunde jag ändra arrangemanget av raderna

Jag mår illa när jag sitter

Detta låter som hemorrojder
Jag kan ingenting om hemorrojder
Om det t. ex. gör ont att sitta när man har dem
Om så är fallet har jag dem inte
ty det gör inte ont när jag sitter
Förmodligen sitter jag ungefär 8/15 av mitt liv

Dessutom mår jag inte illa
när jag sitter intill Joe Brainard 

I själva verket mår jag inte ens illa
när jag sitter intill hans målning Bingo
eller för den sakens skull någon annan av hans målningar

Jag sa faktiskt inte från början
jag mår illa när jag sitter intill Joe Brainards målning Bingo
Min fru sa det
som svar på någonting jag hade sagt
om en annan av hans målningar
Hon hade missförstått vad jag hade sagt

(GREAT BALLS OF FIRE, Coffee House Press, 1990.)

Haiku

Ett: fem stavelser
Två: fem plus två stavelser
Tre: fem stavelser

(TULSA KID, Z Press, 1979)

Dikt

Vad lustigt, jag 
hör ikväll
Frank O´Haras röst 
i mitt huvud –
när jag t. ex.
tänker i ord
är det han som säger dem
eller så är hans tonfall
i dem.
Jag är glad
att jag hörde honom
när han var i livet
och jag är glad att jag kan
höra honom nu
utan att bli ledsen,
jag ser det klart framför mig,
sättet Jimmy, alldeles
naken, med rosenblad
fastsatta på sin kropp,
sa ”Har du sett
Frank? Jag hörde
att han är i stan i kväll”.

(NEW & SELECTED POEMS, Godine, 1995)

Sång

Att lära sig skriva,
vara en god människa och komma till himlen
är en och samma sak,
men när man försöker göra allt på en gång
räcker det för att göra en galen

(TULSA KID, Z Press, 1979)

Samtal med Vladimir Majakovskij

Det är lugnt, jag medger det:
Det var bara en dröm jag hade i natt.
Jag  tog mig fram på en lerig stig
i en kolonn av nedstämda män
i de nedsmutsade utkanterna av New York,
skymningen grådaskig och förfallen,
framtiden utan hopp
när vi marscherade fram
i våra solkade, proletära trasor.
På min vänstra sida fanns Majakovskij med rakat huvud
och intill honom hans vän
med grått skägg och mörk mössa.
”Du måste medge”, sade
Majakovskij, ”att detta är ett rätt så bra
sätt att skriva en dikt.”
”Ja”, sade jag, ”farten
uppehålls av vår vandring framåt,
det ödsliga landskapet smyger i varje ord,
och du är fri att säga vad du än vill.”
”Det är för att vi befinner oss inne i dikten”,
sade han, ”inte utanför.” Pölar
av oljigt vatten glänste lite vagt under de låga molnen.
”Det är därför mina dikter var så stora:
det finns mer utrymme inuti.”
Den hårda linjen på hans haka spändes och
männen skingrades. Jag följde
hans vän bakom en mur
för att höra dikten fortsätta
i föreläsningen i historia som vännen höll,
men nej, den verkliga dikten var avslutad.
Jag gick tillbaka till platsen
där dikten hade slutat.
Vladimir hade lämnat dikten. 

(NEW & SELECTED POEMS (Godine, 1995)

Översättning Michael Economou och Vasilis Papageorgiou

 

Ευριπίδης, Ιππόλυτος Καλυπτόμενος

Τα σωζόμενα αποσπάσματα

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου

Η μετάφραση των αποσπασμάτων αυτών δημοσιεύται στο βιβλίο/πρόγραμμα παράστασης του θεάτρου Ακτίς Αελίου, το οποίο περιλαμβάνει το θεατρικό έργο μου Ιππόλυτος Καλυπτόμενος. Εκδόσεις University Studio Press, 2005 (στο βιβλίο αυτό μπορείτε επίσης να διαβάσετε περισσότερα για το χαμένο έργο του Ευριπίδη).

Φιλολογικές πηγές των αποσπασμάτων:

W. S. Barrett, Euripides, Hippolytos. Oxford University Press, 1964
Michael R. Halleran, Euripides, Hippolytus. Aris and Phillips, 1995

428
Διότι αυτοί που υπέρμετρα αποφεύγουν την Αφροδίτη
υποφέρουν όσο και αυτοί που υπέρμετρα τη θηρεύουν.

429
Διότι τη φωτιά εμείς οι γυναίκες
την αντιμετωπίζουμε με φωτιά μεγαλύτερη,
πολύ πιο δυσμάχητη.

430
Δάσκαλός μου στην τόλμη και το θράσος
ο Έρωτας, ο πιο πολυμήχανος εχθρός της ανημπόριας,
ο πιο δυσμάχητος θεός.

431
(το απόσπασμα αυτό ανήκει μάλλον στη χαμένη Φαίδρα του Σοφοκλή)

Διότι ο έρωτας δεν χτυπά μόνο τους άντρες
και τις γυναίκες, αλλά και τις ψυχές των θεών εκεί πάνω
χαράζει και τη θάλασσα διασχίζει.
Ούτε ο παντοδύναμος Δίας δεν μπορεί να τον αποφύγει,
παρά υποκύπτει και πρόθυμα ενδίδει.

432
Κάνε κάτι τώρα ο ίδιος και μετά κάλεσε τους θεούς.
Διότι και ο θεός συντρέχει αυτόν που μοχθεί.

433
Εγώ κρίνω ότι και ο νόμος δεν αξίζει σεβασμό
περισσότερο απ’ ότι είναι αναγκαίο, όταν κανείς υποφέρει.

434
Διότι τις τύχες των θνητών δεν τις ορίζει η ευσέβεια.
Πράξεις τολμηρές και χέρια αλόγιστα
θηρεύουν τα πάντα και τα κατακτούν.

435
Αν όμως σ’ αφήσω ελεύθερο και με διαβάλεις, τι πρέπει να πάθεις;

436
Ω, σεβαστή αιδώς, είθε στους θνητούς όλους να εισχωρήσεις
και τ’ αναίσχυντα να διώξεις απ’ το μυαλό τους.

437
Βλέπω ότι σε πολλούς ανθρώπους
η αλλοτινή επιτυχία γεννά ύβρη.

438
Ο πλούτος γεννά ύβρη στη ζωή, όχι η φειδώ.

439
Αλίμονο, οι περιστάσεις δεν μιλούν στους ανθρώπους,
ώστε οι δεινοί στα λόγια να σβήσουν.
Και τώρα κρύβουν την ολοφάνερη αλήθεια μ’ ευφράδεια,
έτσι που δεν πάει ο νους εκεί που πρέπει να πάει.

440
Θησέα, η καλύτερη συμβουλή μου σε σένα, αν έχεις φρόνηση,
είναι να μη πιστέψεις γυναίκα, ακόμη κι αν σου λέει την αλήθεια.

441
Ο χρόνος που κυλά αρέσκεται να λέει την αλήθεια για όλα.

442
Έτρεξε αμέσως στον στάβλο των αλόγων.

443
Ω, λαμπρέ ουρανέ και αγνό φως της μέρας,
τι χαρά να σας βλέπουν όσοι ευημερούν
και όσοι δυστυχούν, όπως εγώ.

444
Ω θεά, δεν υπάρχει τρόπος για τους θνητούς ν’ αποφύγουν το κακό
που είτε η ίδια τους η φύση προκάλεσε είτε οι θεοί έχουν στείλει.

445
Διότι οι θεοί δεν τα κρίνουν σωστά αυτά.

446
Ω, μακάριε ήρωα Ιππόλυτε,
η σωφροσύνη σου τιμήθηκε πολύ.
Στους ανθρώπους δεν υπάρχει
δύναμη μεγαλύτερη από την αγνότητα.
Και αργά ή γρήγορα στην ευσέβεια
θα δοθεί η καλή της αμοιβή.

447
Κυρίαρχος.

Υ.Γ. Σχόλιο στον Θεόκριτο
Είναι συνηθισμένο οι γυναίκες που κατέχονται από πάθος να επικαλούνται τη σελήνη, όπως ο Ευριπίδης βάζει τη Φαίδρα να κάνει στον Ιππόλυτο Καλυπτόμενο.

A tangible closeness

And indeed you are here now. The and, the you, the are, the here, the now in a cloud of their own on the way to become a bright reality. And in this springtime again the cloud does emphatically that, now here, it becomes the solidity that mostly matters, it hovers in the fresh sky with the bees, airy and translucent, it speaks in a soft voice from a tangible closeness before it finds a remotest twig to rest for a while. Then the inundation of all the other voices, the dear faces that keep each other company, all in a sweet apple that reaches us at this, the very our, moment. 
Vasilis Papageorgiou

Stamatis Polenakis

Självbiografi

Och så till slut stod alla där framför mig och väntade på mig.
Jag skulle kunna dröja något naturligtvis, ändra kurs
eller försöka utplåna spåren jag lämnade efter mig
i snön (men det fanns endast en väg och jag följde 
den ända fram till slutet). Innan jag ens föddes,
för många år sedan, visste de redan platsen 
jag skulle passera.

Notre Dame, 2008. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Βασίλης Παπαγεωργίου, Μετακοσμητικό δράμα

(Δημοσιεύτηκε στον Χάρτη 15, Μάρτιος 2020.)

ΕΔΩ

Όπως είμαι εδώ τώρα, αυτή τη στιγμή, και όπως με αντιλαμβάνονται, όπως με βλέπουν και όπως με ακούν, όπως με αγγίζουν. Όπως με συναντά μια αμεσότητα, η συναρπαστική της αναγκαιότητα. Όπως πάλλεται η καρδιά μου και το σώμα μου για χάρη της στιγμής αυτής. Όπως έχω το συναίσθημα και την αισιοδοξία, τη βεβαιότητα ότι η στιγμή είναι δική μου. Αυτό το απεριόριστο συναίσθημα. Ασυμβίβαστο και εντελώς ανεξάρτητο από το περιβάλλον του, ασυνύπαρκτο. Διορατικό και εντελώς διαχεόμενο από το περιβάλλον του. Όχι οποιοδήποτε εδώ τώρα. Είναι ένα εδώ τώρα που με συγκλονίζει, με απορροφά με άμεσο κίνδυνο να με αφανίσει.

ΤΩΡΑ

H άβυσσος καθορίζει, η απρόσιτη πρωταρχικότητά της. Μία πάντα υπερβατική άβυσσος, πάντα άγνωστη, πάντα ενεργή και παρούσα. Μια προνοητική άβυσσος, ανεπαίσθητη, απορροφημένη από την αυτοεμβαθύνουσα απόσυρσή της.

ΕΔΩ

Αυτός ο κίνδυνος, αυτή η διαπεραστική αβεβαιότητα την οποία η στιγμή διαχέει μου δίνει ευφορία, η οποία μου επιτρέπει να ανυψωθώ πέραν της στιγμής με τη στιγμή μέσα μου. Η στιγμή με σώζει, με εξυψώνει. Πάντα εδώ τώρα, από το εδώ στο τώρα, και από το τώρα στο εδώ, κατά τη διάδρασή τους, κατά τη σύμπτωσή τους. Μια δυναμική στιγμή, ένα αδιαχώριστο σημείο στον χρόνο και τον χώρο, ένα momentum με τις δικές του χρονοτροπικές και βιοχρονοτροπικές τροποποιήσεις.

ΤΩΡΑ

Η εξύψωση δημιουργείται και εκλεπτύνεται από τη δύναμη της αβύσσου. Και όλα όσα βρίσκονται ανάμεσα στο υψηλό και την άβυσσο, καθώς ταυτόχρονα υπερβαίνουν και το υψηλό και την άβυσσο, είναι η συνεχής δραστηριότητα της μετακοσμητικής, η αδιάκοπη αναδιάταξη του κόσμου, του διάκοσμου, των διαφορετικών κόσμων, των διαφορετικών αχανών διάκοσμων.

ΕΔΩ

Τι χρωματίζει τις λέξεις και τα σώματα, τους τόνους και τις κινήσεις, τι διαφαίνεται στον τρόπο με τον οποίο το σώμα στέκεται σε σχέση με τον κόσμο, με άλλα σώματα, με πράγματα, αναμνήσεις, με το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν; Η συνειδητοποίηση αγκαλιάζεται από και αγκαλιάζει την κοσμητική ροή και τους μετασχηματισμούς της, την μετακοσμητική δραστηριότητα.

ΤΩΡΑ

Ο κόσμος πάλλεται στην κατάφαση που παράγει η άβυσσος, εισπνέει και εκπνέει το δικό του ναι, και δίχως προσπάθεια φυλάσσει ένα μέρος αυτής της κατάφασης εντελώς απρόσιτο για όλους τους ανθρώπους. Το μυστήριο της δημιουργίας του, η ύπαρξή του παραμένουν για πάντα στη μη περιορίσιμη κρύπτη του. Το μυστήριο καταφάσκεται, διατηρείται ζωντανό στην κατάφαση, στον διάκοσμο. Η άρνηση, ωστόσο, παύει, αποτελειώνει, καταργεί, ακυρώνει.

ΕΔΩ

Διασχίζεις αυτόν τον τόπο. Έναν άγνωστο για σένα τόπο. Ο τόπος σε διασχίζει. Αγγίζει το χέρι σου. Και τότε σε κάνει και σταματάς να αιωρείσαι. Αυτή τη στιγμή, σ’ αυτόν τον καρδιακό παλμό, ο τόπος είναι δικός σου και συ ανήκεις στον τόπο αυτόν. Ο τόπος και η στιγμή ωριμάζουν μέσα σου με τον δικό τους ρυθμό, μέσα στον δικό τους τόνο, κατά τη διάρκεια των τροποποιήσεών τους.

ΤΩΡΑ

Ο χρόνος, ο τόπος και τα εγώ που βρίσκονται εκεί πολλαπλασιάζονται, μεταμορφώνονται, υποβάλλονται σε ηθελημένους και άθελους μετασχηματισμούς, διαθέτουν πολλαπλές ενεργειακές εστιάσεις, στρέφονται προς τον κόσμο, αποστρέφονται τον κόσμο, είναι εξωστρεφή και εσωστρεφή, πάντα παρόντα στον κόσμο. Είναι μέρος του διάκοσμου, βρίσκονται στην άκρη του κόσμου, δημιουργούν και δημιουργούνται από μια αδιάκοπη κοσμητική αναδιάταξη, μια αδιάκοπη μετακοσμητική.

ΕΔΩ

Η μυρωδιά της θάλασσας, το κενό που ανοίγει και το οποίο γεμίζει αμέσως με την πορώδη ελαφρότητά της. Αυτή που σε κρατά εκεί. Σε ένα ελάχιστο σημείο, μια απύθμενη πηγή και μια απεριόριστη επιφάνεια. Εδώ και εδώ, πάλι εδώ και εδώ. Πυκνή ή ανάλαφρη, σκοτεινή ή λαμπερή, δεν έχει σημασία ή έχει μέγιστη σημασία. Ακριβώς εδώ. Ή παντού. Είναι μια καρδιά που χτυπά και αναπηδά, ή αναπαύεται και αισθάνεται. Χτυπά και αισθάνεται ακατάπαυστα. Μια καρδιά καρδιάς. Μοιρασμένη και μοιραζόμενη ακατάπαυστα, εδώ τώρα κάτω από τα δέντρα, ακακίες και πλατάνια, και μουριές, εκεί ψηλά, παντού. Τα πλατάνια απολαμβάνουν χώρο και νερό, ρίχνουν ήδη τα φύλλα τους. Οι ακακίες παρατηρούν με νόημα και κομψότητα. Οι μουριές είναι εξ ολοκλήρου από αυτόν και από έναν άλλο κόσμο, αγγίζονται από τον αέρα μάλλον παρά τον τρυπούν, συλλέγουν ζωή, δεν τη ζουν μόνο. Ή τουλάχιστον αυτό θέλουν να πιστεύουμε.

ΤΩΡΑ

Αναδιάρθρωση, ανασχηματισμός, αναμόρφωση, αναδιάταξη. Μετακοσμέω: δημιουργία μετακόσμησης, διαφορετικής εναρμόνισης, νέας ευσυνθεσίας, άλλης τροποποίησης, άλλου διάκοσμου. Είμαι μετακόσμιος: είμαι ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους, απεριόριστος, απροσμέτρητος, ανυπολόγιστος. Και ακριβώς εδώ, τώρα, δρουν οι ανεπαίσθητες και επαισθητές μικροδιαρρυθμίσεις που αλλάζουν μακροδιαρρυθμίσεις.

ΕΔΩ

Ένα συμβάν λαμβάνει χώρα και γίνεται δικό σου δίχως να το έχει επιδιώξει, να το έχει αντιληφθεί ή να το έχει θελήσει. Και το πώς το συμβάν αυτό λαμβάνει χρόνο. Το πώς το συμβάν αυτό δεν αφορά εσένα, αλλά ούτε μπορεί να υπάρχει δίχως εσένα. Είναι η θέληση της κατάφασης που εκφράζεται. Η θέληση να πεις ναι, η θέληση που λέει ναι. Η ουσία έχει αυτό που λέει ναι και είναι αποτέλεσμα ενός ναι.

ΤΩΡΑ

Είναι εδώ και είναι πάντα ενεργό, ​​αυτό τον πέραν που ο Αντονέν Αρτώ έχει περιγράψει και το οποίο επεδίωξε. Το ανέφικτο σώμα χωρίς όργανα είναι εδώ και είναι ενεργό με όργανα που αναοργανώνουν, αναδιατάσσουν, ανατροποποιούν. Η κατάφαση μετατρέπει το ανέφικτο σε εφικτό και πιθανό, αναδιαμορφώνει το σώμα και τη συνείδηση. Διατηρεί τα πάντα και ανακαλεί στη μνήμη όλα όσα την ενισχύουν και την επεκτείνουν. Όλα όσα θέλει, επιλέγει να τα διατηρεί.

ΕΔΩ

Χρειάζεται χρόνος για να ωριμάσει κάτι, να επιτρέψει στο βάθος μέσα του να μεγαλώσει και να αποκτήσει αποχρώσεις, στοχαστικότητα και αυτο-προοπτική. Να ξεχάσει τον εαυτό του. Να βιώνει αυτή τη διαδικασία, ότι κάτι ωριμάζει, ότι η στιγμή εκπέμπει αυτή την ωριμότητα. Μια ωριμότητα που διαχέεται και γίνεται αναγκαία. Μια σκηνή, ένα γεγονός από μόνο του: να μπορείς να αισθανθείς πώς η ωριμότητα αποκτά το δικό της χρώμα, να είσαι μέρος αυτής της διαδικασίας.

ΤΩΡΑ

Η σκληρότητα αλλάζει χρώμα, γίνεται χρώμα η ίδια, γίνεται ένα μεταβαλλόμενο χρώμα: δέρμα, το χρώμα του δέρματος, χρωματική ουσία, τόνος, χροιά, χαρακτήρας, παραλλαγή, τρόπος, τροπικότητα, διακοσμητική λεπτομέρεια, εξωραϊσμός, όψη ουράνιων σωμάτων. Μια επιφάνεια που αποκαλύπτει το βάθος της, που αφήνει το βάθος να εκδηλώνεται σε μετασχηματιστικές εξελίξεις. Η σκληρότητα αλλάζει δέρμα, αλλάζει χαρακτήρα, αλλάζει τόνο, δεν μπορεί να διατηρήσει τίποτε σκληρό, δεν μπορεί να υπολογίζει σ’ αυτό.

ΕΔΩ

Το χρώμα διατηρεί τις αισθήσεις ανοιχτές, δεκτικές, εμβαθύνει και εντείνει την αναζήτηση νέων εμπειριών. Το χρώμα αποκαλύπτει νέες ψυχές, καρδιές και σώματα. Ένας τόνος, μια λέξη ταξιδεύουν στο εδώ τώρα της στιγμής και δημιουργούν γεγονότα, διαθέσεις, αντιλήψεις. Η στιγμή θέλει να χρωματίσει και να αφεθεί να τη χρωματίσουν.

ΤΩΡΑ

Η σκληρότητα μετατρέπεται σε ευφορία, και τα όργανα δεν οργανώνονται υπακούοντας στον λόγο. Στη θέση της οντολογίας η στιγμή αποκαλύπτει την οντοθεσία της, την οντοκοσμία της, στην πραγματικότητα την μετακοσμία της, όπου αυτό το «μετά» είναι ήδη εδώ, ακριβώς όπως ένα «εδώ τώρα» είναι ήδη ένα «μετά». Ο λόγος και το ον, η λογική και το είναι δεν καθορίζουν, έχουν ήδη καθοριστεί από τον κόσμο, από τη μετακοσμητική του.

ΕΔΩ

Σε αγγίζει η απαλότητα στην ωριμότητα της στιγμής. Είναι η απαλότητα της κατάφασης. Ένα κρίσιμο αίσθημα ελευθερίας όταν βιώνεις το πώς η στιγμή είναι κάτι ενέκκλητα απόλυτο. Είναι η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει η διαφορετικότητα. Η στιγμή αυτή, κατά την οποία αυτοαποκαλύπτεται η διαφορετικότητα, είναι απεριόριστα απόλυτη. Μπορείς τότε να είσαι σιωπηλό και ήσυχο άτομο ή δραστήρια εκφραστικό, εκρηκτικό ή ενδορρηκτικό, μπορείς να είσαι μέρος ενός μόνο κόσμου ή πολλαπλών κόσμων ταυτόχρονα, πάντα στη μέση ή στον δρόμο προς την έξοδο ή στις παρυφές μιας αναγνωρίσιμης ή απρόβλεπτης μετακοσμιοποίησης ή στη διαδικασία εισόδου σε μια νέα.

ΤΩΡΑ

Η άβυσσος δεν φοβίζει, εκπλήσσει μόνο, παράγει την επόμενη στιγμή και την ίδια στιγμή την επόμενη. Μας επιτρέπει να επιλέξουμε στιγμή. Μας επιτρέπει να είμαστε εν μέσω και ωστόσο ένα βήμα μπροστά, επιτρέποντας έτσι να απολαμβάνουμε την ακατάπαυστη δημιουργία από την άβυσσο νέων μετακοσμήσεων. Μας εναποθέτει εν μέσω της κατάφασης που δημιουργεί ευφορία στις ένυλες και άυλες εκκαλύψεις των σωμάτων. Μας προτρέπει να πούμε ναι, να έχουμε επίγνωση της κατάφασης και των συνεπειών της. Μας επιτρέπει να ζούμε στα ενδόμυχα της κατάφασης και στις εντάσεις της επιφάνειάς της.

ΕΔΩ

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι αυτό είναι και υψηλό και ασήμαντο ταυτόχρονα. Η ευκολία και η άνεση με τις οποίες η κατάφαση είναι πάντα κάτι μεγαλύτερο, διευρυνόμενο, την ίδια στιγμή που το ένυλο και το άυλο αποκτούν άπειρες προοπτικές, ή τη στιγμή που το ένυλο και το άυλο καταφάσκουν και υπερβαίνουν αυτή τη διαφορά μεταξύ τους. Το υψηλό καταφάσκει και το ασήμαντο απολαμβάνει την κατάφαση. Η άνεση κάνει το υψηλό ασήμαντο και το ασήμαντο υψηλό.

ΤΩΡΑ

Ο κόσμος ως ο διάκοσμος είναι τόσο μια σκηνή με έντονη αυτοσυνείδηση, όσο και μια πραγματικότητα που ξεχνά τον εαυτό της. Μια σκηνή όπου τα γεγονότα συμβαίνουν εκούσια και ακούσια εντός και εκτός των σχημάτων μιας άνευ όρων κατάφασης, μιας άνευ όρων γενναιοδωρίας. Ο κόσμος προσφέρει τη σκηνογραφική του δραστηριότητα ως θέαμα που ο ίδιος και βλέπει και δεν βλέπει, πάντα ζει, βιώνει και διαβιώνει, πάντα παράγοντας νέα ζωή.

ΕΔΩ

Η στιγμή δημιουργεί μια απόσταση ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο, ανάμεσα στον εαυτό μου και τη ζωή μου. Είναι μια απόσταση στην καρδιά του τώρα, εδώ. Η απόσταση είναι η παρουσία του ίδιου του άπειρου, των άπειρων τρόπων του, των τροποποιητικών δυνατοτήτων του. Η στιγμή δημιουργεί απόλαυση και ευφορία. Η απόσταση δημιουργεί εγγύτητα, ζεσταίνει την καρδιά. Η καρδιά είναι η απόλυτη διαφορετικότητα της στιγμής, η πλήρης διαφορά χτυπά εκεί.

ΤΩΡΑ

Η άβυσσος είναι αυτόνομη και αποκαλύπτεται σε ανυποψίαστες στιγμές. Έχει εγγενή δύναμη, απρόσιτη και απερίγραπτη, τόσο απόλυτη όσο και η διαφορετικότητα και η στιγμή που αυτή δημιουργεί και κατά την οποία αποκαλύπτεται. Είναι η δύναμη της αυτοαναδιάταξης. Είναι η δύναμη της κατάφασης που οι τροπικότητες εναρμονίζουν πριν αυτή μας κατακλύσει.

ΕΔΩ

Μια τραγική συναίσθηση ή επίγνωση, η οποία είναι επίσης μια αντίληψη της τραγικής ειρωνείας, καθορίζει τον τρόπο που η στιγμή επηρεάζει σώμα και σκέψεις. Μπορεί να γεμίσει με σοβαρότητα ή ελαφρότητα όλα όσα συμβαίνουν στον χώρο που η στιγμή διανοίγει. Η αβεβαιότητα που μπορεί να προκαλέσει το απρόσιτο θα μπορούσε να μας αποσπάσει από τις δραστηριότητες της κατάφασης, θα μπορούσε να μας αναγκάσει να παραβλέψουμε ότι το απρόσιτο, η άβυσσος, είναι η ίδια η κατάφαση. Η παράβλεψη και η διάσπαση θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχία. Το ίδιο το τραγικό δεν συμβαίνει, δεν του παρέχεται χώρος στην κατάφαση.

ΤΩΡΑ

Στις αναδιατακτικές μεταμορφώσεις του κόσμου, στις μετακοσμήσεις του, ο λόγος είναι δίχως λόγο, τα όργανα δίχως όργανα, τα σώματα δίχως σώμα, η ψυχή δίχως ψυχή, η σκηνή δίχως σκηνή, το θέαμα δίχως θέαμα, το θέατρο δίχως θέατρο. Κάθε άρνηση έχει ήδη αναιρεθεί από την κατάφαση.

ΕΔΩ

Η κατάφαση δημιουργεί γαλήνη, δημιουργεί αναταραχή, είναι έντονη, είναι ήρεμη. Έχει ρυθμούς και τόνους, μας βλέπει κατάματα, ξεχνά τόσο εμάς, όσο και τον εαυτό της. Στο περβάζι βρίσκεται ένα μικρό λευκό βάζο με δύο γαλαζωπές ορτανσίες και δίπλα του δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που δείχνουν τρεις ανθρώπους, έναν νεαρό άνδρα με το ποδήλατό του στη μια, μια μητέρα και ένα παιδί που κρατιούνται απ’ το χέρι στην άλλη. Η ζωή διαχέεται αργά, ή γρήγορα, μέσα τους, μυρίζει, ακούγεται, χειρονομεί. Κάποιος άνθρωπος πλησιάζει από έξω, ακουμπά το πρόσωπό του στο τζάμι και χαιρετά. Το παράθυρο ανοίγει, ο αέρας μπαίνει μέσα, λέξεις αναμιγνύονται με λέξεις, σώματα αγγίζουν το ένα το άλλο, συνομιλούν. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, με ένα «ωστόσο» ή δίχως.

ΤΩΡΑ

Μια ασταμάτητη σωματική, ψυχική και διανοητική τοποθέτηση μπροστά σε οτιδήποτε συμβαίνει και στον χρόνο και τον χώρο του κόσμου. Πώς συναντάμε και πώς χρωματίζουμε ένα ναι, πώς και πότε μεταβάλλεται ένα όχι σε ένα ναι, πώς ρέει το τώρα εδώ, πώς εκφέρεται ο λόγος δίχως λόγο, και το σώμα δίχως σώμα. Πώς γεννιέται η γενναιοδωρία και πώς διατηρείται και πολλαπλασιάζεται, και πώς αυτοεξαλείφεται ταυτόχρονα.

ΕΔΩ

Το σώμα ως κόσμος, ο λόγος ως κόσμος, ψυχή ως κόσμος. Το δράμα ως κόσμος. Δραματικότητα που δημιουργείται από τις μετακοσμήσεις της στιγμής. Ό,τι λέγεται και ό,τι δεν λέγεται, το ορατό και αόρατο, ό,τι βιώνεται και ό,τι δεν βιώνεται, το αισθητό και το μη αισθητό, το ανώνυμο και το επώνυμο. Ανοιχτά πεδία, κλειστοί χώροι, ένα τράνταγμα και μια ακινησία.  Ένα ναι λέγεται ή δείχνεται ή εννοείται. Κάποιοι άνθρωποι το αποδέχονται, σκύβουν το κεφάλι ή απαντούν με λέξεις, με τα χέρια, με τα μάτια. Όλα μπορούν να συμβούν, όλα συμβαίνουν ήδη.

ΤΩΡΑ

Η ισχυρή παρουσία ως ισχυρή απουσία δημιουργεί ένα γεγονός, μια συνεχή μετανάστευση προς κάθε κατεύθυνση, προς κάθε διάσταση. Δημιουργεί μια αδιάκοπη εξέλιξη διαφορετικοτήτων, ένα ρεύμα ενικοτήτων, μια αδιάκοπη στιγμιαιότητα.

ΕΔΩ

Από την άβυσσο που αυτοπαράγεται αδιάλειπτα, αναδύεται η αισθαντικότητα, διαχέεται, μεταμορφώνεται, αυτοχρωματίζεται με αδιανόητους τρόπους, παίρνει αδιανόητες διαστάσεις, ταυτίζεται με την άβυσσο, την κάνει να αποσύρεται. Το σώμα ιδρώνει στη ζέστη, η αποδεκτικότητά του κάνει τα μέλη να αιωρούνται ελεύθερα, μια ισχυρή αίσθηση κρατά το βλέμμα προσηλωμένο σε μια στιγμή, ένα σημείο στον χώρο και στον χρόνο που μειώνεται καθώς διευρύνεται. Που απαιτεί μια απόφαση.

ΤΩΡΑ

Η αισθαντικότητα, η ειρωνεία, η διάθεση, οι κινήσεις διαπερνιούνται από την ευθύνη που κάθε απόφαση, κάθε στάση αποζητά. Κάθε λέξη, κάθε ματιά, κάθε επικοινωνία υποστηρίζεται από την ηθική δύναμη της κατάφασης και αντανακλάται σ’ αυτήν. Μας συνυφαίνει. Συνυφαινόμαστε αισθητά και ανεπαίσθητα. Ένας ρυθμός πάντα παραμένει, μετατρέπεται σε ρυθμούς με ή δίχως κανονικότητα. Η κατάφαση είναι πάντα σε κίνηση, μας κινεί πάντα.

ΕΔΩ

Οι ρυθμοί τονίζουν τη δραματικότητα. Η δράση προτρέπει τα σώματα να κινούνται σε αποχρώσεις, παρακινεί τις φωνές να γεμίζουν τα σώματα και τα σώματα τις φωνές. Κάθε ιδιαίτερος ρυθμός, κάθε σωματική κίνηση, κάθε γλωσσική απόχρωση είναι καλά ενσωματωμένη στην ενέργεια του δράματος, στον μεταβαλλόμενο κόσμο του, και συμβάλλει στην ευφορία που η τραγική επίγνωση διαχέει.

ΤΩΡΑ

Ξεκινάς από κάτι συγκεκριμένο ή κάτι αφηρημένο και αφήνεις τον ρυθμό της στιγμής να σχηματίσει έναν χαρακτήρα, μια διάθεση, ένα γεγονός ή ένα συναίσθημα, κάτι κοντινό και απτό, ή κάτι απομακρυσμένο και ίσως και απερίγραπτο. Σημεία εκκίνησης:  Ένας περιβάλλων κήπος ή το παιχνίδι των σκιών στο φύλλωμα, τα προαισθήματα που δημιουργούν το παιχνίδι και δημιουργούνται από αυτό, τα αισθητά και μεταφορικά αγγίγματα της σκιάς και του φωτός, η μετέωρη πραγματικότητα της ψυχικής διάθεσης ή η υλικότητα των αντικειμένων και οι όροι που επιβάλλουν, οι ισορροπίες και οι ανισορροπίες που δημιουργούμε και που μας δημιουργούν, οι αντιπαραθέσεις ή η απαιτητική και λεπτή αποφυγή τους. Καθετί κρίσιμο που μπορεί να μας τύχει, η γοητεία που μας ανυψώνει. Μαζί με άλλους ή μόνους. Εμείς και οι άλλοι άνθρωποι, εμείς ή άλλοι. Πάντα εδώ.

ΕΔΩ

Αν δύο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους συναντιούνται ξαφνικά σε ένα δωμάτιο αυτή ακριβώς τη στιγμή στη μέση ενός κόσμου που κανένας ουρανός δεν περιορίζει, αν συμβαίνει κάτι ουσιαστικό ή ανούσιο εκεί, άμεσα μεταξύ τους ή έμμεσα δίπλα τους, ότι έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους ή με τον εαυτό τους, συγχρόνως ή ξεχωριστά, αν εκδηλώνονται προσωπικότητες, αν τα σώματα δημιουργούν κύματα ενέργειας, αν ένας κόσμος αυτοαποκαλύπτεται και με συνεπείς ή ασυνεπείς τρόπους, σε διαφορετικούς βαθμούς, επιτρέπει στην καρδιά να δείχνει τη θέλησή της, επιτρέπει στον νου να δείχνει τις σκέψεις του, επιτρέπει σε καρδιά και νου να εισέλθουν στο διαχρονικό και συγχρονικό, στις συνομιλίες της ιστορίας με το παρόν, επιτρέπει να εκφράσουν τα προαισθήματά τους και τις προθέσεις τους, να προβάλλουν τη διορατικότητα τους στο μέλλον. Αν αυτό το «αν» χορεύει ή κοιμάται, αν επιτυχώς υπάρχει μόνο του ή συνυπάρχει με οποιουσδήποτε και οτιδήποτε, εκτός από την άρνηση.

ΤΩΡΑ

Ο Χένρικ Ίψεν στη Χέντα Γκάμπλερ δεν μας προσφέρει πολλούς συλλογισμούς. Στο δράμα του είναι οι επίμονες ανταπαντήσεις στη ροή του διαλόγου που οδηγούν από το ένα σημείο στο άλλο. Στα δράματα της Σάρα Κέιν είναι οι αλλεπάλληλες, συναισθηματικά φορτισμένες εκρήξεις που θέλουν να μας συνταράξουν. Στον Άμλετ και στη Μήδεια ο Σαίξπηρ και ο Ευριπίδης μας προσφέρουν στοχασμούς, κυρίως στους μονόλογους του Άμλετ και της Μήδειας, περί των συνθηκών και των όρων διαβίωσης στον πύργο της Ελσινόρης και περί των νόμων στην Ελλάδα. Επιπλέον στο δράμα του Ίψεν δεν υπάρχει κανένας μονόλογος. Και μερικές φορές σε ορισμένους συγγραφείς που είναι εξαιρετικοί στο να περιγράφουν λεπτομερώς (όπως ο Πέτερ Χάντκε ή η Εύα Ρούνεφελτ, για παράδειγμα), οι περιγραφές τους μετατρέπονται σε συλλογιστικές απεικονίσεις. Σκέψεις, περιγραφές, συναισθήματα μας προτρέπουν να αντιδράμε και να δράμε. Όλα αυτά μαζί ή ξεχωριστά.

ΕΔΩ

Η στιγμή αποδίδει τον μονόλογό της, μιλά στον εαυτό της ή σε κάποιον άλλον ή σε κάποιους άλλους ανθρώπους, παρόντες ή απόντες, πραγματικούς ή φανταστικούς. Ο μονόλογός της είναι συνειδητός, συγκεκριμένος και συνεπής ή ονειρώδης, ημισυνειδητός και ημισυγκροτημένος. Η στιγμή είσαι εσύ, ο χρόνος ρέει και ο χώρος που ζει τη δική του ζωή είσαι εσύ, ο κόσμος είσαι εσύ, είσαι μέρος των διακοσμητικών και μετακοσμητικών μεταμορφώσεων του κόσμου.

ΤΩΡΑ

Η στιγμή αποκτά μια δομή, ένα δικό της σώμα, μια δική της καρδιά, ξεδιπλώνεται με όποιο τρόπο θέλει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση θέλει, σταματά όπου θέλει, κάνει παύσεις όποτε θέλει, δεν μένει ποτέ στάσιμη. Η στιγμή είναι νομαδική, μετακινείται από εδώ τώρα στο επόμενο εδώ τώρα, είναι ατομική και συλλογική, καλλιεργεί την ενικότητά της καθώς τη μοιράζεται, ανοίγοντάς την προς όλους και όλα. Η σκηνή που δημιουργείται σε αυτή τη στιγμή ή εκκινεί από αυτή κινδυνεύει να μην υπάρχει την επόμενη στιγμή, αλλά δεν κινδυνεύει να αγνοηθεί ή να ξεχαστεί, δεν εξαλείφεται. Ενισχύει τη δύναμη της κατάφασης, επεκτείνει την μετακοσμητική δραστηριότητα, κάνει τη λευκή βοή του κόσμου να συνεχίζει να ποικίλλει. 

ΕΔΩ

Σε αυτή τη μεταβαλλόμενη διαδικασία το κωμικό και το τραγικό διηθούνται μέσα από συνθέσεις που τα καθιστούν άσχετα. Το κωμικό και το τραγικό απορροφούνται από την ευφορία που δημιουργεί η καταφατική βοή. Και τότε το γέλιο ή η θλίψη επανέρχονται με την εντελώς προσωπική τους διαφορετικότητα, την έντονή τους ατομικότητα. μας συνταράσσουν με την ενικότητά τους, την εγγενή τους δύναμη. Η σκηνή που τότε δημιουργείται μπορεί πράγματι να μας ταρακουνήσει. Αυτή ακριβώς τη διευρυνόμενη στιγμή.

ΤΩΡΑ

Τι πραγματικά συμβαίνει στην Αντιγόνη του Σοφοκλή; Πότε αποφασίζει η Αντιγόνη να δράσει; Και πολύ αργότερα στο δράμα, πώς επηρεάζουν οι πράξεις της την ίδια και τους άλλους ανθρώπους γύρω της; Η σαφήνεια επιτυγχάνεται σταδιακά από τις ενέργειες των προσώπων ενώπιόν μας.  Ή, όπως Στην μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι του Μπερνάρ Μαρί Κολτές ή στο Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ η σαφήνεια συνίσταται σε μια φωτεινή ασάφεια που εξαρτάται από μια σειρά ενεργειών ή αποφάσεων που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να κατανοήσουμε, που ακόμη ίσως και τα πρόσωπα του δράματος δεν κατανοούν, από πολλά που έχουν ήδη συμβεί εκτός του εδώ τώρα του δράματος. Και έτσι είναι πολλά αυτά που πρέπει να διαισθανθούμε, να μαντέψουμε ή να τα αφήσουμε να παραμείνουν ανενόχλητα, ανείπωτα, απρόβλεπτα ανάμεσα στις σειρές του διαλόγου, ανάμεσα στις πράξεις των προσώπων, ανάμεσα στα ίδια τα πρόσωπα. Πάντα ενώπιόν μας, τη στιγμή που αυτή γίνεται και δική μας.

ΕΔΩ

Μια αλεπού, ένας μικρός πρίγκιπας, ένα εξημέρωμα και ένας αποχαιρετισμός, και κει εν μέσω του κόσμου, ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους και ίσως και πέρα από αυτούς, υπάρχει το πιο σημαντικό από όλα, η αγάπη. Μια αγάπη που δημιουργεί ευφορία και απελευθερώνει, η οποία συνεχώς δίνει περισσότερα από όσα καταναλώνει. Μια αγάπη που μετατρέπει την ψυχή σε σώμα και το σώμα σε ψυχή. Μετατρέπει τα πάντα σε μια διαρκώς ιδιαίτερη καρδιά. Θέλω να νιώσω την ιδιαίτερη καρδιά σου, θέλω να την αγγίξω. Σε μια στιγμή όπως αυτή.

Vasilis Papageorgiou, Metakosmetiskt drama

(Om ögonblicket här nu, i vilket världen ständigt avslöjar sig som ett nytt kosmos, som singulära arrangemang, där den tragiska medvetenheten bejakar annorlundaheten och avgrunden som framkallar det. Publicerad i Cecilia Davidsson, Röster om att läsa och skriva, Trolltrumma 2019.)

HÄR 

Att vara här nu, i detta ögonblick, och bli förnummen, sedd och hörd, att bli rörd. Att nås av en omedelbarhet, av dess medryckande angelägenhet. Att få hjärtat och kroppen att pulsera för detta ögonblicks skull. Att få känslan och tillförsikten, förvissningen om att ögonblicket är mitt. Denna oinskränkta känsla. Kompromisslös och helt oberoende av sin omgivning. Vidsynt och helt genomandad av sin omgivning. Inte vilket här nu som helst. Det är ett här nu som skakar mig, absorberar mig med omedelbar risk att omintetgöra mig.   

NU 

Det är avgrunden som avgör, dess oåtkomliga ursprunglighet. En alltid överskridande avgrund, alltid okänd, alltid aktiv och närvarande. En försynt avgrund, oförnimbar, upptagen av sin självfördjupande tillbakadragenhet. 

HÄR 

Denna risk, denna skarpa ovisshet som ögonblicket utströmmar skänker mig eufori som låter mig lyftas ut ur ögonblicket med det i mig. Risken räddar mig. Den frälser mig. Den sublimerar mig. Alltid här nu, från här till nu, och från nu till här, i samspelet mellan dem, i deras sammanfallande. Ett energiskt stigme, en oskiljbar punkt i tiden och i rummet, ett momentum med sina kronotopiska och biokronotopiska modifikationer.

NU

Det sublima skapas och förfinas av avgrundens kraft. Och allt som ligger mellan det sublima och avgrunden, samtidigt som det helt oförutsägbart överskrider dem, är metakosmetikens ständigt pågående verksamhet, det oavlåtliga omordnandet av världen, av kosmos, av olika världar, olika kosmos.

HÄR 

Vad färgar orden och kropparna, tonerna och rörelserna, vad syns i sättet på vilket kroppen ställer sig i förhållande till världen, till andra kroppar, till tingen, minnen, nuet, framtiden och det gångna? En medvetenhet omfamnas av och omfamnar kosmetikens flöde och förvandlingar, den metakosmetiska aktiviteten.

NU 

Världen pulserar i bejakelsen som avgrunden frambringar, den andas in och ut sitt eget ja, och utan att anstränga sig bevarar den en del av denna bejakelse fullständigt onåbar för alla. Mysteriet av dess tillblivelse, dess existens stannar i sin alltid oinskränktbara krypta. Mysteriet bejakas, det bevaras levande i bejakelsen, i kosmos. Negationen emellertid pausar, avslutar, avskaffar, annullerar.

HÄR 

Du går genom denna plats. En för dig helt okänd plats. Den går genom dig. Den vidrör dig i handen. Och då får den dig att sluta sväva. I detta ögonblick, i detta hjärtslag är platsen din, du är platsens. Platsen och stunden mognar inom dig i sin egen rytm och sin egen ton, i sina egna modifikationer.

NU
Stunden, platsen och jagen där mångfaldigas, förvandlas, genomgår frivilliga och ofrivilliga metamorfoser, de har multipla energiska fokus, de är världsvända, världsfrånvända, extroverta och introverta, alltid världsnärvarande. De är en del av kosmos, de befinner sig vid kanten av kosmos, de skapar och skapas av ett ständigt kosmetiskt omarrangerande, är en ständig metakosmetik.  

HÄR 

Havets lukt, tomrummet den öppnar och som den omedelbart fyller med sin porösa lätthet. Den som fäster dig där. I en minsta punkt, en bottenlös källa och en gränslös yta. Här och här, här igen och här. Tät eller lätt, mörk eller glänsande, det spelar ingen roll eller det gör det i högsta grad. Just här. Eller överallt. Det är ett hjärta som slår och studsar, eller vilar och känner. Det slår och känner oavbrutet. Ett hjärtans hjärta. Delat och delande oavbrutet, här nu under träden, akacior och plataner och mullbärsträd, där uppe, överallt. Platanerna njuter av rymd och vatten, fäller löv redan. Akaciorna observerar menande och elegant. Mullbärsträden är helt och hållet av denna och av en annan värld, de är berörda av luften snarare än punkterar den, de samlar liv snarare än enbart lever det, eller så låter de oss tro.

NU

Omordnande, omskapande, omgestaltande, omdanande. Metakosmeo: skapar metakosmesis, ordnar annorlunda, bringar i ett annat läge, modifierar, dekorerar. Att vara metakosmios: att vara mellan olika världar, att vara oöverskådlig, omåttlig, omättbar. Och just här, nu, verkar de förnimbara och oförnimbara mikroarrangemang som förändrar makroarrangemag.

HÄR 

En händelse äger rum som blir din utan att ha strävat efter det eller märkt det eller velat det. 

Hur denna händelse tar sin tid nu. Och hur denna händelse inte gäller dig men inte kan vara utan dig heller. Det är bejakelsens vilja som uttrycker sig. Viljan att säga ja, viljan som säger ja. Substans har det som säger ja och är resultatet av ett ja. 

NU

Det är här och det är ständigt aktivt, detta bortom som Antonin Artaud har skildrat och strävat efter. Den omöjliga kroppen utan organ är här och är aktiv med organ som omorganiserar, omarrangerar, ommodifierar. Bejakelsen förvandlar det omöjliga till möjligheter och sannolikheter, den ställer om kropp och medvetande. Den bevarar allt och återkallar allt som stärker och utökar det. Allt det vill, det väljer att bevara.    

HÄR 

Det tar tid för något att mogna, att få djupet att växa i sig och ge det skiftningar, ge det eftertänksamhet och självperspektiv. Att få det att glömma sig självt. Att uppleva denna process, att något mognar, att ögonblicket utstrålar denna mognad. En mognad som sprider sig och blir angelägen. En scen, en händelse i sig: att känna hur mognaden får sin egen färg, vara en del av denna process. 

NU

Grymheten byter färg, den blir till färg själv, den blir ett skiftande chroma: hud, hudfärg, färg, ton, nyans, karaktär, modalitet, prydnadsmönster, utsmyckning, de himmelska kropparnas utseende. En yta som avslöjar sitt djup, låter djupet visar sig i en förvandlande utveckling. Grymheten byter skinn, byter karaktär, byter ton, den kan inte behålla något grymt, kan inte räkna med det.

HÄR 

Chromat bevarar sinnena öppna, mottagliga, det fördjupar och intensifierar sökandet efter nya upplevelser. Chromat uppenbarar nya själar, hjärtan och kroppar. En ton, ett ord färdas i ögonblickets här nu och genererar händelser, sinnesstämningar, uppfattningar. Ögonblicket vill färga och låta sig färgas. 

NU

Grymheten blir till eufori, och organ organiserar inte efter logos. Istället för ontologi avslöjar ögonblicket sin ontothesia, sin ontokosmia, egentligen sin metakosmia, i vilken detta ”meta” redan är här, precis som ett ”här nu” redan är ett ”meta”. Logos och on, logiken och varandet bestämmer inte, de har redan bestämts av kosmos, av dess metakosmetik.

HÄR 

Du nås av en mjukhet i ögonblickets mognad. Det är bejakelsens mjukhet. En avgörande känsla av frihet när du upplever hur ögonblicket står för något oåterkalleligt absolut. Det är då själva skillnaden äger rum. Ögonblicket, under vilket skillnaden uppenbarar sig, är oinskränkt absolut. Du kan då vara tyst och stilla eller energiskt uttrycksfull, du kan vara både implosiv och explosiv, kan vara en del av en enda värld eller av många världar på en gång, alltid mitt i och även på väg ut ur, vid kanten av en igenkännbar eller oförutsägbar metakosmetisering, i färd med att komma in i en annan. 

NU
Avgrunden skrämmer inte, den överraskar bara, den genererar nästa ögonblick och i samma ögonblick nästa igen. Den låter oss välja ögonblick. Den låter oss vara mitt i och ändå även ett steg före, och således låter den oss njuta av hur det ur avgrunden ideligen skapas nya metakosmeser. Den placerar oss mitt i bejakelsen som skapar eufori i kropparnas materiella och icke materiella uppenbarelser. Den manar oss att säga ja, vara medvetna om bejakelsens vardande och dess konsekvenser. Den får oss leva i bejakelsens innandömen och ytspänningar.

HÄR 

Det är inte alls märkligt att det är både sublimt och trivialt på en och samma gång. Lättheten och otvungenheten med vilka bejakelsen ständigt är något större, utvidgande, samtidigt som det materiella och icke materiella får oändliga perspektiv, eller då det materiella och icke materiella både bejakar och överskrider denna skillnad mellan dem. Det sublima bejakar och det triviala njuter av bejakelsen. Otvungenheten gör det sublima trivialt och det triviala sublimt.

NU 

Världen som kosmos är både en intensivt självmedveten scen och en självglömd verklighet. En scen där händelser äger rum frivilligt och ofrivilligt inom och utanför mönster av en ovillkorlig bejakelse, en ovillkorlig generositet. Kosmos bjuder sin scenogoniska aktivitet som ett skådespel både sett och icke sett av sig självt, och alltid levt, upplevt och genomlevt, alltid livsalstrande.  

HÄR 

Ögonblicket skapar en distans mellan mig och världen, mellan mig själv och mitt eget liv. Det är en distans i hjärtat av nuet, just här. Distansen är själva oändlighetens närvaro, dess oändliga modaliteter och modalitetsmöjligheter. Ögonblicket skapar njutning och eufori. Distansen skapar närhet, den värmer hjärtat. Hjärtat är ögonblickets absoluta annorlundahet, den fullständiga skillnaden bultar där.

NU

Avgrunden är autonom och avslöjar sig i oanade ögonblick. Den har en immanent kraft, oåtkomlig och obeskrivlig, lika absolut som annorlundaheten och ögonblicket den skapar och uppenbarar sig i. Det är kraften att omarrangera sig själv. Det är bejakelsens kraft som modifikationerna modererar innan den överväldigar oss. 

HÄR 

En tragisk medvetenhet eller insiktsfullhet, som även är en uppfattning av tragisk ironi, avgör hur ögonblicket påverkar kropp och tankar. Den kan fylla med allvar eller lätthet allt som äger rum i händelserna som ögonblicket framkallar. Den osäkerhet som det onåbara kan medföra skulle kunna distrahera oss från bejakelsens verksamhet, den skulle kunna få oss att förbise att det onåbara, avgrunden, är själva bejakelsen. Förbiseendet och distraherandet skulle kunna skapa oro. Det tragiska självt äger inte rum, det får inte plats i bejakelsen.

NU

I kosmos omordnande förvandlingar, i dess metakosmeser, är logos utan logos, organen utan organ, kropparna utan kropp, själen utan själ, scenen utan scen, skådespelet utan skådespel, teatern utan teater. Allt negerande har redan upphävts av bejakelsen.

HÄR 

Bejakelsen skapar frid, den skapar turbulens, den är intensiv, den är lugn. Den har rytmer och toner, den tittar rakt in oss, den glömmer både oss och sig själv. På fönsterbrädan står en liten vit vas med två blåaktiga hortensior i, två svartvita fotografier som visar tre personer, en ung man med sin cykel i den ena, en mor och ett barn som håller varandra i handen i den andra. Livet sprider sig sakta, eller fort, över dem, det doftar, det hörs, det gestikulerar. Någon närmar sig utifrån, lägger ansiktet mot fönsterrutan och hälsar. Fönstret öppnas, luften kommer in, ord blandas med ord, kroppar vidrör varandra, samtalar. Allt kan hända, med ett ”ändå” eller utan.

NU

En oavlåtlig kroppslig, själslig och mental placering gentemot allt som tar plats och tid i kosmos. Hur kommer vi fram till och hur nyanserar vi ett ja, hur och när blir ett nej till ett ja, hur flyter nuet här, hur framförs logos utan logos och kroppen utan kropp. Hur blir generositeten till och hur bevaras den och mångfaldigas, och hur utplånar den sig själv samtidigt.

HÄR 

Kroppen som kosmos, logos som kosmos, själen som kosmos. Dramat som kosmos. Dramatiken som skapas av ögonblickets metakosmeser. Det sagda och osagda, det synliga och osynliga, det upplevda och oupplevda, det sinnliga och osinnliga, det namnlösa och namngivna, det kända och okända, det delade och odelade, det personliga och opersonliga. Öppna fält, slutna rum, ett skakande och ett stillastående. Ett ja sägs eller visas eller menas. Någon tar emot det, böjer på huvudet eller svarar med ord, med händerna, med ögonen. Allt kan hända, allt händer redan.

NU

En stark närvaro som en stark frånvaro skapar en händelse, en ständig migration åt alla riktningar, åt alla dimensioner. Den skapar en oupphörlig process av annorlundaheter, en ström av singulariteter, en oupphörlig ögonblicklighet. 

HÄR 

Ur avgrunden som oavbrutet genererar sig själv rinner sensibiliteten upp, sprider sig, förvandlas, nyanserar sig på oanade sätt, i oanade dimensioner, blir ett med avgrunden, får den att dra sig undan. Kroppen svettas i värmen, dess mottaglighet får lemmarna att sväva fritt, en stark känsla håller blicken fäst länge på ett stigme, en punkt, som minskar samtidigt som den utvidgar sig. Som kräver ett beslut.  

NU
Sinnligheten, ironin, sinnesstämningen, åtbörderna genomandas av det ansvar som varje beslut, varje ställningstagande ber om att få. Varje ord, varje blick, varje kommunikation bärs upp av och speglar sig i bejakelsens etiska kraft. Den flätar oss samman. Vi flätas samman märkbart och omärkbart. En rytm blir alltid kvar, den blir till rytmer med eller utan regelbundenhet. Bejakelsen är i rörelse alltid, rör oss alltid.

HÄR 

Rytmerna framhäver det dramatiska. Det handlingsmässiga stimulerar kropparna att röra sig i skiftningar, det får rösterna att fylla kropparna och kropparna rösterna. Varje särskild rytm, varje kroppslig rörelse, varje språklig skiftning är väl inbyggd i dramatikens energi, i dess växlande kosmos, och bidrar till den eufori som den tragiska insikten sprider.

NU

Du utgår från något konkret eller något abstrakt och du låter ögonblickets rytm utforma en karaktär, en stämning, en händelse eller en känsla, något nära och vidrörbart eller något avlägset och kanske även obeskrivbart. En omgivande trädgård, eller skuggspelet i lövverket, aningarna som spelet genererar eller genereras av, skuggans och ljusets påtagliga och metaforiska vidröringar, sinnesstämningens svävande verklighet eller föremålens faktiskhet och villkor de ställer, de balanser och obalanser vi skapar och skapas av, konfrontationer eller det krävande och subtila undvikandet av dem. Det ödesdigra som kan drabba oss, en fascination som lyfter oss. Tillsammans med andra eller ensamma. Vi och de, vi eller de. Alltid här nu. 

HÄR 

Att två personer okända för varandra plötsligt möts i ett rum i just detta ögonblick mitt i ett kosmos som ingen himmel begränsar, att något väsentligt eller oväsentligt äger rum där, direkt mellan dem eller indirekt intill dem, att de kommer i konflikt med varandra eller med sig själv parallellt med varandra eller separat, att personligheter manifesterar sig, att kroppar skapar vågor av energi, att en värld uppenbarar sig och på konsekventa eller inkonsekventa sätt i varierande grader låter hjärtat visa sin vilja, låter hjärnan visa sina tankar, låter hjärta och hjärna komma in i det diakroniska och det synkroniska, i historiens och samtidens samtal med varandra, låter dem ge uttryck åt sina aningar och intentioner, kasta sin insiktfullhet in i framtiden. Att detta ”att” dansar eller sover, klarar sig ensamt och med vilka och vad som helst, utom negationen.

NU

Hedda Gabler erbjuder Henrik Ibsen oss inte så mycket tankeverksamhet. I dramat är det en ihärdig replikutväxling som i det dramatiska flödet tar oss från ena punkten till det nästa. I Sarah Kanes dramer är det ena känsloladdade utbrottet efter det omedelbart andra som vill skaka oss. I Hamlet och Medea får vi ständigt tankeväckande repliker av Shakespeare och Euripides, inte minst i Hamlets och Medeas monologer om livets krav på slottet i Helsingör och om lagarna i Grekland. I Ibsens drama dessutom finns inte någon monolog alls. Och ibland, hos vissa författare som är enastående på att beskriva minutiöst (som Peter Handke eller Eva Runefelt, till exempel), förvandlas deras beskrivningar till reflekterande skildringar. Tankar, beskrivningar, känslor får oss att reagera och agera. Alla tillsammans eller separat. 

HÄR 

Ögonblicket håller sin monolog, det talar till sig självt eller till någon annan eller några andra, närvarande eller frånvarande, verkliga eller fiktiva. Dess monolog är medveten, konkret och diskursiv eller drömsk, halvmedveten och halvsammanhållen. Ögonblicket är du, tiden som rinner och platsen som lever sitt eget liv är du, världen är du, du är en del av världens kosmetiska och metakosmetiska förvandlingar. 

NU
Ögonblicket får en struktur, en egen kropp, ett eget hjärta, det vecklar ut sig hur det än vill, mot vilken riktning det än vill, stannar var det än vill, pausar närhelst det vill, stagnerar aldrig. Ögonblicket är nomadiskt, rör sig från här nu till nästa här nu, det är enskilt och kollektivt, det odlar sin singularitet samtidigt som det delar den med sig, öppnar den åt alla och allt. Scenen som byggs upp i eller utifrån detta ögonblick riskerar att inte existera i nästa ögonblick, men det riskerar inte att ignoreras eller glömmas bort, det utplånas inte. Det stärker bejakelsens kraft, det utvidgar den metakosmetiska aktiviteten, det får världens vita sorl att skifta vidare.

HÄR 

I denna skiftande process destilleras det komiska och det tragiska av synteser som gör dem irrelevanta. Det komiska och det tragiska går upp i den eufori som det bejakande sorlet skapar. Och då kommer skrattet eller sorgen tillbaka med sin alldeles personliga annorlundahet, sin intensiva individualitet. De drabbar oss med sin singularitet, sin immanenta kraft. Scenen som byggs upp då kan verkligen skaka om oss. I just detta expanderade ögonblick.

NU

Vad händer egentligen i Sofokles Antigone? När bestämmer Antigone sig för att handla? Och, långt senare i dramat, hur påverkar hennes handlingar henne själv och de andra omkring henne? Klarheten utvecklas av personernas ageranden här framför oss. Eller, såsom i Bernard Marie Koltès I bomullsfältens ensamhet eller i Harold Pinters Ashes to Ashes, består klarheten av en luminös oklarhet som är beroende av en rad ageranden eller beslut som vi inte kan förutse eller förstå, som kanske även personerna i dramerna inte förstår, av mycket som redan ägt rum utanför och före dramats här nu. Och då är det mycket som ska anas, gissas, eller lämnas leva oberört, osagt, oförutsett mellan raderna, mellan handlingarna, mellan personerna. Alltid framför oss, i det ögonblick som blir vårt eget också.

HÄR 

En räv, en liten prins, ett tämjande och ett avsked, och där mitt i kosmos, mellan de olika kosmos och kanske även bortom dem, finns det viktigast av allt, kärleken. En kärlek som skapar eufori och befriar, som oavbrutet ger mer än den förbrukar. En kärlek som förvandlar själen till kropp och kroppen till själ. Det förvandlar allt till ett ständigt särpräglat hjärta. Jag vill känna ditt särpräglade hjärta, jag vill röra det. I ett ögonblick som detta. 

Like eternity

Circles open. Circles close. Circles open and close. Circles spin. Circles get lost, return, hover, touch, speak or are silent. Circles are being squared or take another shape or have no shape at all but are only sensation and intuition. Circles that approach as they move away. A car stops and someone parks it accurately in the small space along the pavement. A circle like a halo, like yet another headlight, like a cinnamon bun, double like eternity.

Vasilis Papageorgiou

Επανεπίσκεψη: Ελάχιστα καβαφικά

Βασίλης Παπαγεωργίου
Ελάχιστα καβαφικά
Εντευκτήριο 32, Φθινόπωρο 1995 (Εδώ με ελάχιστες, τυπικές κυρίως, αλλαγές.)

«Γνωρίσματα»

«Μικρής σημασίας» το ποίημα αυτό κατά τον Ποντάνι, ο οποίος κλείνει το σχόλιό του με τη διαβεβαίωση: «Το ποίημα δεν είναι παρά μια μέτρια άσκηση» (Filippo Maria Pontani, Επτά δοκίμια και μελετήματα για τον Καβάφη: 1936-1974, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991, σ. 184-185). Η σημασία, όμως του ποιήματος ξαφνικά μεγαλώνει αι από «μέτρια άσκηση» γίνεται οξύτατη παρατήρηση και λεπτότατη κατάθεση, όταν λάβουμε υπόψη και τα εξής: Ο Καβάφης δεν «αντικαθιστά», απλώς, «τους κατοίκους των Δελφών και τη δάφνη με τους Ασσυρίους και τον πώγωνα». Σε αντίθεση προς τον Ιμέριο, αναφέρει πρώτα τον άνθρωπο και κατόπιν τον λόγο. Επιπλέον, και πάλι σε αντίθεση προς τον Ιμέριο γράφει «Άνθρωπον» και «Λόγον», δηλαδή με κεφαλαίο άλφα και λάμδα. Υπογραμμίζει, δηλαδή, την ανθρωπιστική παράδοση που, κυρίως, θρέφει την ποιητική του. Πρώτα ο Άνθρωπος και κατόπιν ο Λόγος του. Η σχέση της οντολογίας με τη μεταφυσική σχολιάζεται και καθίσταται προβληματική.

Παραθέτω το ποίημα του Καβάφη και τις σχετικές αναφορές:

Γνωρίσματα

 Άλλων μεν γάρ, και άλλαι χώραι καρπών τε και τόκων
εύφοροι∙ ίππος δεικνύει τον Θετταλόν…∙ καρπός δε
τήσδε της πόλεως λόγος και άνθρωπος.
Ιμέριος

Το γνώρισμά της έχει κάθε χώρα,
Ίδιον είναι Θεσσαλού ίπποι και ιππασία∙
αναδεικνύει του πολέμου ώρα
τον Σπαρτιάτην∙ έχει η Μηδία

την τράπεζαν μετά των εδεσμάτων∙
κόμη δεικνύει τους Κελτούς, τους Ασσυρίους πώγων.

Αι δε Αθήναι ως γνωρίσματά των
τον Άνθρωπον έχουσιν και τον Λόγον.

Και το χωρίο του Ιμέριου (Λόγοι, 68, 1):

«Αυχμώντα ιδών Αττικών λόγων τα θέατρα, λύσαι τον αυχμόν καθάπερ όμβρω ραγέντι τοις λόγοις ώρμησα. Άλλων μέν γαρ άλλαι χώραι καρπών τε και τόκων εύφοροι∙ ίππος δεικνύει τον Θετταλόν, τον δε Κελτόν κόμη, τον Μήδον τράπεζα, τον Δελφόν δάφνη, τον Σπαρτιάτην ο πόλεμος∙ καρπός δε τήσδε της πόλεως λόγος και άνθρωπος.»

Το ότι ο Ιμέριος ξεκινά τον συλλογισμό του με τον λόγο και την κατάστασή του στην Αθήνα κάθε άλλο παρά αλλάζει την διακριτική ένταση στις αποφασιστικές μετατοπίσεις και αλλαγές του Καβάφη, τις οποίες ούτε μικρής σημασίας ούτε μέτριες βρίσκω.

«Νομίσματα»

Ποιο είναι το «σοφό βιβλίον», στο οποίο ο Καβάφης βρήκε το υλικό της ποίησής του; Ο Ποντάνι (σ. 185) γράφει, κάπως επιφυλακτικά, ότι θα «πρόκειται για το βιβλίο του P[ercy] Gardner, The Coins of the Greek and Scythic Kings ofBactriana [sic] and India (B[ritish] M[useum] C[atalogue]), Λονδίνο, 1886, σ. 193, 32 πίνακες». Στη σελίδα 247, σημείωση 15, δεν είναι πια επιφυλακτικός: «… μπόρεσα να ταυτίσω το “σοφό βιβλίο” από το οποίο ο ποιητής άντλησε την έμπνευση…». Παραπέμπει στο ίδιο βιβλίο, όπου αντί για Bactria διαβάσουμε και πάλι Bactriana. Στο ίδιο βιβλίο παραπέμπει και ο Ισπανός μεταφραστής του Καβάφη Pedro Bádenas de la Peña (C. P. Cavafis, Poesia completa. Madrid:Alianza Editorial, 1982, σ. 252) και (ακολουθώντας προφανώς τον Ποντάνι) ο Σαββίδης: «Λόγια πηγή του ποιήματος είναι πιθανώς το βιβλίο P. Gardner, The Coins of the Greek and Scythic Kings of Bactriana [sic] and India, London, 1886» (Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα: 1877;-1923. Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης. Ο κατάλογος η μελέτη του Gardner ξανατυπώθηκε το 1966, στο Σικάγο, από τον εκδοτικό οίκο Argonaut Inc).

Αν τώρα, την επαύριο μιας ανεμοδαρμένης νύχτας παρέα με τον κύριο Κ. Αύγουστον Δυπέν, ανοίξουμε το βιβλίο του Barclay V. Head, Historia NumorumA Manual of Greek Numismatics (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1887), θα πέσουμε, στη σελίδα 709, πάνω στην απόδοση τεσσάρων ονομάτων Ελλήνων βασιλέων στα ινδικά. Ακριβώς. Πρόκειται για τα ίδια ονόματα που συναντάμε στο ποίημα του Καβάφη. Η ινδική εκδοχή τους στο ποίημα ακολουθεί επιπλέον τη σειρά που τα έχει δώσει ο Head: Evukratidasa, Stratasa, Menadrasa, Heramayasa. Η σχολαστικότητα του Καβάφη (αν υποθέσουμε, πράγμα πολύ εύκολο, ότι το «σοφό βιβλίον» είναι του Head, ο οποίος παραπέμπει συχνά στο βιβλίο του Gardner και το οποίο είναι πολύ φυσικό να γνώριζε ο Καβάφης) υπογραμμίζει τον αλληγορικό χαρακτήρα του ποιήματος, το οποίο στη συνέχεια ξεπερνά τα όρια του ρητορικού σχήματος, όταν ο Καβάφης παραθέτει την ελληνική μορφή των ονομάτων με διαφορετική σειρά. Αποτέλεσμα η λεπτή δραματικότητα, η συγκρατημένη συγκίνηση, η συνειδητοποίηση της ροής της ιστορίας.

«Δευτέρα Οδύσσεια»

Ο Σαββίδης, στο δοκίμιό του «Έξι νέα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη» (Μικρά Καβαφικά. Αθήνα, Ερμής, 1987, β’ τόμος, σ. 341-353), γράφει ότι «είναι κρίμα που ο Καβάφης, είτε από δισταγμό είτε από κρυφήν υπεροψία, δεν δημοσίευσε αμέσως τούτο το ποίημα» (σ. 348).

Τρεις μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος «Δευτέρα Οδύσσεια» ο Καβάφης, στη μελέτη του («curiosity ofliterature» τη χαρακτηρίζει ο ίδιος) «Το Τέλος του Οδυσσέως» (Μικρά Καβαφικά, β’, σ. 169-197, όπου και το σχόλιο του Σαββίδη και η «Δευτέρα Οδύσσεια»), περιγράφει και αξιολογεί το 26ο κάντο της Κόλασης του Ντάντε και το ποίημα του Τέννυσον «Οδυσσέας». Αυτό που βέβαια είναι ενδιαφέρον δεν είναι τόσο το ότι τα δύο αυτά κείμενα λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης για το δικό του ποίημα, όσο το ότι το ποίημά του σχολιάζει τα κείμενα αυτά και συγχρόνως τα υπερβαίνει. Στη μελέτη του Καβάφη διαβάζουμε ότι «Ο Άγγλος ποιητής Τέννυσων ηκολούθησε την παράδοσιν του Δάντου» (σ. 172), ότι «Εις τον Άγγλον ποιητήν ολιγώτερος έπαινος αρμόζει, διότι ηύρεν έτοιμην την ιδέαν, την πρώτην ύλην» (σ. 179). Η μελέτη κλείνει δίχως αναφορά στον Τέννυσον: «Εκεί όπου ο Όμηρος απεφάσισε να σταματήση και έθεσε τελείαν, είναι δύσκολον και επικίνδυνον πράγμα να θελήση άλλος να εξακολουθήση την φράσιν. Αλλ’ είναι εις τα δύσκολα και εις τα επικίνδυνα έργα όπου επιτυγχάνουσιν οι μεγάλοι [καλλιτέχναι] τεχνίται∙ πιστεύω δε ότι εκ των περικοπών και της συνόψεως τας οποίας έδωκα – όσον και αν τας ασχήμισαν η μεταφράσις και η διήγησίς μου – ο αναγνώστης θα συμφωνήση ότι του Δάντου η φαντασία διέπλασεν εικόνα ουχί αναξίαν του sovrano poeta» (Μικρά Καβαφικά, σ. 181).

Ο Σαββίδης μιλά, επίσης, για «ανταγωνισμό με τον ίδιο τον Όμηρο, και μόνο κατά δεύτερο λόγο με τον Ντάντε είτε τον Τέννυσον. Παρατήρηση που ενισχύεται από την τελική παράγραφο του άρθρου, όπου μάλιστα ο Τέννυσον εξαφανίζεται ολότελα, ενώ παραχωρείται στον Ντάντε ένα είδος ισοτιμίας στον τίτλο του “βασιλιά των ποιητών”…» (σ. 188). Ο Σαββίδης, στο σχόλιό του, μιλά για «ανταγωνισμό» γνωρίζοντας, προς το παρόν, μόνο τον τίτλο του ποιήματος. Αλλά το ίδιο, σχεδόν, κάνει και κατόπιν, όταν πια έχει διαβάσει το «νέο» ποίημα του Καβάφη: «…στην “Δευτέρα Οδύσσεια” […] βλέπουμε τον Καβάφη να συναγωνίζεται ταυτόχρονα τον Όμηρο, τον Ντάντε, και τον Τέννυσον» («Έξι νέα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη», σ. 348). Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο Κρυμμένα Ποιήματα, (σ. 155).

Που οφείλεται ο «δισταγμός» του Καβάφη; Μπορούμε πράγματι να μιλάμε για «κρυφήν υπεροψία» του; Και τι παράξενο ζεύγος ο «δισταγμός» και η «κρυφή υπεροψία». Θα μπορούσε να ήταν σχέση αιτιατού και αιτίου. Ο δισταγμός ως αποτέλεσμα κρυφής του υπεροψίας, ή ίσως και αντίστροφα. Θα μπορούσαμε να παραμείνουμε εδώ επ’ αόριστον. Οι λόγοι του Καβάφη να μη δημοσιεύσει το ποίημά του μπορεί να είναι οι πιο απίθανοι για μας, όπως το ίδιο απίθανοι θα είναι για μας και οι λόγοι των απίθανων αυτών λόγων. Ωστόσο τι θα μπορούσε να σημαίνει η έκφραση «κρυφή υπεροψία»; Κρυφή υπεροψία για ένα πετυχημένο, κατά τον Καβάφη, ποίημα ή για ένα αποτυχημένο που, ως τέτοιο, ο εγωισμός του δεν θέλει να παραδεχτεί; Δεν το δημοσιεύει για να κρατήσει την υπεροψία του κρυφή ή για να μας αποστερήσει από ένα θαυμάσιο ποίημα το οποίο δεν θέλει να μοιραστεί μαζί μας;

Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο Καβάφης δείχνει προς μία τουλάχιστον κατεύθυνση: η επιφυλακτικότητά του ίσως να οφείλεται στη διαπίστωση που έκανε για τη σχέση του Τέννυσον με τον Ντάντε (βλ. επίσης Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης: Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα. Αθήνα, Κέδρος, 1983, σ. 65). Πώς θα μπορούσε, δηλαδή, να χρησιμοποιήσει την ύλη ως πρώτη; Είναι φανερό ότι, αν θέλουμε, μπορούμε και εδώ να του καταλογίσουμε «κρυφή» υπεροψία, ελαχιστοποιώντας επ’ άπειρον το σχόλιό μας. Αν, λοιπόν, μιλάμε για «ανταγωνισμό», τι ακριβώς εννοούμε; Ανταγωνίστηκε ο Καβάφης άλλους ή την ίδια του την ποιητική δεινότητα; Εννοούμε μια μικροπρεπή υπεροψία και έναν μικρόψυχο ανταγωνισμό ή μια γενναιόψυχη αγωνία, όπως θα την ήθελε ο Χάρολντ Μπλούμ, για παράδειγμα; Τον τελευταίον αυτόν φέρνει στον νου η ειρωνεία των πρώτων στίχων του ποιήματος, όπου ο Καβάφης μιλά για μια

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Αλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ίσως πάλι η ειρωνεία αυτή να θέλει να διασκεδάσει κάθε σκέψη και διάθεση περί ανταγωνισμού, όσο κι αν κάτι τέτοιο, υπό ορισμένους όρους, είναι αδύνατο. Και εδώ η ελαχιστοποίηση μπορεί να πάρει απίθανες κατευθύνσεις.

Το πιο σημαντικό, φυσικά, είναι η ίδια η αισθητική του ποιήματος ή μάλλον η κοσμητική του. Το ποίημα ως κόσμος, εκφράζοντας ένα «τί» και ένα «πώς». Η οντολογία του και η αισθητική του συγχωνεύονται στην κοσμητική του. Εδώ αναγνωρίζεται η ικανότητα του Καβάφη να κρατά έναν γυμνό πυρήνα και, υπερβαίνοντας τις υπερβατικές διαστάσεις του νοήματός του (του νοήματος γενικότερα), να τον μετατρέπει σε μετωνυμική μονάδα. (Εδώ αναλογίζομαι τα λόγια της Katharine Washburn στο βιβλίο Paul Celan, Last Poems [A Bilingual Edition, Translated by Katharine Washburn andMargaret Guillemin. San Francisco: North Point Press, 1986, σ. 206-207]: «Ο Μάντελσταμ, όπως και ο Τσέλαν, προσπάθησε να βρει μια γλώσσα για το «εδώ και τώρα», μια γλώσσα όπου το πράσινο, το χρώμα του χρόνου, της εξέλιξης [growth] και της παρακμής [decay] συγχρόνως, θα μπορούσε να συναντήσει το άσπρο, το χρώμα του απόλυτου, αγνού, αιώνιου, αμετάβλητου κόσμου». Ο κόσμος αυτός ως κόσμος, ως έκφραση του «εδώ και τώρα», εμπεριέχει και εκφράζει μια πρωταρχική αντίφαση. Το αιώνιο και αμετάβλητο είναι τέτοιο μόνον επειδή την ίδια στιγμή συνίσταται από το πρόσκαιρο και μεταβλητό. Εκφράζεται ενώ εκφράζει, αποτελεί έκφραση, μορφή ενός νοήματος που δεν είναι παρά μια διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή. Μια παγωμένη στιγμή, μια αδύνατη στιγμή, εκφράζει το «εδώ και τώρα» του ποιητή). Η ουσιαστική αυτή αποστασιοποίηση, η οποία λειτουργεί ως σχόλιο στον Ντάντε και τον Τέννυσον, εκφράζεται και θεματικά στο ποίημα με την αναχώρηση του Οδυσσέα από μια βαριά πραγματικότητα και με την καταφατική ψυχική ψυχρότητα στην οποία οδηγεί:

Και η τυχοδιώκτις του καρδία
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

Την ίδια αποστασιοποίηση και την ίδια ψυχρότητα συναντάμε και στο ποίημα «Η γαλή».

«Εις το φως της ημέρας»

Υπάρχει κάτι σ’ αυτήν την αφήγηση που τη βοηθά να περάσει από τον κύκλο του Edgar Allan Poe, Esquire, στον κύκλο του κυρίου Κωνσταντίνου Καβάφη. Με τρόπο διακριτικό πάντα, αλλά σίγουρο, ο Καβάφης απομακρύνεται από το φανταστικό και μυστηριώδες, για να επανέλθει στον δικό του τρόπο αφήγησης, όπως τον αναγνωρίζουμε στην ποίησή του: ο τρόπος των δύο «εστιών», του «Έξω» και του «Μέσα» (πρβ. Ι. Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Αθήνα, Ίκαρος, 1973, σ. 77-78), της αιώρησης μεταξύ δύο πόλων και της κατάληξης (έστω και δίχως τη βία της επιλογής) στον έναν απ’ αυτούς.

Στο «Εις το φως της ημέρας» ο ποιητής εγγράφει μια ιστορία μέσα σε μια άλλη, η οποία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Αντιμετωπίζουμε δύο αφηγητές: έναν που αφηγείται μία απίθανη ιστορία και έναν που περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξιστορήθηκε η απίθανη ιστορία. Η απίθανη ιστορία είναι η κύρια ιστορία για την οποία γράφτηκε το κείμενο και από την οποία έλαβε τον τίτλο του. Συγχρόνως είναι και η ιστορία κάποιου άλλου, είναι τοποθετημένη μέσα σε εισαγωγικά και τα γεγονότα της συνέβησαν δέκα χρόνια πριν από την εξιστόρησή τους. Είναι μια παρενθετική ιστορία, η οποία κατορθώνει να περιθωριοποιήσει αυτό που καθιστά δυνατή την αφήγησή της. Και δω αναγνωρίζουμε την προτίμηση του Καβάφη γι’ αυτό που ο συνηθισμένος απολογισμός της πραγματικότητας, της ιστορίας και της δύναμης των αισθημάτων είτε δεν συμπεριλαμβάνει, είτε θεωρεί ασήμαντο.

Η κατάσταση περιπλέκεται εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας διαλέγει να κλείσει το κείμενό του. Αυτοί που άκουσαν την απίθανη ιστορία δεν έχουν χρόνο να εκφράσουν τη γνώμη τους. Αφενός εμποδίζονται από την πειστικότητα και την απλότητα με την οποία έγινε η αφήγησή της, αφετέρου η έλλειψη χρόνου τους αναγκάζει να φύγουν. Τι θα έλεγαν αν είχαν χρόνο ή αν είχαν ακούσει την ίδια ιστορία με τρόπο διαφορετικό; Θα έσκαγαν στα γέλια με κίνδυνο να προσβάλουν έναν καλό φίλο; Μάλλον όχι, αφού τους δόθηκε ν’ ακούσουν την ιστορία ακριβώς επειδή μπορούσαν να δείξουν τον πρέποντα σεβασμό και διέθεταν αναντίρρητη λεπτότητα σκέψης. Θα παρέμεναν μήπως σκεπτικοί και προσεκτικοί; Μήπως η πειστικότητα και η απλότητα του αφηγητή τους είχε πείσει τόσο, ώστε δεν είχαν τίποτε να προσθέσουν; Κι αν πρόσθεταν κάτι, θα αφορούσε τούτο το υπερφυσικό, όπως αυτό παρουσιάζεται στην αφήγηση, ή το αν υπάρχει πράγματι λόγος να μιλάμε για το υπερφυσικό καθαυτό, έξω από τον χώρο της φαντασίας και της λογοτεχνίας; Απάντηση δεν θα πάρουμε, υπόσχεση δεν δίνεται για επιστροφή στο ίδιο θέμα κάποια άλλη φορά. Το παιγνίδι ανάμεσα στο μέσα και στο έξω παραμένει χωρίς κατάληξη.

Παρόλο που πουθενά δεν γίνεται λόγος για δημιουργία και διατήρηση απόστασης, ανεπαισθήτως ο Καβάφης την υπεισάγει ανάμεσα στις δύο ιστορίες. Η απόσταση στην οποία η εξωτερική ιστορία κρατά την εσωτερική σηματοδοτεί επίσης την απόσταση μεταξύ δύο διαφορετικών μορφών αφήγησης. Η εξωτερική αφήγηση, με την οποία το κείμενο ανοίγει και κλείνει και στην οποία εμπεριέχεται η εσωτερική αφήγηση ως εκτενής παρένθεση με κεντρική θέση στο κείμενο, ανήκει σε διαφορετικό λογοτεχνικό είδος από αυτό της εσωτερικής αφήγησης, δηλαδή το φανταστικό. Ο Καβάφης έγραψε ένα κείμενο που παραπέμπει τόσο στο γνώριμο ύφος του Πόε, όσο και στον δικό του τρόπο να προσθέτει έναν ξεκάθαρο και απρόσμενο σχολιασμό σε κάτι που διαφορετικά θεωρείται συμβατικό, να υπονομεύει το κεντρικό είτε μετατρέποντάς το σε περιθωριακό, είτε μετατρέποντας το περιθωριακό σε κεντρικό.  (Απ’ όλες τις ιστορίες του Πόε η ιστορία του Καβάφη μοιάζει δομικά την «A Tale of the Ragged Mountains». Η διαφορά είναι, όμως, μεγάλη. Στην ιστορία του Πόε η θυμική ταύτιση του μοναδικού αφηγητή με το αντικείμενό του, όσο κι αν δεν συμμετέχει στη δράση του, κάνει την απόσταση που εγκαθιδρύει ο Καβάφης να φαίνεται ακόμη και ψυχρή). Ακόμη και στην περίπτωση που θα δεχτούμε ότι η εξωτερική αφήγηση δεν σχολιάζει την εσωτερική ως γεγονός, ότι η στάση της δεν κρύβει μια βαθύτερη ειρωνεία, τη σχολιάζει σιωπηλά ως λογοτεχνικό είδος. Έτσι παραμένει ο Καβάφης περισσότερο πιστός στον εαυτό του παρά σ’ οποιονδήποτε άλλον.

Another day, or night

And another day, or night, the devastating moment of a hesitation occurred, a test of love and dedication, of braveness and integrity, before it turned around trying to save itself, while in fact it remained undecided, one more meteorous mixture of love and fear instantiating itself, exuding all kinds of perceived and imperceivable complexities. It mattered little then, at least for a while, that predictions and anticipations, and hopes for and all provoking of the unknown, purely or conditionally, was on hold.

Vasilis Papageorgiou

Alexios Mainas

Katharsis 

När jag säger du, säger jag det ensam.

Dagarna var sena. Men de kom.
Brödet har ätits.
Vi tog en promenad längs vattnet
för att begrava brödet och hunden.
Självfallet pratar jag varken om hund eller inkråm.
Om dessa ska hon prata.
Jag pratar om kistor.
Och brödskorpa.
De sista lögnerna sa hon nattetid,
framför havet.
Jag visste inte att slutet sades så.
Så sista gången såg jag henne där hon satt på bänken
ovanför soporna och vattnet mellan stenarna.
Hon grät inne i en darrande rök.
Hon höll i något som såg dött ut. 
Från fjärran hördes tomrummets röst
som salt som renade jorden från mig,
det var alltså jag som hördes då jag pratade med henne,
som om jag inte existerade.

[Från den opublicerade diktsamlingen Adams lemlästning.]
Översättning Vasilis Papageorgiou.

Επανεπίσκεψη: Pietro Pucci, Oedipus and the Fabrication of the Father

Βασίλης Παπαγεωργίου
Ο Οιδίπους τύραννος στη σύγχρονη φιλοσοφία.
Μια αριστοτεχνική ανάγνωση της τραγωδίας από τον καθηγητή Pietro Pucci.
Pietro Pucci, Oedipus and the Fabrication of the Father: Oedipus Tyrannus in Modern Criticism and Philosophy (Ο Οιδίπους και η κατασκευή του πατέρα: Ο Οιδίπους Τύραννος στη σύγχρονη κριτική και φιλοσοφία, Baltimore: The Johns Hopkins University Press, 1992, 230 σελίδες.
Καθημερινή, 23 November 1993.

Τον Οκτώβριο του 1966, στο κέντρο Ανθρωπιστικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Johns Hopkins, διεξήχθη ένα διεθνές συμπόσιο με τίτλο «Οι γλώσσες της κριτικής και οι επιστήμες του ανθρώπου». Θέμα του συμποσίου ήταν «το φαινόμενο του στρουκτουραλισμού» και στόχος του η συνεύρεση «Ευρωπαίων υποστηρικτών των στρουκτουραλιστικών σπουδών» με Αμερικανούς ερευνητές. Στο συμπόσιο έλαβαν μέρος γνωστοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι René Girard, Georges Poulet, Tzvetan Todorov, Roland Barthes, [Jean Hyppolite] Jacques Lacan, Jacques Derrida, Jean-Pierre Vernant. Εύκολα θα μπορούσε να προεικάσει κανείς, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της φιλοσοφίας και της φιλολογίας στην Αμερική. Στο συμπόσιο όμως συνέβη και κάτι ακόμη πιο ριζοσπαστικό. Ο Ντεριντά παρουσίασε το κείμενο του «Δομή, σημείο και παιχνίδι στο λόγο των ανθρωπιστικών σπουδών» και εισηγήθηκε, έτσι, την παρουσία της αποδόμησης στην αμερικανική λογοτεχνική και φιλοσοφική σκηνή. Στα χρόνια που ακολούθησαν το Johns Hopkins μαζί με τα πανεπιστήμια του Yale και του  Cornell, αποτέλεσαν τα κέντρα όπου αναπτύχθηκε η λεπτή στρατηγική της αποδόμησης, μέσω της οποίας συντελέστηκε η μεταμόρφωση των θεμελιωδών σημείων της αμερικανικής κριτικής.

Είκοσι έξι χρόνια μετά το αναφερθέν συμπόσιο τυπώνεται στον εκδοτικό οίκο του πανεπιστημίου του Johns Hopkins, η αποδομική ανάλυση του δράματος του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος του Pietro Pucci, καθηγητή της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Cornell. Το ίδιο δράμα χρησιμοποίησε και ο Βερνάν στο δοκίμιο που παρουσίασε στο συμπόσιο, το οποίο είχε τίτλο «Ελληνική τραγωδία: προβλήματα ερμηνείας». Στο δοκίμιο αυτό ο Βερνάν γράφει ότι «συμφωνεί με τον Levi-Strauss, όταν ο τελευταίος λέει ότι αυτό που οι φροϋδιστές έχουν να πουν για το μύθο του Οιδίποδα συνιστά ένα νέο μύθο». Και προσθέτει ότι «ο Οιδίποδας της τραγωδίας μπορεί να έχει συμπλέγματα, δεν έχει, όμως, οιδιπόδειο σύμπλεγμα – είναι καταφανές. Ο Σοφοκλής ίσως είχε οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ο Οιδίποδας, όμως, δεν είχε, επειδή η Ιοκάστη, γυναίκα που παντρεύτηκε, δεν ήταν μητέρα του. Ποτέ δεν είχε σχέση υιού μαζί της. Τέτοια σχέση είχε με μια άλλη γυναίκα που τον φρόντισε όταν ήταν βρέφος. Δεν υπάρχει ούτε μια λέξη στο κείμενο που να δείχνει ότι ο Οιδίποδας είχε κάποια αισθήματα για την Ιοκάστη. Θα μπορούσε, ίσως, να πει κανείς ότι η Ιοκάστη είναι μητρικό υποκατάστατο, ο Οιδίποδας, όμως, δεν έχει υιικά αισθήματα γι’ αυτήν». Στη συζήτηση που ακολούθησε αναφέρθηκαν κι άλλοι συγγραφείς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταπιάστηκαν με το οιδιπόδειο θέμα: ο Πλάτων, ο Ηρόδοτος, ο Αρτεμίδωρος. Κανένα από τα κείμενα αυτά, υποστηρίζει ο Βερνάν, δεν μιλά για κάποια μορφή οιδιπόδειου συμπλέγματος, «εκτός κι αν έχουμε αποφασίσει περί τούτου εκ των προτέρων». Το συμπέρασμά του είναι ότι ο οιδιπόδειος μύθος απόκτησε άλλο νόημα από τότε που ο Φρόιντ τον «χαρακτήρισε σύμπλεγμα».

Η απάντηση του Ντεριντά εξέφραζε απογοήτευση, επειδή ο Βερνάν έκανε μια ρεαλιστική ανάγνωση του δράματος. «Ο Οιδίποδας εμφανίζεται πάντα στο επίπεδο της εκπροσώπησης», είπε και διευκρίνισε ότι «η υποκατάσταση εξηγείται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Είναι φανερό ότι αν κανείς αντιλαμβάνεται τη μητέρα ως πραγματική μητέρα, τότε το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν έχει κανένα νόημα». Πράγματι, επέμεινε ο Βερνάν, δεν έχει νόημα να μιλάμε για σύμπλεγμα στο δράμα του Σοφοκλή. Ως εκ τούτου η απάντησή του στις ερωτήσεις «εκπροσωπεί ή υποκαθιστά ο Οιδίποδας κάποιον» ή «υποφέρει από ή παραπέμπει ο Οιδίπους σε κάποια νεύρωση», είναι αρνητική.

Αρνητική είναι και η απάντηση του Pucci, ο οποίος εντελώς απρόσμενα εναντιώνεται στην άποψη του Ντεριντά, παραμένοντας αυστηρά, όπως και ο Βερνάν, στο κείμενο του Σοφοκλή. Ο Pucci, όμως – κι αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός – δεν ικανοποιείται με τις φανερές ομολογίες του κειμένου. Όπως ο Βερνάν, έτσι και ο Pucci δεν ανευρίσκει ασυνείδητες ορμές ή απωθημένα αισθήματα στο κείμενο. Αντίθετα, όμως, από τον Βερνάν, ο οποίος δέχεται ότι ο Οιδίπους δεν υποπτεύεται την ουσία του λόγου, ο Pucci θέτει το βασικό ερώτημα «τι είναι πατέρας».

Ο Pucci συναντά το ερώτημα και τους συλλογισμούς που το στηρίζουν στο δοκίμιο του Ντεριντά Πλάτωνος φαρμακεία (ελλ. μετ. Χ. Γ. Λάζου, Άγρα 1990) όπου καταδεικνύεται ότι ο όρος πατέρας είναι ανέκλητα εμπεπλεγμένος με τον όρο λόγος: «ο πατέρας», συνοψίζει ο Ντεριντά, «δεν είναι γεννήτορας ο «πραγματικός» γενέτης, πριν από και έξω από κάθε σχέση με τη γλώσσα. Διότι, πράγματι, ως προς τι διακρίνεται η σχέση πατέρας/γιος από τη σχέση αιτία/αποτέλεσμα ή γεννήτορας/γεννημένος, αν όχι από τη διάσταση του λόγους; (…) Με άλλα λόγια, μόνον με αφετηρία τον λόγο αναγγέλλεται και δίνεται στη σκέψη κάτι σαν την πατρότητα». Ο Pucci ακολουθεί τα επιχειρήματα του Ντεριντά και καταλήγει στο ότι ο πατέρας έχει πολλά πρόσωπα επειδή δεν είναι παρά μια «μορφή του λόγου». «Ο πατέρας εισέρχεται στο είναι όχι δια της σποράς των σπόρων του, αλλά δια του λόγου», αποκτά νόημα και εγγυάται τη γνησιότητα του γιου του μόνον εντός του λόγου.

Το επόμενο βήμα του Pucci είναι να εξετάσει στο δράμα του Σοφοκλή τις απαντήσεις που δίνονται στο ερώτημα «τι είναι πατέρας», από τον Οιδίποδα, από τον αναγνώστη και από το ίδιο το κείμενο. Οι κριτικές αναγνώσεις των τελευταίων ετών είχαν, κατά τον Pucci, στόχο τους τη μοίρα του Οιδίποδα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τη σύγκρουση των ανθρώπινων δυνάμεων με τις θεϊκές, ενώ «ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της υπέρβασης των οικογενειακών δεσμών από τον Οιδίποδα» δεν λαμβάνονταν υπόψη. Σ’ αυτήν, ακριβώς, την υπέρβαση, η οποία στην πραγματικότητα είναι υπέρβαση του πατέρα και του νόμου, στηρίζει ο Pucci όλη του την ανάλυση. Ο πατέρας αρχίζει να υπάρχει για τον Οιδίποδα τη στιγμή που ο τελευταίος έχει επιτελέσει την υπέρβαση του πρώτου, τη στιγμή που ο γιος μετατρέπει την απουσία του πατέρα σε παρουσία. Όταν ο Οιδίποδας ανακαλύπτει το βιολογικό του πατέρα, ανακαλύπτει επίσης και τον πατέρα ως νόμο, ως αλήθεια και ως αυθεντία. Η εξαιρετικά λεπτομερής και αριστοτεχνική ανάγνωση του δράματος από τον Pucciδείχνει πως ο Οιδίποδας κατασκευάζει τον πατέρα διά της δολοφονίας του. Στο σημείο αυτό η ανάγνωσή του παρεκκλίνει ουσιαστικά από προηγούμενες αναγνώσει, εφόσον γι’ αυτόν η μοίρα του γιου δεν είναι να σκοτώσει τον πατέρα του, αλλά να τον υπερβεί και να του δώσει μορφή εντός του λόγου. Πράγμα που επαναφέρει το ρόλο, διαφορετικό τώρα, της απουσίας, αφού ο πατέρας δεν είναι παρά μια εικόνα του λόγου.

Η απουσία παίζει αποφασιστικό ρόλο και στην αντιμετώπιση από τον Pucci της φροϋδικής ερμηνείας του Οιδίποδος Τυράννου, κατά την οποία η εχθρική στάση του γιου απέναντι στον πατέρα εξηγείται από τον πόθο του για τη μητέρα. Ο Pucci γνωρίζει βέβαια ότι η ερμηνεία του Φρόυντ είναι πολύπλοκη και ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ της κλασικής ψυχαναλυτικής ερμηνείας και της ερμηνείας, στην οποία καταλήγει ο Φρόυντ σε ορισμένες από τις προσεγγίσεις του του οιδιπόδειου θέματος. 

Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει την εικόνα αυτού που ο Pucci αποκαλεί «φροϋδική ιδέα της καθολικότητας του οιδιπόδειου συμπλέγματος». Το δράμα του Σοφοκλή μας δείχνει, υποστηρίζει ο Pucci, ότι δεν μπορούμε να φορτώσουμε στο Οιδίποδα απωθημένα αισθήματα. Και τούτο όχι επειδή δεν γνωρίζει τον πατέρα του, όπως είναι η άποψη του Βερνάν, αλλά επειδή δεν ξέρει τι είναι πατέρας. Η άγνοια αυτή «προηγείται του εναύσματος των αισθημάτων».

Μόνον όταν έχει υπερβεί τον πατέρα έρχεται ο Οιδίποδας αντιμέτωπος με το ερώτημα «τι είναι πατέρας». Μόνον τότε κατασκευάζει τον πατέρα εντός των ορίων του λόγου και συνειδητοποιεί τη σχέση μεταξύ του πατέρα και του νόμου ή της αλήθειας. «Ο Οιδίποδας νομίζει ότι έχει σκοτώσει έναν άγνωστο. Ο φροϋδιστής αναγνώστης, αντίθετα, γνωρίζει ότι ο Οιδίποδας σκότωσε, δίχως να το ξέρει, τον πατέρα του και αντιδρά στη σκηνή με αφύπνιση του απωθημένου του πατροκτονικού και αιμομικτικού πόθου. Αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης είναι η απόδοση στον Οιδίποδα των ιδίων πόθων και φοβιών που ανακύπτουν στη δική του συνείδηση». Ο Pucci παραπέμπει στην Cynthia Chase, η οποία βρίσκει ότι «το δράμα του Σοφοκλή παρουσιάζει τον Οιδίποδα ως το μόνο άτομο στην ιστορία δίχως οιδιπόδειο, με τη συνηθισμένη έννοια, σύμπλεγμα».

O Pucci παραδέχεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στον Λακάν, ο οποίος στο ασυνείδητο διαβάζει τη γλώσσα του Άλλου. Ο ασυνείδητος κόσμος του Οιδίποδα εκφράζεται από έναν λόγο που δεν είναι δικός του. Το οιδιπόδειο πρόβλημα δεν αφορά τα κρύφια αισθήματα του ήρωα, αλλά την ανικανότητά του να αναγνωρίσει την ίδια του την ιστορία ως τη στιγμή που του φανερώνονται τα πάντα. Όταν αυτό συμβαίνει, δε συνιστά διαπιστωτικό γεγονός, αλλά επιτελεστικό: ό,τι φανερώνεται παραμένει εντός των ορίων της γλώσσας και εκφράζει ένα νέο μύθο. Η λακωνική, δηλαδή, ανάλυση καθίσταται ατέρμονη. Ο Pucci παραπέμπει τώρα στην Shoshana Felman, κατά την οποία «ο Οιδίποδας δεν είναι ο μύθος της απόκτησης ιστορίας, αλλά ο μύθος, ακριβώς της αποστέρησης που επιτελεί η ιστορία».

«Με άλλα λόγια», γράφει ο Pucci, «ο μύθος αυτός δεν εκφράζει παρά την ανακάλυψη της ατέλειωτης φύσης κάθε αφήγησης». Η ανάγνωση του Pucci διαφέρει από την ανάγνωση του Λακάν στο ότι το άλλο, το οποίο καθορίζει τη μοίρα του Οιδίποδα και των άλλων προσώπων του δράματος, δεν εντοπίζεται στο ασυνείδητο, αλλά στη δομή του λόγου. Έτσι εξαλείφεται «η πρωταρχική παρέμβαση του ασυνείδητου» και διευρύνεται ο χώρος του άλλου, το οποίο στο δράμα ονομάζεται τύχη.

Ο Pucci, λοιπόν, ξεκινά από το θεμελιώδες ερώτημα «Τι είναι πατέρας» και καταλήγει στην ακατάληκτη και εξαιρετικά περίπλοκη προβληματική που εισάγει η περιπέτεια των όρων τύχη και τέλος στο κείμενο του Σοφοκλή. Το τραγικό, κατά τον Pucci, εμφανίζεται τη στιγμή κατά την οποία ο τελεσίφρων λόγος υπονομεύεται από τα ίδια του τα συμπτωματικά πλανήματα. Η σύμπραξη τέλους και τύχης οδηγεί πέρα από το χώρο του ψυχολογικού και παρουσιάζει το έργο ως μέσον έρευνας των ορίων της οντολογίας. Η υπέρβαση του πατέρα, του νόμου και ορίων της ύπαρξης είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση των όρων του είναι.

Ο ίδιος ο λόγος του Σοφοκλή, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιδιώκει την υπέρβαση του εαυτού του.

Ο Pucci δεν θέτει ποτέ ανοιχτά αυτή την ερώτηση. Όλες οι συγκρούσεις που συζητά δείχνουν να συμβαίνουν εντός των ορίων του λόγου, όσο αυθυπονομευτικός κι αν είναι. Η ανάγνωση του Pucci θα παίξει, χωρίς αμφιβολία, σημαντικό ρόλο σε μελλοντικές αναλύσεις του Οιδιπόδειου δράματος, Σ’ αυτούς που θα θέσουν ερωτήσεις του είδους «δεν θα’ πρεπε να γνωρίζει ο Οιδίποδας τι είναι πατέρας, ώστε το περί πατρός ερώτημα να έχει γι’ αυτόν νόημα;» ή «δεν είναι κι αυτή η ανάγνωση, όμοια με τη φροϋδική, ένας ακόμη μύθος», ο Pucci θα απαντήσει με την αβεβαιοποίηση των φανερών και κρυφών αποθεμάτων του κειμένου, γνωρίζοντας ότι ένα δράμα είναι πάντα παραπάνω από το χρονικό μιας νεύρωσης, από τα μέρη που το αποτελούν, από την πολυσημία, για την οποία είναι υπεύθυνο, από φιλοσοφικές και φιλολογικές συνόψεις.

Το θέμα όμως του τραγικού παραμένει προκλητικό, ιδιαίτερα στη σχέση του με τη σύγχρονη αισθητική και φιλοσοφία, όπου η υπέρβαση του λόγου θεωρείται αναγκαία για την καταφατική σύλληψη του κόσμου. Αν το τραγικό, εφόσον θα πρέπει να είναι αποτελεσματικό, συμβαίνει κατ’ αυτήν την έσχατη υπέρβαση, τότε μας επιτρέπεται να αναρωτηθούμε αν ο Οιδίπους Τύραννος μπορεί πράγματι σήμερα να θεωρηθεί τραγωδία.

Απ’ όλες τις σημαντικές θεωρίες περί του τραγικού ο Pucci μεταποιεί σε πράξη αυτή που ο Νίτσε στηρίζει στη μορφή του Διονύσου. Η θεωρία του τραγικού, όπως αναπτύσσεται στο βιβλίο Η γέννηση της τραγωδίας, αλλά και στα κατοπινά κείμενα – κυρίως σ’ αυτά – όπου η συμμετοχή του Απόλλωνα έχει εξαλειφθεί. Ο Αριστοτέλης προσδίδει στο τραγικό αισθητικό και ψυχολογικό μέγεθος, το οποίο δεν είναι καθόλου σε θέση να επηρεάσει τη φιλοσοφία και τη σχέση της με τον κόσμο. Στον Χέγκελ, το δεύτερο μεγάλο φιλόσοφο που έγραψε εκτενώς περί του τραγικού, το τελευταίο προκαλείται από την εντός του λόγου σύγκρουση του ανθρώπινου και ατομικού, από τη μια μεριά, με το θείο και οικουμενικό από την άλλη.

Ο Νίτσε είναι ο μόνος που κάνει, βοηθούμενος από τη μορφή του Διονύσου, ηρωικές προσπάθειες για να προσεγγίσει το χώρο πέραν του λόγου. Ο Διόνυσος τούτος επιστρέφει στον Ντεριντά με ανανεωμένη δύναμη και εμμονή στην αναγκαιότητα της κατάφασης, καθώς καθήκον του είναι να ρίξει φως στις εντός του λόγου κρύπτες, οι οποίες πάντα θα αφαιρούν από το λόγο την πρώτη και τελευταία λέξη, ενώ θα παραμένουν για πάντα κρύπτες. Ο Pucci, όπως και ο Ντεριντά, δεν απαντά το τραγικό στη σύγκρουση μεταξύ ανθρώπου και εσωτερικού ή εξωτερικού του κόσμου, ή μεταξύ ανθρώπου και θεού ή μοίρας, αλλά στην κρίσιμη κατάσταση που συνοδεύει τις ερωτήσεις «τι είναι άνθρωπος;» ή «τι είναι μοίρα;». Το τραγικό εντοπίζεται τώρα στην ένταση ανάμεσα στο λόγο και σε ό,τι του υπεκφεύγει.

Αν ο Pucci δεν θέτει ποτέ το ερώτημα της υπέρβασης του ίδιου του λόγου, είναι επειδή αυτό περιττεύει, καθώς γίνεται φανερό ότι η υπέρβαση δεν είναι παρά ένας από τους όρους για την ύπαρξη και την αποτελεσματικότητα του λόγου – διττά, ως εκ τούτου, καταληπτικού. Και εφόσον αφαιρείται από το λόγο η πρώτη και η τελευταία λέξη, μπορούμε στον Pucci και στον Ντεριντά να διακρίνουμε μια σιωπηλή και διακριτική κίνηση, η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, μετατρέπει τον κόσμο σε κόσμο, σε διάκοσμο, παρουσιάζοντας εντελώς αδιαχώριστο το τι της οντολογίας από το πώς της αισθητικής.

Ερχόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια ουσιώδη κοσμητική η οποία προηγείται της οντολογίας και της αισθητικής. Ίσως αυτό εννοεί ο Pucci,  όταν γράφει ότι τα αινίγματα της τραγωδίας δεν οδηγούν σε λύση ή σε γνώση, αλλά σε νέα τραγικά αινίγματα. Είναι, οπωσδήποτε, κατόρθωμα η κατάδειξη ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Μήδεια ή στις Βάκχεςτου Ευριπίδη, όπου η επίθεση κατά του λόγου είναι σήμερα ευδιάκριτη, αλλά και στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. 

Επανεπίσκεψη: Geoffrey H. Hartman, Minor Prophecies

Βασίλης Παπαγεωργίου:
Geoffrey H. HartmanMinor Prophecies: The Literary Essay in the Culture Wars. London: Harvard University Press, 1991, σσ. 252.
Λόγου χάριν,  Καλοκαίρι 1996.

Ο GEOFFREY H. HARTMAN είναι από τους πολύ λίγους σύγχρονους θεωρητικούς της λογοτεχνίας που αποδίδουν αφομοίωση ευρύτατης και πολύπλοκης σκέψης και γνώσης με τρόπο εξαιρετικά καθαρό και αναλυτικό, που μπορούν να εκφραστούν με ειρμό λεπτό, πυκνό και ελλειπτικό, κι ωστόσο να επιτρέπουν στον αναγνώστη την άνετη παρακολούθηση μιας ασφαλούς, σχεδόν αφοπλιστικά πειστικής επιχειρηματολογίας.

Το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρημάτων και των κριτικών εξορμήσεων στο παρόν βιβλίο αφορά την ένταση που δημιουργείται από την αντιπαράθεση ενός λόγου ειδικού, επιστημονικού, θεωρητικού, σε έναν λόγο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Ο τελευταίος, ως φιλικός, κριτικός λόγος της φωτισμένης κοινής λογικής, θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός μόνον υπό τον όρο ότι, συγχρόνως, θα αντιστέκεται σε οτιδήποτε περιορίζει, συνοψίζει, καταφεύγει σε ιδεολογία ή οδηγεί σε συναισθηματική συμφιλίωση: «η ολοκληρωτική εμπειρία [totalitarian experience] μας έμαθε ότι η απαίτηση για αδελφοσύνη [brotherhood and sisterhood] μπορεί να είναι ιδεολογική τυραννία» (σ. 12). Ο ερευνητικός, κριτικός λόγος και το έργο τέχνης ή η λογοτεχνία όχι μόνο δεν παραμένουν πέραν των ορίων του ιεραποστολικού λόγου αλλά και τον αντιμετωπίζουν με μια άγνωστη σ’ αυτόν ηθική αντίσταση. Δυό κεντρικά θέματα του τελευταίου του βιβλίου είναι η σχέση του λόγου με το αντικείμενό του, ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζει και ερευνά το αντικείμενο αυτό, και η σχέση του λόγου με τον ίδιο του τον εαυτό, με την ιδέα, την έννοια που τον ορίζει, με τη στάση ή τις μορφές που παίρνει αυτός στο λογοτεχνικό δοκίμιο. Ένα τρίτο θέμα, ή μάλλον μια Τρίτη διάσταση, στο βιβλίο του Hartman αποτελεί ο τρόπος που επιλέγει και συζητά συγγραφείς – τον F.R. Leavis, τον Kenneth Burke, τον Paul de Man, τον Valéry, τον Malraux, τον Auerbach, τον Heidegger και αρκετούς άλλους – και το ρόλο της ορολογίας στην απαιτητική γλώσσα της θεωρίας της λογοτεχνίας, της αισθητικής και της φιλοσοφίας. Λόγω του εύρους της συζήτησης αναγκάζεται συχνά να περιοριστεί σε σύντομες αναφορές ή ακόμη και σε υπαινιγμούς, πράγμα που δημιουργεί στον αναγνώστη του την έντονη επιθυμία για έναν διεξοδικότερο σχολιασμό ορισμένων σημείων. Η ελλειπτικότητά του όμως ποτέ δεν καταλήγει σε απαγορευτική αινιγματικότητα. Αντίθετα, το διακριτικά παροτρυντικό ύφος του βιβλίου του Hartman επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη στη διαμόρφωση απόστασης και κριτικών συμπερασμάτων. Κατά νου έχει τον Ασυνήθη μάλλον, παρά τον Συνήθη Αναγνώστη [the Uncommon rather than Common Reader], ή την «αποδοτικότητα [productiveness] της μεταξύ των διαμάχης» (σ. 14).

Στο βιβλίο συγκεντρώνονται δέκα δοκίμια γραμμένα σε διαφορετικούς χρόνους και – εκτός από το τελευταίο – δημοσιευμένα ήδη αλλού. Ένας από τους ισχυρούς κοινούς τόπους όλων των δοκιμίων είναι το ηθικό στοιχείο στη σχέση του κριτικού λόγου, της θεωρίας, με τον αναγνώστη και την ιστορική ή πολιτισμική του διακειμενικότητα. «Η κατανόηση της λειτουργίας της γλώσσας συνεπάγεται την ηθική» και οδηγεί στην αποδόμηση τόσο των αποφάνσεων περί ουσίας όσο και του ύφους των αποφάνσεων αυτών. Μπορούμε τότε να πούμε ότι η «αποδόμηση είναι μια ευφρόσυνη επιστήμη» (σ. 42). Για να διατηρήσει και να καλλιεργήσει ο κριτικός της λογοτεχνίας [the literary critic] την ευτυχία αυτή, θα πρέπει να διατηρεί και να καλλιεργεί την έγνοια της ηθικής, η οποία, μαζί με την έγνοια της ανάγνωσης, θα απομακρύνει από τη έννοια του μέλλοντος την έννοια του τέλους: «η ανάγνωση της λογοτεχνίας αποτελεί για μένα εσκεμμένη τύφλωση» (σ. 207), καταλήγει ο Hartman. Το ηδονιστικό, μερικές φορές, σκουντούφλιασμα στον κόσμο των λέξεων είναι προνόμιο του Ασυνήθους Αναγνώστη, ο οποίος, σε έναν κόσμο που ταυτίζει την πρόοδο με την κατάκτηση της αλήθειας, παραμένει μη προοδευτικός.

«Ο Ασυνήθης Αναγνώστης δεν είναι το αντίθετο του Συνήθους Αναγνώστη», διευκρινίζει ο Hartman. O Ασυνήθης Αναγνώστης, προσθέτει, «χρησιμοποιεί τη θεωρία όσο αποτελεσματικά χρησιμοποιούσε ο Συνήθης Αναγνώστης τους κλασικούς συγγραφείς. Ο Trilling ήταν αυτός που είπε ότι η μελέτη των κλασικών έδωσε σε στοχαστές όπως ο Freud την ευκαιρία να απαλλαγούν από την υποταγή στην παιδεία τους [culture]. Η παλαιότητα ακριβώς αυτού του «άλλου» κόσμου των κλασικών ευνόησε ένα φιλάνθρωπο συνώνυμο [humane equivalent] της επιστημονικής αμεροληψίας. Το «πέραν» της παιδείας [culture] παρέμενε εντός της παιδείας. Είναι όμως δύσκολο για μας να διανοηθούμε την θεωρία ως γλώσσα, όπως τους κλασικούς, εντός της δική μας γλώσσας. Η θεωρία φαίνεται να ανήκει κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο μέρος του μυαλού» (σσ. 79-80).

Η θεωρία θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να δημιουργήσει και να υπερασπίσει την ορολογία της. Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει ανενδοίαστα να υπερασπίζει τις προϋποθέσεις της ίδιας της διακριτής, λόγω του «άλλου», ύπαρξής της. Ανάμεσα στον F.R. Leavis, που παίρνει αρνητική στάση απέναντι στη θεωρία «την οποία αντιλαμβάνεται ως άκαμπτη και κατηγορηματική, ανίκανη να διακρίνει την έντονα επιτόπια ζωή των λέξεων», και τον Kenneth Burke, που δεν φοβόταν τεχνικούς όρος και για τον οποίο η «θεωρία είναι μια ενδιαφέρουσα και επινοητική ανθοφορία ορολογίας ή στρατηγική κατά του καθωσπρεπισμού» (σ. 122) ο Hartman διαλέγει βέβαια τον τελευταίο. Παρ’ όλο που ο Leavisυποστηρίζει την «ευρετική» [«heuristic»] και «δημιουργική» σχέση του αναγνώστη με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Ένα από τα προβλήματα, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι η υποστήριξή του περιορίζεται στο χώρο τα αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας και γίνεται στο όνομα της αγγλικότητας [«Englishness»], η ποία με τη σειρά της επικαλείται την πίστη στις ικανότητες του Συνήθους Αναγνώστη. Αυτό σήμερα δεν εκπλήσσει μόνο ως αφελώς περιοριστικό αλλά και ως άκρως επικίνδυνο. «Ο Leavis, ως κριτικός και παιδαγωγός, συμμερίστηκε ένα ιστορικό παράδοξο. Η ίδια η έννοια του φυλετικού ή του γλωσσικού γνωρίσματος ενός τόπου [vernacular genius], που είχε ενθαρρύνει την ανάπτυξη διαφοροποιημένων εθνικών λογοτεχνιών στην Ευρώπη, γίνεται συντηρητική και συσταλτική όταν αυτά τα έθνη-κράτη παγιώνονται» (σσ. 116-117). Η στερεότυπη γλώσσα που απευθύνεται στον Συνήθη Αναγνώστη, παρά κάποιες χρήσιμες πλευρές της, γίνεται «επικίνδυνη και φορέας μίσους παρά ανεκτικής διαθέσεως», όταν «οι Ναζί στην έννοια της φυλής και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων προσθέτουν την έννοια της καθαρότητας» (σ. 116).

Στη δεκτικότητα του μορφωμένου ή Συνήθους Αναγνώστη, η προσωπικότητα του οποίου συγκροτήθηκε στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα – δεν πρόκειται ακόμη για τον «μέσο αναγνώστη» [«ordinary public reader»] (σ. 227 σημ.), ο οποίος εμφανίζεται αργότερα –, απευθύνονταν οι συγγραφείς του περιοδικού The Spectator και όλοι όσοι έγραφαν έναν «κανονιστικό [normative] και κλασικό πεζό λόγο. Ξέρουμε επίσης ότι ο πεζός αυτός λόγος. Ξέρουμε επίσης ότι ο πεζός αυτός λόγος εμφανίστηκε στην Αγγλία μετά το 1660 και γρήγορα απόκτησε την ηγεμονική θέση την οποία κατέχει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή» (σ. 75). Ύφος φιλικό, συγκρατημένο, ευγενικό, άνετο, «ήπια διδακτικό», κομψό, προσεχτικό, ευχάριστο, φιλοπαίγμον. Το ύφος του «honest man about town» (ο Hartman προχωρεί σε μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη, τόσο για τις συγκλίσεις όσο και για τις αποκλίσεις που παρουσιάζονται, αντιπαραβολή του Συνήθους Αναγνώστη με τον Γάλλο honnête homme και το ρόλο που αυτός έπαιξε στην καλλιέργεια της «ισότητας», της μέσης οδού μάλλον, παρά της απλότητας), αυτού που είναι διατεθειμένος να παραμείνει αναποφάσιστος μεταξύ πίστης και δυσπιστίας, μεταξύ ελαφρότητας και σοβαρότητας. «Σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ο Συνήθης Αναγνώστης ίσως να μην υπήρξε ποτέ», παρά μόνο στις σελίδες του Spectator ή μεταξύ των μελών μιας μικρής ελίτ. «Ακόμη και η αβρή, επιτακτική φωνή του Eliot», προσθέτει ο Hartman, «δεν μπόρεσε να διατηρήσει [αυτή] την παράδοση» (σ. 79).

Η θεωρία, και μάλιστα η κριτική θεωρία, απευθύνεται στον Ασυνήθη ή Κριτικό Αναγνώστη από τον οποίο απαιτεί τον συνυπολογισμό του «άλλου» και μια πολύ πιο υπεύθυνη στάση απέναντι σε οτιδήποτε αφορά όχι μόνο στη σχέση του με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά και στη σχέση του με την πραγματικότητα που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τη γλώσσα αυτή. Η θεωρία θα πρέπει να είναι μορφή αντίστασης όχι μόνο εναντίον σε κάθε είδους ιδεολογίας αλλά και εναντίον της προσπάθειας αποκλεισμού αυτού που δεν μπορεί να νοηματοδοτήσει η θεωρία ή η γραφή. Ως «κίνητρο της θεωρίας» παρουσιάζεται, παραδόξως, «το μη δυνάμενον να θεωρητικοποιηθεί» (σ. 82). Η γλώσσα της κριτικής νεολογίζει, αλλά αυτό είναι απαραίτητο στη συνειδητή προσπάθεια πρόσβασης στους χώρους όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει ο συναινετικός, ο συγκαταβατικός και, για το λόγο αυτό, συγκαλυπτικός λόγος. «Χρειαζόμαστε τον Ασυνήθη Αναγνώστη», γράφει ο Hartman, «αν ο Συνήθης Αναγνώστης είναι, όπως έδειξε καθαρά ο Ναζισμός, δυνάμει Ευθυγραμμισμένος [Coordinated] Αναγνώστης – ευθυγραμμισμένος (gleichgeschaltet) με την Κρατική ιδεολογία ή με μια απατηλή Δημόσια Φιλοσοφία» (σ. 87). Χωρίς να ανταγωνίζεται ή να συγχέεται με την τέχνη ή την τέχνη ή την φιλοσοφία, από την οποία μάλιστα μερικές φορές είναι πιο αποτελεσματική στην εκκάλυψη της πλάνης του αμεσολάβητου λόγου, η κριτική θεωρία μπορεί και πρέπει να είναι εξίσου δημιουργική, διερευνητική και διευρυντική.

Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αναπόφευκτη πραγματικότητα, να λάβουμε μέρος ή να αποφανθούμε για συγκεκριμένα γεγονότα της. Τι είδους λόγο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε σήμερα, για παράδειγμα, όταν αναφερόμαστε στον «σφετερισμό και την ιδιοποίηση της ονομασίας «Μακεδονία», ώστε να μην περάσουμε από τη νόμιμη άμυνα στην απαράδεκτη επίθεση; Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει η φράση «για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας», αν προϋποθέτει άκριτα ή απερίφραστα (ασύμφραστα μάλλον – δίχως να λαμβάνει υπόψη την τόσο προβληματική διακειμενικότητα) την υπερβατική έννοια της ταυτότητας και της ακέραιας παρουσίας της ψυχής ενώπιον του αδιαφιλονίκητου εαυτού της; Πως θα πρέπει να πράξει κανείς για να διατηρήσει την απαραίτητη λειτουργία της διαφοράς και εντός της ίδιας της έννοιας της ταυτότητας και της ψυχής, και στη σχέση τους με άλλες ταυτότητες και ψυχές; Μπορεί μια δημοκρατία να λειτουργήσει χωρίς συναινετικό λόγο; Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε ποια μέρη ή μέλη της πρέπει να περιοριστούν ή να θυσιαστούν;

Ο Hartman προσεγγίζει την προβληματική της αντιπαράθεσης της πραγματικότητας στο λόγο στο δοκίμιό του για τον Paul de Man. Η πραγματικότητα αυτή είναι τόσο του de Man όσο και του αναγνώστη. Η στάση του Hartman, ο οποίος έχει κάθε λόγο να βρίσκεται πιο κοντά στην προβληματική του de Man, ως φίλος, ως συνάδελφος, ως Εβραίος, κάθε άλλο παρά αμφίλογη είναι. Ο ώριμος de Man δεν έχει καμιά σχέση με τον de Man των πρώιμων δημοσιογραφικών άρθρων στη Le Soir. Η μόνη σχέση ίσως θα ήταν το αποτέλεσμα μιας άβολης και επώδυνης επιμονής, δικής του και δικής μας, στο είδος του αρνητικού βάρους του απόλυτου χαρακτηρισμού «καμία». Ωστόσο, ο Hartman θα ήθελε από τον deMan να είχε επιστρέψει στη σχέση αυτή και να είχε αντιμετωπίσει το νεανικό του λάθος, «όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της σιωπής του». Έχουμε το δικαίωμα όμως να είμαστε τόσο κατηγορηματικοί, να λέμε «όποιοι κι αν ήταν», όταν δεν ξέρουμε πράγματι ποιοι θα μπορούσε να ήταν οι λόγοι αυτοί; Ο Hartman απαντά θετικά: δεν πρόκειται για σιωπή που αφορά το παρελθόν του de Man μόνο αλλά για σιωπή που αφορά και σε μια ιδεολογία η οποία «ενέχεται σε γενοκτονία» (σ. 145). Ο Hartman τονίζει και πάλι την υπευθυνότητα του διανοουμένου ενώπιον της ιστορίας και της πραγματικότητας. Αυτός που, για παράδειγμα, θα προσπαθήσει να κρίνει την «υπόθεση de Man», θα πρέπει να «μεταβάλει την ιστορία σε μνήμη: να καταδείξει τι θα πρέπει να θυμούμαστε και πως θα πρέπει να το θυμούμαστε. Η υπευθυνότητα αυτή μετατρέπει κάθε κρίση σε κρίση για το άτομο που την εξέφερε» (σ. 148).

Ο Hartman μας προσφέρει ένα πολύτιμο βιβλίο, έναν ευθήσαυρο τρόπο σκέψης, ο οποίος, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών παρατηρήσεων και τοποθετήσεων, δεν βρίσκει καμιά αντίφαση στην ταυτόχρονη χρήση ενός λόγου αυστηρά υπεύθυνου και ενθουσιωδώς παντεχνήμονος. Επιπλέον, τα δοκίμια που έχουμε μπροστά μας δεν πραγματεύονται μόνο την τέχνη της θεωρίας της λογοτεχνίας στη δοκιμιακή της μορφή, αλλά αποτελούν και τα ίδια υποδείγματα της τέχνης αυτής. Μια τέχνη που, χωρίς να μπορεί να αποφύγει εντελώς την προφητική γλώσσα, εκφράζει την ποιητική της κατάφασης, την ποιητική του κριτικού λόγου που αντιστέκεται στον αποκλειστικό λόγο, τον λόγο των  προφητειών, της εξουσίας και του επιβεβλημένου εφησυχασμού. 

Επανεπίσκεψη: Συνομιλία με τον Geoffrey H. Hartman

Βασίλης Παπαγεωργίου: Συνομιλία με τον Geoffrey H. Hartman
Λόγου χάριν,  Καλοκαίρι 1996.

Ο GEOFFREY H. HARTMAN, καθηγητής της Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιου Yale, συνέτεινε, με τους Jacques Derrida, Paul de Man και J. Hillis Miller, στη διαμόρφωση τόσο του τρόπου με τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνικά κείμενα σήμερα όσο και της θεωρίας στην οποία στηρίζεται η ανάγνωση αυτή. Σε τούτο και σε άλλα σημεία, βιογραφικά ή σχετικά με την πορεία της κριτικής σκέψης του, γίνεται αναφορά στη συνομιλία που ακολουθεί, καθώς και στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου στις Υποτυπώσεις του παρόντος τεύχους. Ένα από τα σημεία στα οποία δεν γίνεται αναφορά είναι η μεγάλης σημασίας ερμηνευτική εργασία του Hartman για την ποίηση του Wordsworth (Wordsworth’s Poetry, 1787-1814. New Haven: Yale University Press, 1964, και London: Harvard University Press, 1987) και η επιρροή της ποίησης αυτής στη δική του σκέψη. Η κεντρική θέση της εργασίας αυτής, η αρνητική στάση του Wordsworth απέναντι στην αποκάλυψη προς χάριν της ανθρώπινης φύσης, επανέρχεται από τότε συχνά στα κείμενα του Hartman, πρόσφατα στο τελευταίο του βιβλίο.

Η συνάντηση με τον Geoffrey H. Hartman έγινε τον Οκτώβριο του 1990 στη Lund, την παλιά πανεπιστημιούπολη στη Νότια Σουηδία.

Β.Π. Σας αποκάλεσαν «deconstructionist on the wild side». Τι σήμαινε αυτό για σας τότε και τι σημαίνει σήμερα;

G.H. Ο χαρακτηρισμός είναι του Christopher Norris, ο οποίος στη μια μεριά, την «άγρια», τοποθέτησε εμένα και τον Hillis Miller, ενώ στην άλλη μεριά, την αυστηρή [rigorous], τοποθέτησε τον Derrida και τον de Man. Ως ένα σημείο νομίζω ότι ο διαχωρισμός αυτός ευσταθεί. Αν πράγματι είμαι αποδόμος, τότε είμαι αποδόμος της άγριας μεριάς. Πάνω απ’ όλα, δεν είμαι σίγουρος αν είμαι αποδόμος. Είναι όμως αλήθεια ότι η κίνηση μ’ ενδιαφέρει πολύ και φυσικά έζησα μαζί της από τότε που ο Derrida, ο de Man και ο Hillis Miller ήσαν στο Yale. Είχα βοηθήσει ώστε να έρθει ο Derrida στο Yale. Για δώδεκα περίπου χρόνια [1990] έζησα παρέα μ’ αυτή τη σημαντική κίνηση, σημαντική όχι μόνο για τους Αμερικανούς διανοουμένους αλλά και για τους φοιτητές. Πιστεύω ότι θα πρέπει να σύρει κανείς μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς που ακολουθούν την αποδόμηση περισσότερο αυστηρά ή την χρησιμοποιούν επακριβώς ως φιλοσοφική μέθοδο και σ’ αυτούς, όπως εγώ, που ειλικρινά την εκμεταλλεύονται. Καμιά φορά λέω ότι υπήρχε ζωή και πριν από τον Derrida. Υπήρχε στην Αμερική μια ομάδα κριτικών η οποία προς το τέλος της δεκαετίας του ’40 και ιδιαίτερα  στη δεκαετία του ’50 και μετά άσκησε μια «πρακτική κριτική», όπως την λέγαμε, δίχως να στηρίζεται σε κάποια ειδική φιλοσοφία ή θεωρία. Ένας από τους δελεασμούς της αποδόμησης για μένα ήταν το ότι πάντα πίστευα ότι καμιά θεωρία δεν ήταν δυνατή για το είδος της κριτικής που ήθελα να εξασκώ, και ξαφνικά σκέφτηκα ότι ίσως υπάρχει μια θεωρία, παρ’ όλ’ αυτά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που έδειξα ενδιαφέρον για την αποδόμηση όταν έφτασε στην Αμερική στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Δέθηκα όμως μ’ αυτή μόνον όταν διάβασα το Glas του Derrida. Αποφάσισα τότε να γράψω δυο – τρία δοκίμια για το βιβλίο αυτό, τα οποία αργότερα αποτέλεσαν την αρχή του βιβλίου Saving the Text, που δεν έχει όμως θέμα του μόνον τον Derrida – εκτός από τα τρία πρώτα κεφάλαια. Το Glasαντιπροσωπεύει για μένα ένα πολύ σημαντικό λογοτεχνικό φαινόμενο. Μας δείχνει ότι λογοτεχνία και φιλοσοφία μπορούν να συνευρίσκονται δίχως να καταλήγουν σε σύνθεση. Η συνεύρεση της λογοτεχνίας με τον σχολιασμό [commentary] μ’ ενδιέφερε από καιρό.

Β.Π. Έχετε γράψει ότι ο όρος «unreadability», τον οποίο συγκρίνατε με τον όρο «misreading» του Harold Bloom, θα μπορούσε να δημιουργήσει εσφαλμένη εντύπωση, επειδή στην πραγματικότητα σήμερα διαβάζουμε περισσότερο και με μεγαλύτερη προσοχή.

G.H. Πράγματι. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν κριτικοί σαν και μένα εξασκούσαν κριτική δίχως θεωρία, το έκαναν για να διδάξουν μια εγγύτερη μορφή ανάγνωσης [a closer form of reading], εδίδετο έμφαση εξ ολοκλήρου στην ανάγνωση, κι αυτό σήμαινε «readability», όσο κι αν η περιπέτεια αναγνώρισης του τι λέει το κείμενο ήταν πολύπλοκη. Δεν επρόκειτο ακριβώς για «close reading», αλλά για το «closer reading» που προσπαθούσαμε να διδάξουμε εμείς. Έτσι οι όροι «misreading» και «unreadability» δεν θα ήσαν κατάλληλοι. Από την άλλη μεριά, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται, παρατήρησα ότι δήλωναν το ίδιο φαινόμενο, όσο κι αν δημιουργούσαν μια εντελώς αναπάντεχη εντύπωση – πράγμα που ίσως είναι καλό σε σχέση με κάποια αποξένωση ως αποτέλεσμα. Αυτό μου επέτρεψε επίσης να σκεφτώ περισσότερο επακριβώς – ο Derrida και ο de Man, κι ως ένα βαθμό και ο Bloom, άρεσαν το ίδιο πράγμα για διαφορετικούς λόγους – το πρόβλημα σχετικά με την παλαιότερου είδους ρομαντική, και πριν από τους ρομαντικούς ακόμη, οραματική [visionary] ποίηση. Ποίηση δηλαδή μεγαλοπρεπούς, μεγαλεπήβολου ύφους, ποίηση που χρησιμοποιεί θρησκευτικές μεταφορές και τη δομή του οράματος. Ό,τι ο Kenneth Burke ονομάζει «όροι του θεού». Προφητική γλώσσα, καλώς ή κακώς, δυνατές ψυχολατρικές μεταφορές. Στη σύγχρονη και φιλοσοφικά πεφωτισμένη εποχή – με την έννοια που έδιναν στον όρο τον 18ο αιώνα – οι όροι αυτοί είτε δεν έχουν καμιά αξία είτε είναι παραπλανητικοί. Τότε μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι μια τέτοια ποίηση είναι μη αναγνώσιμη. Αλλάζω λοιπόν κάπως τη χρήση του όρου για να πω ότι για να καταλάβουμε τι σημαίνει ακόμη ποίηση, αν η σύγχρονη ποίηση πρέπει να συμβαδίζει με την εποχή της, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή την μη αναγνώσιμη πλευρά της μεγαλεπήβολης ποίησης.

Β.Π. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι, όπως ο Roland Barthes ή ο Hillis Miller, είχατε κι εσείς μια προ-ντερρινταϊκή και μια μετα-ντερρινταϊκή περίοδο.

G.H. Ακριβώς.

Β.Π. Κι ότι ακόμη η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιόδων δεν είναι μεγάλη. Στο βιβλίο σας Beyond Formalism, για παράδειγμα, γράφετε ότι θέλετε να αντιλαμβάνεστε την πραγματικότητα και κατά συνέπεια τον τρόπο γραφής σας ως ανάπτυξη ποιήματος. Έτσι, όταν αργότερα διαβάζει κανείς το βιβλίο σας Saving the Text, το αντιλαμβάνεται ως ποιητική προσέγγιση της σκέψης του Derrida. Επιπλέον, στην κριτική σας του βιβλίου του Norris για την αποδόμηση γράφετε ότι δεν σας αρέσει που αυτός προτιμά την αυστηρή αποδόμηση από τη δυναμική. Είχατε αναρωτηθεί τότε γιατί ένας κριτικός δεν θα μπορούσε να είναι δυναμικός.

G.H. Είμαι εναντίον τέτοιων περιορισμών. Εναντίον ψευδών διαχωρισμών. Δεν είμαι εναντίον της αυστηρής κριτικής, είμαι εναντίον ψευδών διαχωρισμών. Θέλω να πω ότι προσπαθούμε πάντα να απαλλαγούμε από τέτοιες διακρίσεις για να κατασκευάσουμε άλλες, λεπτότερες, κατά κάποιον τρόπο. Όπως ήδη έγραψα στην κριτική μου του βιβλίου του Norris[Deconstruction: Theory and Practice, London 1982], δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να είμαστε περιορισμένοι, όταν γράφουμε κριτική. Υπάρχουν δύο απόψεις σχετικά. Σύμφωνα με τη μία, όσο επαγγελματίας φιλόσοφος κι αν είναι ο Derrida, το Glas είναι τρελό βιβλίο. Ίσως υπάρχει μια μέθοδος στην τρέλα του, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι είναι προϊόν αυστηρής [rigorous] σκέψης – ή πρόκειται για αυστηρή σκέψη ενός εντελώς διαφορετικού είδους απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει, γι’ αυτό και δίνει την εντύπωση ότι είναι τρελό. Ο όρος αυτός είναι φυσικά προκλητικός. Είναι ένα τολμηρό και ζωντανό βιβλίο, όπως η λογοτεχνία. Αυτή είναι η πρώτη μου αντίρρηση στη διάκριση μεταξύ του αυστηρού και του άγριου. Η δεύτερη είναι παράλληλη με την πρώτη, ότι δηλαδή – κι επιμένω σ’ αυτό – ο κριτικός έχει το δικαίωμα να έχει δικιά του γλώσσα. Δεν είναι παράσιτο που θρέφεται από τη λογοτεχνία. Είναι δοκιμιογράφος, άνθρωπος του πνεύματος με τη δική του ανεξάρτητη σκέψη. Με δύο λόγια: η κριτική ή το κριτικό δοκίμιο βρίσκονται εντός της λογοτεχνίας, δεν αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία απ’ έξω. Αυτό εξασθενίζει τη διάκριση μεταξύ του αυστηρού και του άγριου. Η κριτική έχει κυρίως ως σκοπό να φωτίσει και – πως θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα; – να προσαρμόσει μια πιο άγρια λογοτεχνία στις ανάγκες ενός ευρύτερου κοινού. Χωρίς να εγκαταλείπει γι’ αυτό τον παιδαγωγικό της στόχο. Συνηθίζω μάλιστα να προσθέτω ότι δίχως την επιστημονική ακρίβεια πολλά σημαντικά κινήματα τέχνης δεν θα είχαν γίνει καν. Δίχως ανθρωπισμό, δεν θα υπήρχε Αναγέννηση. Το ίδιο συνέβη και στις αρχές του αιώνα μας. Δίχως τα μουσεία και τους επιμελητές τους, πολλοί καλλιτέχνες δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν μια άλλου είδους αισθητική κ.λ.π. Θέλω να πω ότι για μένα η σύμπραξη επιστήμης και τέχνης είναι αυτονόητη. Σύγχρονο παράδειγμα του φαινομένου αυτού, ο Roland Barthes. Στο βιβλίο του Fragments d’un discours amoureux καταπιάνεται αρχικά με μια σημειωτική μετα-γλώσσα – και φυσικά δεν πιστεύει σε μια τέτοια γλώσσα, μερικοί όμως θα την αποκαλούσαν έτσι – ή, αν θέλετε, με μια περιγραφική γλώσσα την οποία μετατρέπει σε λόγο που δεν έχει καμιά σχέση με την επιστημονική περιγραφή. Έναν λόγο που δεν είναι παρά μια ευφραδής λυρική αφήγηση. Ο λόγος της επιστήμης γίνεται λόγος ερωτικός.

Β.Π. Μια και μιλάμε για τον Barthes. Έχει ειπωθεί ότι είχε κατά νου να συμπεριλάβει στο τέλος της ζωής του όλες του τις ιδέες περί λογοτεχνίας και αισθητικής σ’ ένα έργο τέχνης. Ο Michel Foucault πίστευε ότι ο Barthes ήταν από κείνους τους συγγραφείς που γράφουν τα καλύτερα έργα τους σε ηλικία μεταξύ εξήντα και ενενήντα ετών, ότι τα δοκίμιά του και η αισθητική του κριτική δεν ήταν παρά προκαταρκτικά κείμενα, προσχέδια ενός πολύ σημαντικού έργου που δεν πρόλαβε να γράψει.

G.H. Δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι το πιο ολοκληρωμένο του έργο είναι το κείμενο για το αφήγημα του Balzac. Το S/Z, το εκτενές δοκίμιο για το σύντομο αφήγημα. Δεν θα μπορούσε να πάει μακρύτερα προς αυτή την κατεύθυνση. Αναρωτιέμαι τι εννοούσε ο Foucault. Ίσως ήθελε να γίνει ο Barthes ένας άλλος Foucault, να στραφεί δηλαδή από το δοκίμιο προς το βιβλίο, προς έναν πιο καθολικό τρόπο γραφής, εγκυκλοπαιδικό. Δεν νομίζω επίσης ότι το Fragmentsdun discours amoureux αποτελεί μέρος μιας νέας κατεύθυνσης. Ο Barthes χρησιμοποιεί πάντα τη γλώσσα είτε ως κάτι βαρύ είτε ως κάτι ελαφρύ. Πως λέγεται εκείνο το ενδιαφέρον βιβλίο του Kundera…

Β.Π. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι.

G.H. Κάτι παρόμοιο βρίσκουμε και στον Barthes. Δεν θα ήθελε το βιβλίο του να είναι βαρύτερο από το βιβλίο του Kundera, αλλά γνώριζε ότι σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν παρά ένας παιδαγωγός. Το αισθανόταν πολύ δυνατά μέσα του αυτό. Όπως και το ότι η γαλλική γλώσσα είναι βαριά. Επιπλέον προσπαθούσε να απελευθερωθεί κι από τη γερμανική παιδεία. Η σχετική στάση του Foucault είναι αξιοσημείωτη. Μου έχουν πει ότι οι παραπομπές στα έργα του δεν είναι πολύ αξιόπιστες. Το κείμενο είναι συναρπαστικό και ολωσδιόλου πειστικό, αλλά [γελά] οι παραπομπές του νομίζω ότι σιγά – σιγά θα αυτό-αποδομηθούν.

Β.Π. Έχουμε πλησιάσει θέματα ηθικής και βιογραφίας. Εσείς βέβαια ούτε αποκλείετε ούτε στηρίζεστε σε βιογραφικά στοιχεία, όταν μελετάτε έναν ποιητή ή έναν θεωρητικό της λογοτεχνίας. Στο βιβλίο σας Beyond Formalism γράφετε ότι το Άλλο θα υπάρχει πάντα, τουλάχιστον το όνειρο για ένα Άλλο. Ότι η λογοτεχνία είναι η μορφή που παίρνει το όνειρο σε μια φωτισμένη ψυχή. Είστε Εβραίος, γεννηθήκατε στη Φραγκφούρτη το 1929. Η οικογένειά σας μπόρεσε ευτυχώς να φύγει από τη Γερμανία το 1939. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μείνατε στην Αγγλία και το 1946 περάσατε στις ΗΠΑ. Το Άλλο θα πρέπει να είναι για σας κάτι πολύ συγκεκριμένο, απτό.

G.H. Δεν ξέρω. Είναι μάλλον αλήθεια ότι μερικές από τις σκέψεις μου έχουν τη βάση τους σε βιογραφικά στοιχεία. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να πει κανείς επ’ αυτού. Πράγμα που δεν σημαίνει, κατά πόσο αυτό είναι αλήθεια ή ψέματα. Είναι αλήθεια. Και θα είναι αλήθεια για όλους. Το ερώτημα είναι πως μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς τη βιογραφία με τρόπο μη περισταλτικό. Υπάρχουν βέβαια καταστάσεις που η αναφορά σ’ ένα μέρος μιας βιογραφίας, όπως η πρόσφατη περίπτωση του de Man, μπορεί να προκαλέσει έκρηξη, ξαφνική επανεκτίμηση, απότομη προσγείωση. Η φροϋδική προσέγγιση μ’ ενδιαφέρει βέβαια, αλλά η χρήση της βιογραφίας για να ειπωθούν κοινοτοπίες ή να καταλήξουμε σε περιοριστικά συμπεράσματα δεν μ’ ενδιαφέρει. Ίσως κάποτε καταφέρουμε να αναπτύξουμε μια τέχνη να χρησιμοποιούμε τη βιογραφία μ’ ενδιαφέροντα τρόπο. Νομίζω ότι ο de Man, για να επιστρέψουμε σ’ αυτόν για λίγο, συνήθιζε να λέει, νομίζω ότι το λέει ξεκάθαρα στην εισαγωγή του στο Allegories of Reading, ότι ήθελε να γράψει, ή μάλλον ότι το βιβλίο αυτό γεννήθηκε μέσα από την προσπάθειά του να γράψει μια ιστορία της λογοτεχνίας. Το αποτέλεσμα είναι η αποτυχία να γραφεί μια τέτοια ιστορία. Αυτό που λέτε για τη βιογραφία, εγώ θα το έλεγα και για την ιστορία της λογοτεχνίας. Δεν έχουμε τη διανοητική και ψυχική δύναμη να γράψουμε σημαντικά δοκίμια λογοτεχνικής ιστορίας ή βιογραφίας. Έχουν βέβαια γίνει αξιοσημείωτες παρατηρήσεις, αλλά συνολικά νομίζω ότι έχουμε αποτύχει.

Β.Π. Ας επανέλθουμε στο θέμα της ηθικής. Αρκετές φορές έχετε τονίσει ότι η αποδόμηση και γενικότερα η λογοτεχνική κριτική δεν είναι κάτι που γίνεται ερήμην των πραγμάτων που ορίζουν τη σύγχρονη ζωή, την ιστορία.

G.H. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τη σχέση της αποδόμησης με την ηθική. Θα έλεγα ότι η αποδόμηση στρέφεται προς την ηθική σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη, είναι εναντίον παντός ισχυρισμού περί ταυτότητος, περί εθνικότητος. Μετά τη Σχολή της Φραγκφούρτης και επί των ιχνών του Hegel, κι ως ένα σημείο χάρη στο Heidegger, η αποδόμηση ασκεί κριτική κατά της φιλοσοφίας περί ταυτότητος στην ιστορική της προέκταση. Γνωρίζουμε, από τον τρόπο που η ιστορία έχει επεξεργαστεί την πολιτική ιστορία των τελευταίων πενήντα, εξήντα, εβδομήντα ετών, ότι ο εθνικισμός που στηρίζεται σε αξιώσεις και ισχυρισμούς περί ταυτότητος έχει μια ιδεαλιστική και ηθική πλευρά που έχει εξελιχθεί με τρόπο επικίνδυνο και αιματηρό. Πιστεύω ότι είναι εντελώς σωστό να θέτουμε υπό αμφισβήτηση φιλοσοφικά και με κάθε άλλο τρόπο αξιώσεις ταυτότητος. Αυτό σημαίνει εξέταση κάθε ισχυρισμού περί αρχής και τέλους. Πώς, για παράδειγμα, ισχυρίζεται κάποιος ότι υπάρχει άρια ταυτότητα; Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει ακραιφνής άρια ταυτότητα, ισχυρίζεται ότι υπήρχε, ότι υπήρχε κάποτε μια αρχή, ή ότι θα πρέπει να υπήρχε. Από τη σκοπιά αυτή δεν ξέρω πως αλλιώς θα την ονόμαζα αυτή τη στάση, αν όχι ηθική. Ίσως δεν θα ’θελε κανείς να την ονομάσει ηθική, πιστεύω όμως ότι είναι ηθική. Πιστεύω επίσης ότι υπάρχει και μια ηθική διάσταση που δεν είναι ίσως αρκετά φανερή. Έχει σχέση με μια μετα-εγελιανή και ίσως μετα – κιρκεγκωριανή κριτική της αισθητικής. Εμφανίζεται στον De Man, ιδιαίτερα όταν αυτός επιμένει σταθερά στην αποφατική σκέψη, στην άρνηση να επιτρέψει στο αποφατικό να διαλεχθεί και να μετατραπεί σε κάτι θετικό. Την ονομάζω μετα-κιρκεγκωριανή επειδή πιστεύω ότιι συνεπάγεται δύο υποθέσεις, δύο προοπτικές, θα έλεγα, συγχρόνως, οι οποίες είναι αντιφατικές, και οι οποίες προσδίδουν την ασυνήθιστη διανοητική ένταση που συναντάμε στο έργο του de Man. Η μία είναι σίγουρα κιρκεγκωριανή και μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος. Υπάρχει σε κάποιον σαν τον de Man μια καθαρή αίσθηση της ματαιότητας της διανόησης [intellect] μαζί με το γεγονός ότι δεν έχουμε παρά μόνο τη διανόηση στην οποία μπορούμε να βασιστούμε. Η άλλη είναι η αίσθηση του ότι η γλώσσα βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινο έλεγχο ή κηδεμονία. Κάπου λέει, παραφράζει τον Benjamin κι εγώ παραφράζω την παράφρασή του έτσι που έχουμε διπλή αναξιοπιστία, ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινη. Αυτό είναι βέβαια αινιγματικό. Σημαίνει ένα φάσμα πραγμάτων. Σίγουρα δεν σημαίνει ότι υπάρχει αρχή της γλώσσας, ότι ο θεός είναι ο δημιουργός της γλώσσας. Πρόκειται όμως για αινιγματικό ισχυρισμό που υποδηλώνει την κριτική κάθε προσπάθειας να μεταβληθεί η γλώσσα σε συγκεκριμένο εργαλείο, σε βάση των περισσότερων ανθρωπομορφικών οραμάτων, και το φόβο ότι ο ανθρωπισμός είναι προορισμένος να επιτρέπει να τον καθοδηγεί ο φόβος του μηδενισμού [nihilism] – κι έτσι να επιστρέφει σ’ αυτό που ονομάσαμε ισχυρισμό περί ταυτότητος – έστω κι αν αυτό αφορά στον ισχυρισμό περί του τι είναι ανθρώπινο και τι μη ανθρώπινο.

Β.Π. Θα ήθελα να περάσουμε στο θέμα της κατάφασης και της σχέσης της αποδόμησης με την φιλοσοφία του Nietzsche.

G.H. Δεν θα έλεγα ότι ο Derrida ή ο de Man δεν είναι καταφατικοί. Η σκέψη τους όμως δεν είναι καταφατική με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Marcuse. Είναι καταφατική με τη νιτσεϊκή έννοια ίσως, με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο Nietzsche αναιρεί την άρνηση. Δεν θα τον έλεγα διονυσιακό. Νομίζω ότι ούτε στον de Man ούτε στον Derrida ούτε και σε μένα υπάρχει η παραμικρή απόχρωση από τη ζωτική δύναμη που συναντάμε στον Nietzsche. Πιστεύω ότι και ο Derrida και ο de Man και σε απόσταση κι εγώ, αφού δεν είμαι φιλόσοφος, δεν αποδεχόμαστε την ζωητικοκρατία [vitalism] του Nietzsche, δηλαδή την υπόθεση ότι κανείς δεν μπορεί να υπερνικήσει αυτό που αποκαλώ «δίψα για δύναμη». Είναι ακατανόητο να λέει κανείς ότι η αποδόμηση επιζητεί αρνητικά ή καθαρά κριτικά αποτελέσματα. Δίνει βέβαια αυτή την εντύπωση. Όσο υπήρχε ο de Man στην Αμερική, η αποδόμηση δεν δεχόταν να συμμαχήσει με πολύ δυνατά και θετικά κινήματα, όπως ο φεμινισμός για παράδειγμα. Ας τα ονομάσουμε καταφατικά κινήματα δράσης, επειδή η καταφατική δράση είναι η προγραμματική πολιτική αρχή. Νομίζω ότι μόλις πέθανε ο de Man, όλα αυτά τα κινήματα αισθάνθηκαν ελεύθερα να χρησιμοποιήσουν τεχνικές αποδόμησης, να προκαλέσουν τον κανόνα και την εξουσία. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω βέβαια ότι η κριτική του κανόνα γίνεται μόνο από τις πηγές της αποδόμησης.

Β.Π. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση στα διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η αντίθεση – με τα δικά σας λόγια – ανάμεσα στην κοινή λογική και τη λεπτή γλώσσα της λογοτεχνικής θεωρίας, όπως την χρησιμοποιείτε εσείς, ο de Man, ο Derrida;

G.H. Δεν νομίζω ότι άλλαξαν πολλά στην Αμερική. Αυτό που παρουσιάζεται εδώ είναι ένα πολύ δυνατό αίσθημα για το ότι ο ιδεώδης άνθρωπος των γραμμάτων, ο πανεπιστημιακός κριτικός, le critique universitaire, θα έπρεπε να ενδιαφέρεται περισσότερο για το κοινό του, το κοινό που βρίσκεται εκτός πανεπιστημίου. Το ερώτημα είναι τι είδους γλώσσα θα χρησιμοποιήσει ο κριτικός αυτός, στην οποία θα εμπεριέχονται επιστημονικοί και τεχνικοί όροι, ενώ το καθήκον του κριτικού θα είναι να παραμένει ο γενικός άνθρωπος των γραμμάτων, όπως τον εννοούσαν κάποτε. Μια απλή απάντηση είναι ο κριτικός με την ευρωπαϊκή έννοια, που γράφει σε περιοδικά. Υπάρχει στην Αμερική πληθώρα από άρθρα και βιβλία που είναι ακατανόητα για το ευρύ κοινό, ιδιαίτερα ενός χώρου στον οποίο απαιτείται να είναι κατανοητά, του χώρου της λογοτεχνίας. Στο χώρο της φυσικής και της χημείας τα δέχονται. Έχουν όμως έγκυρο λόγο να μην τα δέχονται στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών. Υπάρχει λοιπόν αυτή η χρήσιμη, αλλά δύσκολη διαμάχη μεταξύ επιστήμης και κριτικής ή μεταξύ προχωρημένων σπουδών και Τύπου για το ευρύ κοινό [popular]. Θα πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την τεχνική γλώσσα, να βρούμε μια ισορροπία, όπως έκανε ο Barthes, ο οποίος γνώριζε την αναγκαιότητα της τεχνικής γλώσσας στην προχωρημένη γνώση. Υπάρχει μια παράδοση που θέλει να εφευρίσκονται τεχνικές γλώσσες. Νομίζω ότι πατέρας της παράδοσης αυτής είναι ο Kenneth Burke. Αυτός φρόντισε να μπορεί η τεχνική γλώσσα να αποτελεί μέρος γλωσσικών δυνάμεων που συναντάμε στο πολύ ευρύ κοινό. Προσπάθησε να επινοήσει τέτοιες γλώσσες. Το ίδιο έκανε και ο Northrop Frye. Όσο κι αν χρησιμοποίησαν ειδικούς όρους, πρόκειται για όρους γεμάτους ζωντάνια. Με τα λόγια του Coleridge, η τεχνική γλώσσα μιας γενιάς γίνεται η καθημερινή γλώσσα της επόμενης. Πρόκειται για έναν ψευδή διαχωρισμό.

Β.Π. Πως περιγράφετε τη δική σας γλώσσα;

G.H. Μου αρέσει το ελλειπτικό ή άγριο [wild], εντός εισαγωγικών, ύφος. Σκέφτομαι όμως πολύ και τον αναγνώστη όταν γράφω, θέλω να του παρέχω μεγάλη ελευθερία ανταπόκρισης. Ο αναγνώστης βέβαια μπορεί να διαθέτει ο ίδιος αυτή την ελευθερία. Είναι όμως σημαντικό για μένα να ξέρω ότι το είδος του πεζού λόγου που γράφω μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να αποκτήσει ελευθερία, ότι δεν είναι αναγκασμένος να κάνει συγκεκριμένες κινήσεις για να ενημερωθεί διανοητικά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι θέμα ύφους και όχι ουσίας. Θεωρώ όμως ότι το ύφος είναι ουσία. Κι αυτό έχει σημασία ίσως. Δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα η απομυθοποίηση της αισθητικής ιδεολογίας, όπως την αποκαλούσε ο de Man. Η αισθητική παίζει σημαντικό ρόλο για μένα, και αν κανείς θελήσει να την αποδομήσει ή να την απομυθοποιήσει, τότε αυτή περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Παρ’ όλο που η αποδόμηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με την απομυθοποίηση, μια από τις αρετές της, για πολλούς που έχουν επηρεαστεί απ’ αυτήν, είναι ότι βοηθά στην απομυθοποίηση της αισθητικής. Στον de Man βέβαια η απομυθοποιητική άποψη δεν οδηγεί σε κάποια πολιτική θέση ή σε πολιτικό αποτέλεσμα. Νομίζω ότι εγώ βρίσκομαι πιο κοντά στην αποδόμηση όταν εξετάζω, όπως είπαμε πριν από λίγο, δηλώσεις περί ταυτότητος, οργανωτικές [organisative] ή εύκολες ολιστικές ιδιοποιήσεις – οτιδήποτε στηρίζεται σ’ ένα κέντρο, συμπεριλαμβανομένου και του εθνοκεντρισμού. Πιστεύω ιδιαίτερα ότι η κριτική κατά του εθνοκεντρισμού είναι κάτι που μάλλον κανένας μας δεν έχει διενεργήσει ικανοποιητικά. Θα έλεγα ότι αισθάνομαι όλο και πιο σίγουρος – ακόμη και πριν γίνει γνωστή η πολυτάραχη σταδιοδρομία [chequered career] του de Man το 1940, ’41, ’42 – ότι αυτό που συνέβη μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, η περίοδος αυτή της πολιτισμικής ιστορίας [cultural history], έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη σκέψη μου [has loomed large in my thinking] – δεν κατείχε αποκλειστική θέση, αλλά έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Στο πρόσφατο βιβλίο μου έχω στραφεί προς την κριτική αυτού που αποκαλώ πολιτισμικές προφητείες [cultural prophesies]. Δηλώσεις δηλαδή οι οποίες προσπαθούν να ορίσουν το μέλλον, προσπαθούν να προεικάσουν ένα μέλλον που φαίνεται επικίνδυνο και ανεπιθύμητο. Ως ένα σημείο βέβαια όλοι μας το κάνουμε αυτό. Μιλώ όμως για το εθνικό είδος πολιτισμικού λόγου, τη ρητορική του πολιτισμικού λόγου που αναπτύχθηκε πριν από την δεκαετία του ’20, αλλά που γενικεύτηκε τη δεκαετία αυτή. Ο Spengler αποτελεί το καταφανές και συγχρόνως θηριώδες [ferocious] παράδειγμα. Δεν ήταν μόνο πολιτισμική προπαγάνδα. Ήταν πολιτισμική προφητεία. Προσπάθησε να επηρεάσει [manipulate] τη σκέψη ώστε να στραφεί προς ένα συγκεκριμένο μέλλον. Αισθάνομαι πολύ κοντά στον Derrida όταν αυτός αποφεύγει τη μελλοντολογία [futurity, futurity thinking], όταν δείχνει ότι η μεταφυσική της παρουσίας έχει σχέση με την προσπάθεια να ορίσουμε όχι μόνο το παρόν αλλά και να προεικάσουμε το μέλλον, να το προεξοφλήσουμε με τρόπο πολιτισμικά καθοριστικό. Ένα παρόν μέλλον, η μεταφυσική της παρουσίας προβάλλεται στο μέλλον και δίνει τον présent future. Ακόμη κι αν λες ότι το παρόν δεν είναι εντελώς παρόν, ένα πλήρες παρόν θα υπάρχει στο μέλλον. Απ’ αυτή την άποψη νομίζω ότι βρίσκομαι πολύ κοντά στον Derrida. Κατά τα άλλα, θαυμάζω το διανοητικό επίπεδο της σκέψης του Derrida και του de Man. Αυτοί βοήθησαν να ωθηθεί η σκέψη της λογοτεχνικής κριτικής [literary criticism] προς ένα πεδίο πολύ πιο ανακλαστικό [self-reflective].

Β.Π. Επανήλθαμε στον Paul de Man. Μαντεύετε ίσως την επόμενη ερώτησή μου.

G.H. Η περίοδος που έγιναν οι αποκαλύψεις ήταν δύσκολη. Κανείς θέλει πάντα να πιστεύει ότι οι φίλοι του και οι διανοούμενοι που θαυμάζει είχαν πάντα τις ίδιες ιδέες. Και αισθάνεται ένα είδος προδοσίας [betrayal] όταν ανακαλύπτει ότι κάποιος σαν τον de Man πέρασε από μια φάση, η οποία, παρ’ όλο που δεν πιστεύω ότι ήταν φασιστική, είχε καταλήξει στο ότι το μέλλον της Ευρώπης ανήκε στη Γερμανία και τον γερμανικό πολιτισμό [culture]. Αυτό δείχνουν τα άρθρα στη Le Soir. Αποδέχτηκε ένα ιστορικό διάταγμα [edict]. Κάτι δηλαδή που αργότερα δεν θα δεχόταν με κανένα τρόπο. Δεν θα καταδίκαζα όμως κάποιον επειδή έχει διαφορετική πολιτική ή πολιτισμική φιλοσοφία. Ακόμη κι αν γινόταν φανερό ότι ήταν Βέλγος φασίστας, παρ’ όλο που θα λυπόμουν πολύ, εφόσον δεν ήταν αναμιγμένος σε πράξεις που θα επέφεραν τον θάνατο και τη δυστυχία σε άλλους ανθρώπους, δεν θα ήθελα να τον καταδικάσω για τις ιδέες του. Ή, αν τον καταδίκαζα, θα έπρεπε, νομίζω, να αποδείξω [argue] ότι οι ιδέες υπέχουν ευθύνη [are liable], κι έτσι το βάρος θα έπεφτε σε μένα. Όπως καταλαβαίνετε, το ιδιαίτερα δύσκολο για μένα, με την εβραϊκή καταγωγή μου, είναι αυτά που λέει για τους Εβραίους, ότι είναι ξένοι στην Ευρώπη και γι’ αυτό αν τους απομακρύνουν δεν θα αλλάξει τίποτε. Πρόκειται για μια προκατάληψη που συναντάμε σε πολλούς διανοούμενους. Πληγώθηκα, με κατέπληξε το ότι το ίδιο συνέβαινε και με τον de Man. Ή αν δεν συνέβαινε ακριβώς έτσι, το ότι εκφράστηκε οπορτουνιστικά. Δεν νομίζω ότι η αποδόμηση, στη δημιουργία της οποίας συνέβαλε και ο de Man κατά τη δεκαετία του ’60, θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να είναι η συνέχεια των λαθραίων [surreptitious] διανοητικών μέσων του με τις αυταρχικές τάσεις που φανερώθηκαν στα άρθρα του 1941. Θα ήταν παράλογο. Θα μπορούσε να ήταν έτσι. Διάβασα όμως πολύ προσεχτικά τα πρώτα εκείνα δημοσιογραφικά άρθρα, όπως διάβασα πολύ προσεχτικά και τα κριτικά του δοκίμια από τα μέσα του ’50 και μετά. Δεν βρίσκω λοιπόν καμιά σχέση μεταξύ τους, εκτός του ότι δεν έρχεται σε επαφή με την ιδέα του, ας τον πούμε έτσι, ιστορικού ντετερμινισμού. Όχι ότι αφήνει την ιστορία απ’ έξω. Θέτει υπό αμφισβήτηση όμως, τη χρήση των ιστορικών γεγονότων, όταν αυτά καθορίζουν και περιστέλλουν την ερμηνευτική διαδικασία. Αυτό ίσως είναι μια αντίδραση σε ό,τι συνέβη νωρίτερα, είναι όμως το αντίθετο. Με κανένα τρόπο δεν αποτελεί συνέχεια του τι συνέβη. Η γνώση της πολυπλοκότητας της γλώσσας, νομίζω, τον έκανε να αισθανθεί προδομένος από τον συγκεκριμένο ρητορικό λόγο των αρχικών προπαγανδιστικών άρθρων, και θέλησε να σιγουρευτεί ότι αυτό δεν θα επαναληφθεί.

Β.Π. Πως ξεκίνησε η σχέση που εσείς, ο Harold Bloom και ο Hillis Miller έχετε με τον ρομαντισμό;

G.H. Όταν ο Harold Bloom κι εγώ αρχίσαμε συγχρόνως να διδάσκουμε στο Yale, συναντήσαμε περιφρόνηση, μια μετά βίας καλυμμένη περιφρόνηση προς τους ρομαντικούς ποιητές. Τους μελετούσαν βέβαια, αλλά δεν αποτελούσαν αντικείμενο εμπνευσμένου ή γενναιόδωρου διαλογισμού. Αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας νέας κριτικής έμφασης η οποία προσπάθησε να αναθεωρήσει την ιστορία της λογοτεχνίας. Κι ενώ αναγνώριζε τη σημασία των αγγλικών βαλλισμών, οι οποίες επηρέασαν τους ρομαντικούς – οι λεγόμενες απρόσωπες μπαλάντες –, δημιούργησε μια συμμαχία μεταξύ αυτού που σήμερα αποκαλούμε νεοτερική ποίηση, Yeats, Eliot, Pound, Apollinaire, μια συμμαχία λοιπόν μεταξύ αυτών και των μεταφυσικών ποιητών του 17ου αιώνα, γενικά. Έτσι τα στοιχεία που ο Cleanth Brooks, για παράδειγμα, θαύμαζε περισσότερο στη νεοτερική ποίηση – την ειρωνεία, την αυτό-ελεγκτική συνείδηση [self-testing awareness], τη δυσκολία που είχε με δόγματα [belief-systems] – τα παραλλήλιζε με ό,τι συνέβαινε στον Donne και στον Marvell. Μαζί με τον Eliot κατέληξε στο ότι κάτι ανάλογο δεν συνέβαινε με τους ρομαντικούς. Αποδέχονταν την άποψη το Matthew Arnold, ότι οι ρομαντικοί ήσαν μεγάλοι ποιητές – δεν γνώριζαν όμως πολλά. Η περιορισμένη τους γνώση οφειλόταν στην αδυναμία τους να διαπραγματευθούν σύγχρονα ερωτήματα σκεπτικισμού και δυσπιστίας. Για να παραμείνει η ποίηση το πρότυπο του εμπνευσμένου ποιητή, έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα του σκεπτικισμού, της δυσπιστίας, της εξαφάνισης του μύθου. Εμείς, στην πραγματικότητα, ανατρέψαμε την ετυμηγορία αυτή. Καταδείξαμε ότι οι ρομαντικοί ποιητές αντιμετώπισαν και το σκεπτικισμό και τη δυσπιστία, ότι διέθεταν ειρωνεία με τον δικό τους τρόπο, ότι είχαν μια ασυνήθιστη γλωσσική [linguistic] δομή κ.λ.π. Ακόμη με εκπλήσσει το ότι δεν το έβλεπαν αυτό. Το παράλειπαν και πήγαιναν πίσω, πριν από τους ρομαντικούς. Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα αισθάνθηκε και ο Hillis Miller, αν και αυτό ξεκίνησε από άλλη σκοπιά. Ήταν, νομίζω, επηρεασμένος αρχικά από τον Georges Poulet. Τον ενδιέφερε να ερευνήσει την ιστορία της πορείας των ιδεών προς το θάνατο του θεού. Αυτό έκανε στο πρώτο του βιβλίο. Οι ρομαντικοί, αλλά και οι βικτοριανοί ποιητές τον ενδιέφεραν επειδή ήθελε να δείξει το ρόλο που έπαιξε σ’ αυτούς η ιδέα της αποχώρησης του θεού. Εμφανίζεται έτσι εδώ το θέμα της δυσπιστίας. Ο Derrida δεν ξεκινά από τη ρομαντική ποίηση καθόλου. Δεν νομίζω ότι ασχολήθηκε ποτέ με τη γαλλική ρομαντική ποίηση. Ο de Man και γω, καθότι Ευρωπαίοι, ενδιαφερόμασταν για τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Όχι για τον αγγλικό μόνο ρομαντισμό, όπως στην περίπτωση του Bloom, αλλά για τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Πιστεύαμε ότι ο γερμανικός ρομαντισμός, ιδιαίτερα, ερεύνησε το πρόβλημα της σχέσης κριτικής και τέχνης, και θέλησε να ξεπεράσει την ψευδή διχοτόμηση μεταξύ τέχνης ή ποίησης και κριτικού, πεζού λόγου. Όταν κάποτε ζητήσαμε από τον Derrida να γράψει κάτι σχετικό με τον ρομαντισμό, ανταποκρίθηκε μ’ ένα κείμενο για τον Shelley, αλλά αισθάνθηκε μειονεκτικά. Δεν θέλησε όμως να τον αντικαταστήσει μ’ έναν Γάλλο ρομαντικό ποιητή. Ο Derrida ξεκινά από τον Mallarmé, αν και δεν αποκλείω τον Baudelaire. Ίσως μ’ ένα μάτι στον τελευταίο. Απλώς μαντεύω. Είναι βέβαια φανερό ότι το ενδιαφέρον του Mallarmé για τη γλώσσα τον συγκινεί ιδιαίτερα.

Β.Π. Επιστρέφοντας στις δικές σας επιλογές. Θα μπορούσα να πω ότι ακόμη και σήμερα σας τραβά το εορταστικό στοιχείο;

G.H. Χωρίς αμφιβολία. Το εορταστικό στοιχείο, όπως το αποκαλείτε, με τραβά και στον ποιητικό και στον πεζό λόγο. Με τραβά η υπερβολή που αιτιολογεί τον εαυτό της [the extravagance that justifies itself], η άρνηση να εγκαταλειφθούν οι οραματικές κατηγορίες, η ουτοπική σκέψη, τα υψηλά αισθήματα, οι θρησκευτικές ιδέες που μετατάσσονται σε κοσμικές [secular] περιστάσεις.

A star or a meteor

That day a star or a meteor illuminated the sky before arriving and passing high above us. It soon had second thoughts, returned and stopped right above our heads, blinding us. The end of life on earth in seconds. I was, just like you, immobilized at once. So elementary you said before I lost you. And so elementary, I never did. This moment is what time cracks, disturbs, especially in the spring when it keeps its serenity, its humming just below that of the bees. An inside everything.

Vasilis Papageorgiou

Επανεπίσκεψη: Ο οφθαλμοκεντρικός λόγος και η αμαύρωσή του

Ο οφθαλμοκεντρικός λόγος και η αμαύρωσή του
Martin Jay, Downcast Eyes: The Denigration of Vision in Twentieth – Century French Thought [Χαμηλωμένα μάτια: Η αμαύρωση της όρασης στη γαλλική σκέψη του εικοστού αιώνα], University of California Press 1993, 643 σελ.
Εντευκτήριο 27, Καλοκαίρι 1994.

Το ότι η σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, λογοτεχνία και τέχνη, με ονόματα όπως Marcel Duchamp, Emmanuel Levinas, Michel Foucault, Maurice Blanchot, Jacques Derrida, δεν μπορεί να παρακαμφθεί απ’ αυτόν που πράγματι επιθυμεί να μελετήσει την εξέλιξη της δυτικής σκέψης αποτελεί αναπόδραστη διαπίστωση. Αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη αυτή υπήρξε το ότι συγγραφείς όπως ο Μπλανσό και ο Ντεριντά, μεταξύ άλλων, την οδήγησαν στα απώτατα όριά της, όπου μια αυτοστοχαστική δραστηριότητα είχε ως σκοπό την απομάκρυνση του μύθου περί ορίων, την αφαίρεση από το εγώ και τη στόχαση κάθε προνομίου, την απαλλαγή του λόγου από την πρώτη και την τελευταία λέξη.

Στη δυτική σκέψη, από τον καιρό της μετασωκρατικής φιλοσοφίας, ο λόγος δεν ελάμβανε πάντα υπόψη ότι ο κόσμος έχει και μια αθέατη πλευρά. Εμπιστευόταν τυφλά τα μάτια του ως το μόνο μέσον για την απόκτηση γνώσης. Όταν ο λόγος ήθελε να εξετάσει κάτι, το ακινητοποιούσε, το εξέθετε στο οπτικό πεδίο και στο φως, το επιθεωρούσε από συγκεκριμένη σκοπιά και κάλυπτε τη θωριά του με θεωρία.

Ο ιστορικός Μάρτιν Τζέη, στο τελευταίο του βιβλίο, παρακολουθεί τον προνομιακό ρόλο της όρασης στη δυτική σκέψη και καταγράφει την υπονόμευση του ρόλου αυτού από σύγχρονους Γάλλους φιλοσόφους, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Η εξαιρετικά εμπεριστατωμένη αφήγησή του ξεκινά από την Ελλάδα, όπου η όραση, το φως και η απεικόνιση είχαν δεσπόζουσα θέση στις προσπάθειες μορφοποίησης και επεξήγησης των σχέσεων με τον κόσμο. Ο Πλάτων ταύτιζε την αλήθεια με την ιδέα, τη μορφή, την οποία θα πρέπει να αναζητήσουμε πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Στον Τίμαιο περιγράφει την όραση ως αιτία «μεγίστης ωφελείας»: «ότι των νυν λόγων περί  του παντός λεγομένων ουδείς αν ποτε ερρήθη μήτε άστρα μήτε ήλιον μήτ’ ουρανόν ιδόντων». Ο Πλάτων, ωστόσο μιλά για τη δυνατότητα της διανόησης να αποκτήσει καθαρή εικόνα της ουσίας των πραγμάτων μάλλον, παρά για την ικανότητα των ματιών να δουν τον κόσμο. Η στάση του αυτή σχετίζεται άμεσα με την δυσπιστία του κατά του μιμητικού χαρακτήρα της τέχνης. 

Σε όλο το βιβλίο του Τζέη ο εκθειασμός του οράν, του σκοπείν και του θεωρείν εξετάζεται παράλληλα με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ματιών. Όταν διανύει την απόσταση που το θεωρητικό βλέμμα έχει επιβάλει ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, αναφέρει επίσης και τα επιχειρήματα τα οποία στην ελληνική διεξαγωγή θεωρίας διαβάζουν αυτό που ο Hans-Georg Gadamer έχει ονομάσει «αληθινή συμμετοχή, όχι κάτι ενεργό, παρά κάτι παθητικό, δηλαδή το να είναι κανείς εντελώς εμπεπλεγμένος και παρασυρμένος απ’ αυτό που βλέπει». Στη θεωρία (στα λατινικά και speculatio, διευκρινίζει ο Τζέη) του κόσμου εντοπίζεται αφενός η προσπάθεια της ολικής, «ικάριας» θεώρησής του, και αφετέρου ο πλήρης κατοπτρισμός του στο ένοπτρον (speculum) του σύμπαντος, όπου η απόσταση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου καταργείται.

Κατά τον μεσαίωνα μπορούσε κανείς να δει την αλήθεια στον θεϊκό καθρέφτη. Επί της γης η αλήθεια αυτή καθρεφτιζόταν στα εκκλησιαστικά εγχειρίδια, τα οποία μερικές φορές ονομάζονταν specula. Ο οφθαλμοκεντρικός, όμως, λόγος που δημιούργησε η ελληνική σκοποφιλία βρήκε αντίσταση όχι μόνο στην δυσπιστία του ίδιου του λόγου για την ικανότητα των ματιών να δουν καθαρά τον κόσμο ή στις μυθολογικές μορφές που συνεκδοχικά αντιπροσωπεύουν την καταστρεπτική δύναμη του βλέμματος, αλλά και στην εβραϊκή προνομιακή μεταχείριση της φωνής σε βάρος της εικόνας. Η αντιπαράθεση της ελληνικής όρασης στην εβραϊκή ακοή υπήρξε έντονη σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, και στο βιβλίο του Τζέη αποκορυφώνεται στην ηθική του Λεβινάς.

Η Μεταρρύθμιση ήταν εχθρική προς την οπτική «υπερτροφία», η οποία δημιουργήθηκε απ’ αυτό που ο Θωμάς Ακινάτης ονόμαζε sensus magis cognoscitivus. Η εικονοφοβία στράφηκε και κατά μιας θετικής εικονολατρίας και κατά μιας αρνητική ειδωλολατρίας. Ο λόγος της Βίβλου είναι πιο αληθινός απ’οποιαδήποτε θεϊκή απεικόνιση. Τούτη η έχθρα, ωστόσο, οδήγησε με τη σειρά της στην Αντιμεταρρύθμιση και την οπτικά πλούσια αισθητική του μπαρόκ. Εδώ, εκτός από την αποκατάσταση της όρασης, μπορεί κανείς να διακρίνει μια αντιπλατωνική διασπορά της εικόνας και ένα παραμορφωτικό παιγνίδι με τα σημεία – φαινόμενα που στρέφουν τη σκέψη προς τον μεταμοντερνισμό.

Ο οφθαλμοκεντρικός λόγος βρίσκει στον Descartes τον αφοσιωμένο φιλόσοφό του. Στη Διοπτρική του (La Dioptrique) απαντάμε τη γνωστή εξύμνηση της όρασης ως «της πληρέστερης και ευγενέστερης» των αισθήσεων – εξύμνηση που κρίθηκε αυστηρά από τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία. Στον Jean-Jacques Rousseau το μάτι, το φως και η διαύγεια αποτελούν τα κύρια μέσα στην αναζήτηση της αλήθειας. Η διαύγεια του Ρουσό, από μια άλλη σκοπιά, είναι τόσο τέλεια που οδηγεί σε μια διαφάνεια, στην οποία ο Ντεριντά διακρίνει την απουσία της απόστασης μεταξύ του βλέποντος και του βλεπομένου. Στην απουσία αυτή, γράφει ο Ντεριντά, η φωνή συνέχει τα πάντα.

Όταν ο Henri Bergson ξεκίνησε την αντι-οφθαλμοκεντρική του φιλοσοφία, η μηχανική αναπαραγωγή των εικόνων είχε προλάβει να δημιουργήσει πλήθος ποικίλων αντιδράσεων. Ο Μπερξόν περιέγραψε έναν «κινηματογραφικό μηχανισμό» που στην πλατωνική φιλοσοφία ήδη μπορούσε να σταματήσει τη ροή της πραγματικότητας. Παρόλο που ο Gilles Deleuze βρήκε στον Μπερξόν υλικό που τον ενέπνευσε στις αναλύσεις του της τέχνης του σινεμά, ο ίδιος ο Μπερξόν ήθελε να υπερβεί τους περιορισμούς της κάμερας και της στενότητας του οπτικού πεδίου, ώστε να επαναφέρει τις ιδιότητες του σώματος και του βιωμένου χρόνου στις συναλλαγές μας με την πραγματικότητα.

Η στενή παρακολούθηση της περιπέτειας του ματιού οδήγησε στη συνέχεια τον Τζέη στην αντι-οφθαλμοκεντρική δραστηριότητα των ιμπρεσιονιστών, του Cezanne, του φιλοπαίγμονος Ντυσάν. Ο τελευταίος υπήρξε πολύ πιο διεισδυτικός από τον Μπερξόν στη σχέση του με τον χώρο του ορατού και πολύ πιο λεπτός στις συνδιαλέξεις του με τον χρόνο. Ο οφθοαλμωρύχος Bataille όμως, δεν ήταν ούτε λεπτός ούτε φιλοπαίγμων. Στην Ιστορία του ματιού διαβάζουμε για το εξορυγμένο ανδρικό μάτι που καταλήγει στον κόλπο της ηρωίδας, αφού προηγουμένως έχει περάσει από τον κώλο της. Στο έργο του Μπατάιγ η βία της σκηνής αυτής, η οποία παραπέμπει στην κακομεταχείριση του ματιού στην ταινία του Buñuel Ο ανδαλουσιανός σκύλος, συνεργεί με τις παραστάσεις της τυφλότητας, του εκτυφλωτικού ήλιου και του ακέφαλου σώματος, για να χλευάσει και να ξεπεράσει τα όρια του καρτεσιανού και φροϋδικού ατόμου.

Με οξυδέρκεια προχωρεί ο Τζέη στον Σάρτρ και σ’ αυτό που ονομάζει «αδιατάρακτα ανελέητο εκδαιμονισμό του leregard». Συνεχίζει με τις «ηρωικές προσπάθειες» του Μερλώ-Ποντύ να αποκαταστήσει «την ευγένεια του ματιού» και τη σχέση που τούτος περιγράφει μεταξύ του «ορατού» και του «αοράτου», στην οποία δεν θα πρέπει να αναζητούμε κάτι αντιφατικό. Κατόπιν ο Τζέη αναλύει το λακανικό «στάδιο του καθρέφτη» (stade du miroir) και την απατηλή αντίληψη που το εγώ έχει για το είδωλό του, αντίληψη που γίνεται ακόμη πιο προβληματική εξαιτίας της όλο και πιο αποσταθεροποιητικής παρεμβολής της γλώσσας.

Ο Φουκώ διαβλέπει στις προθέσεις του ματιού σκοτεινές δυνάμεις. Τα κείμενά του γύρω από τη διάφανη φυλακή του Jeremy Bentham, το Πανοπτικόν, και τους όρους της ανοικτίρμονης, επιτήρησης, της παρατήρησης της τρέλας από μια άλλη, σίγουρη μεριά, του «απόλυτου οφθαλμού», ο οποίος στην ιατρική του δέκατου όγδοου αιώνα μετατρέπει τη ζωή σε πτώμα για να τη μελετήσει από απόσταση και με κρύο βλέμμα να «ανακαλύψει εκ νέου την εύθραστη, διαρρηγμένη νεύρωση [nervure] της ζωής», διαπραγματεύονται την αρνητική πλευρά της όρασης και μερικά από τα εμπόδια για την υπέρβασή της.

Ο Roland Barthes γοητεύεται από το εναγώνιο βλέμμα και την ικανότητα της φωτογραφίας να προκαλέσει τραυματικά αισθήματα. Μελετά την ένταση μεταξύ βλέμματος και θανάτου, ακριβώς όπως έκαναν πριν απ’ αυτόν ο Φουκώ και ο Μπλανσό. Κατά τον Μπάρτ η φωτογραφία έχει την τρομερή δύναμη όχι μόνο να κάνει τον θάνατο παρόντα, αλλά και να φανερώνει τη μεταφυσική του. Πρόκειται, όμως, για μια αδύνατη μεταφυσική, η οποία δρα στο κενό. Η ένταση που παραπέμπει στη μεταφυσική του θανάτου είναι αποτέλεσμα κάποιας διαρροής στη διαλεκτική των βλεμμάτων και στα όρια του φανερού, την οποία ο Μπάρτ ονομάζει punctum.

Είναι σαν να φωτογραφίζουμε όχι με τη βοήθεια του ματιού αλλά με τη βοήθεια των δακρύων. «Μόνον ο άνθρωπος», γράφει ο Ντεριντά, «γνωρίζει πως μπορούμε να φτάσουμε πέρα από το βλέπειν και το γιγνώσκειν, επειδή μόνον αυτός γνωρίζει πως κλαίνε». Μόνο το βλέμμα που το καλύπτουν δάκρυα, η ουσία του ματιού, μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα punctum caecum, ένα σκοτεινό σημείο, μια αποκαλυπτική στιγμή, μια μικρή μαύρη τρύπα που αφαιρεί από το μάτι κάθε ιδιοποιητική δύναμη. Αν η εικόνα παίζει σημαντικό ρόλο για τον Ντεριντά, είναι επειδή λειτουργεί σαν δάκρυ στο κείμενο και, με τη βοήθεια κάθε σχήματος λόγου, δεν επιτρέπει την προνομιακή σύλληψη του κόσμου.

Ο οφθαλμότεγκτος λόγος προδίδει τον γενναιόδωρο άνθρωπο, αφού τα δάκρυα γυμνώνουν την καρδιά του και δείχνουν μια άλλη πλευρά του εαυτού του. Φέρνουν επίσης στο προσκήνιο την αφή, από την οποία διαπνέεται, κατά την Luce Irigaray, ο τρόπος γραφής των γυναικών. Τα δάκρυα, μαζί με την υπόλοιπη υδροδυναμική των γυναικείων υγρών και το απύθμενο σκότος του κόλπου τους, θα υπονομεύουν πάντα κάθε προσπάθεια του βλέμματος να καταλήξει σε σταθερή και περιγεγραμμένη εικόνα. Και τούτο παρόλο που η Ιριγκαρέ παρουσιάζει τη γυναίκα ως τον ένα πόλο μιας σχέσης την οποία ο Ντεριντά, δίχως αμφιβολία, θα αποδομούσε.

Ο Τζέη κλείνει την ενδελεχή επισκόπηση της κριτικής του βλέμματος στη σύγχρονη γαλλική σκέψη με την αποδοκιμαστική στάση του Λεβινάς και του Jean – Franqois Lyotard ενάντια στη δύναμη του ματιού. Η γαλλική υποδοχή της βιβλικής απαγόρευσης των ειδώλων είναι εναρμονισμένη, κατά τον Τζέη, με τη στάση του Edmond Jabés, ο οποίος πριν από δέκα χρόνια περίπου δήλωσε ότι «δεν του αρέσουν και πολύ οι εικόνες». Το να σκέφτεσαι ενάντια στον ελληνικό οφθαλμοκεντρισμό σημαίνει για τον καλό φίλο του Λεβινάς, τον Μπλανσό, ότι χάνεσαι στα άδυτα των λέξεων, πέρα από την πανθορώσα ματιά του Θεού. Η υπευθυνότητα για τον άλλον θα πρέπει να αγνοεί το πασιφανές και να δείχνεται με τα μάτια κλειστά, έτσι ώστε η γενναιοδωρία να μη γνωρίζει όρια. Η ακοή και η αφή καταργούν την απόσταση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Το χάδι οδηγεί, κατά τον Λεβινάς, σε «πλήρη αταξία», όπου είμαστε ανοιχτοί άνευ όρων προς τον άλλο, και όπου ο άλλος δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο να απορροφηθεί απ’ αυτόν που τον χαϊδεύει. Στην αταξία αυτή ο Λυοτάρ επισημαίνει την ικανότητα της επιθυμίας να αποφεύγει την ελληνική προσπάθεια να δοθεί μορφή στην αλήθεια, καθώς και την απόρριψη του οπτικού κορεσμού από τον μεταμοντερνισμό.

Ο Τζέη έχει επίγνωση του ότι έγραψε ένα βιβλίο, του οποίου το ικάριο πέταγμα πάνω από τη δυτική σκέψη μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αντικείμενο της ίδιας κριτικής την οποία τόσο προσεχτικά πραγματεύεται. Ακριβώς αυτή η επίγνωση έδωσε στα επιχειρήματά του τη διάσταση που προτρέπει το άνοιγμα νέων δρόμων σε όσους θέλουν να ερευνήσουν μια διαφορετική πλευρά της ιστορίας του ματιού. Ένας συγγραφέας που νομίζω ότι απουσιάζει από το βιβλίο του Τζέη είναι ο Samuel Beckett, ο δημιουργός της παραλυμένης οντολογίας όχι μόνο του ματιού, αλλά και όλου του σώματος. Η ενδεχόμενη υπονόμευση της οντολογίας αυτής από την αυστηρή αποδομική τακτική του Ντεριντά, από τη μια μεριά, και η ενδεχομένως αδιάφορη στάση του Μπέκετ μπροστά στην ακατάβλητη ενεργητικότητα του Ντεριντά, από την άλλη, υποστηρίζουν την αναζήτηση μιας όρασης που, πέρα από τις πολικές σχέσεις ελληνικό-εβραϊκό και άνδρας -γυναίκα, υποδέχεται και προσφέρει ταυτόχρονα. Σκέψεις για μια τέτοια όραση, ωστόσο, υπάρχουν ήδη στο βιβλίο του Μάρτιν Τζέη.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Τζoν Άσμπερυ, Μακραίωνες μέρες

Τζον Άσμπερυ, Κάρεν και Κέννεθ Κοκ, Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη 1997. Φωτο. ΒΠ.

Παινεύεσαι; Πάντως όχι γιατί νοιάζεσαι για
τα μισοφωτισμένα μηνύματα άλλων συγγραφέων
που αγαπάς και που θα ’θελες να ξεχάσεις.
Κάθισα στο γραφείο μου· απριλιάτικο πρωινό
κι όπου να ’ναι θα ξέσπαγε καταιγίδα. Ο ήλιος έλαμπε ακόμη
και το μπουμπούκι είχε μαραθεί. Υπήρχαν σκιές στη γη.
Έκατσα ωστόσο, χωρίς να κάνω τίποτε, χωρίς να ανησυχώ αν ζούμε σ’ αυτή σωστά.
Κι όταν η νεότερη αδελφή της καταλάβαινε τελικά ποιος είμαι, 
γιατί, θα δινόταν σ’ αυτό προτεραιότητα. Θα ήμασταν,
βέβαια, εδώ για λίγο ακόμη
που θα σήμαινε χρόνο για να βρούμε λύση,
να δοκιμάσουμε τις τυλιγμένες εντάσεις του βιολιού
σε περίπτωση που όλα τελείωναν καλά.

Αυτές ήταν μέρες για να ζει κανείς σ’ ένα σακί,
ένα φαρδύ σακί για ν’ ανοίγουμε μέσα την πόρτα.
Οι γείτονες δεν σ’ άφηναν να κοιμηθείς όλη νύχτα
με ψίθυρους και αναποφασιστικότητα. Ήταν καιρός να
ρίξεις μια ματιά στις «Δοκιμασμένες και γνήσιες συνταγές της θείας Αγαθής»
μόνο και μόνο για να δεις ποιος τις μελετά κι αν θα μπορούσαν
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επιστρέψουν σε σένα όταν κρυώσει το ψητό.
Αλίμονο, όμως, γιατί αυτοί μιλούσαν μόνο με όρους κατάλληλους για την περίσταση,
και υπερβολικά, μάλιστα. Που βρισκόταν το υπόλειμμα
ήρεμου φόβου, οι ειδοποιήσεις
για σύσκεψη με τις πολυθρόνες του κήπου που ενέπνεαν τον έλεγχο άλλων
προσφάτων διαταγών; Και το χαλάκι κουνήθηκε σαν φάντασμα
στο ρεύμα κάτω απ’ την πόρτα αλλά ήταν αρκετά αυτά που έπρεπε να πούμε
και κανείς που να θέλει να κατέβει, να παλέψει, αν χρειαζόταν, για να κατέβει τη βαμμένη σκάλα οι άκρες της οποίας ήταν αόρατες
σ’ αυτή την παλίρροια από άρρωστο καλοκαιρινό φως
οπουδήποτε διάλεγαν τα πόδια σου να σε πάνε, εδώ
ανάμεσα στα αγριόχορτα και τις προμήθειες, εκεί στους απήγανους,
και να κάνει ανεμίδια όλα όσα χτίσαμε, όλα τα τείχη που υψώσαμε;

Αυτός είναι ένας τρόπος ύπαρξης, είπε. Εντάξει, 
δεν θα διαφωνήσω, δείξε μου όμως την προσαύξηση, τη λεπτή σαν ξαντό,
προφανώς, που αποτελεί την αιχμή της, που στολίζει με γιρλάντες
ένα δέντρο στο δωμάτιο και που τελικά παραδίδει το βιβλίο
σ’ έναν εκδότη τη στιγμή που κλείνει η πόρτα; Δεν πρόκειται να τη ζηλέψω.
Αν είχα αγγέλου φτερά μερικά πράγματα, ή όλα,
θα ήταν κάπως διαφορετικά και θα ’βλεπες: θα
φαινόταν στο παιχνίδι. Οι διαφορές που μας κάνουν ανακριβείς τώρα θα μας
έκαναν να διδαχτούμε απ’ αυτόν τον χώρο, αυτόν τον άκρατο πόθο γιατις παύσεις που μόλις πέρασαν και που πολλαπλασιάζονται σαν μυθολογίες, σαν μήλα.

Εντευκτήριο 13, Δεκέμβριος 1990. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Vasilis Papageorgiou, Dagar utan fermat

1

Jag väntar fortfarande på att myrorna även denna vår
ska börja sin oavbrutna palindromiska vandring 
på balkongens handräcke,
på att fru Marika på balkongen intill
igen ska misslyckas med att stoppa dem,
på Rimbauds ”dérèglement de tous les sens”,
och framför allt
på din ansträngning att fånga ögonblicken
då logos avdunstar i solen som ytterligare en av ”världens funktionsfel”.
Under tiden fortsätter granatäppelträdets blad att växa här utanför,
att långsamt utsöndra sina sinnesstämningar.



”Hon började skratta igen.”
Peter Handke

Hans mor tyckte om att njuta av livet
när hon, så sällan, fick möjligheten
att ta några steg in i mentala sökningar
för vilka hon hade förberett sig i flera år,
och antingen tillfredsställa eller provocera sina sinnen,
vilka hon närmade sig från ett eget djup,
det som uppslukade henne för tidigt
och i vilket han ofta dyker
förvandlande dykningarna
till barfota vandringar
i ett språkligt kött
med april som den enda månaden.

3

”framför mig sträckte sig ett landskap sänkt i ödslighet”
W. G. Sebald

Ödsligheten iakttar,
studerar människor,
de hemlösa minnena,
de hemlösa själarna,
de hemlösa kropparna,
ödsligheten iakttar 
förruttnelsens episka utsträckningar,
dess blick tränger sig in i ryggen
på den hemvana obetänksamheten.

Published in Härnstorm 140-141, 2020.

Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, And the Stars Were Shining

St Andrew’s Framingham Earl

Απουσία παντός είδους έπαρσης 
Τζον Άσμπερυ [John Ashbery], And the Stars Were Shining [Και τ’ άστρα έλαμπαν]. Farrar, Strauss, Giroux 1994, 100 σελ.
Εντευκτήριο 31, καλοκαίρι 1995.

Στην παρουσίαση του βιβλίου του Άσμπερυ Hotel Lautréamont, (Εντευκτήριο 25, Χειμώνας 1993-1994) είχα γράψει ότι «ένα αίσθημα ευτυχίας με γεμίζει πάντα και αυθωρεί όταν διαβάζω ποίηση του Τζόν Άσμπερυ». Θέλω τώρα να προσθέσω, διευρύνοντας ή απολαμβάνοντας ακόμη περισσότερο το αρχικό αίσθημα, ότι εννοώ μια τραγική ευτυχία, την ευτυχία του τραγικού που κάνει και διαβάζω τον Άσμπερυ ως έναν από τους τελευταίους μεγάλους τραγικούς ποιητές. Ευτυχία που γεννά και γεννιέται από το τραγικό, αλλά δεν είναι χώρος εδώ ν’ αναφερθώ σε θέματα αίτιου και αιτιατού, αρχής και επομένων. (Για την προβληματική του θέματος, που, δίχως αμφιβολία, είναι τραγική, έχει εκφραστεί ο ίδιος ο Άσμπερυ με τόπο τολμηρό, που παραπέμπει στον Νίτσε και στον εξονυχιστικό Ντεριντά).

Έχω, λοιπόν, πάντα την ευδαίμονα και ευδαιμονική αίσθηση ότι ο Άσμπερυ είναι τραγικός ποιητής. Ο ίδιος, πριν από μερικά χρόνια (Εντευκτήριο 13, Δεκέμβριος 1990), εξήγησε ότι τη στιγμή που γράφει καταφέρνει ν’ αγνοεί το τραγικό ή, για την ακρίβεια, κάνει προσπάθειες να εξορκίσει το τραγικό, πράγμα που μπορεί να «εκλάβει κανείς ως το ίδιο το τραγικό». Αυτό που τελικά καταφέρνει να εξορκίσει είναι το υπερβολικά δραματικό, αυτό που με τη βοήθεια υψηλής γλώσσας θα οδηγούσε στην αριστοτελική κάθαρση ή στην εγελιανή σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Και οι δύο αυτές τραγικές μορφές προϋποθέτουν μια καθαρή, υπερβατική αντίληψη του κόσμου, πράγμα ξένο στην ποίηση του Άσμπερυ.

Το τραγικό στον Άσμπερυ παραμένει και εντοπίζεται σε ένα πολυδιονυσιακό, ένα ηρακλείτειο ή ένα νιτσεϊκό πεδίο (όσο καλά κι αν το κρύβει η αναπάντεχα φιλική γλώσσα του ποιητή και η πυκνή βλάστηση των καθημερινών μεταφορών του) συγκρούσεων ανάμεσα στον λόγο και σε ό,τι του υπεκφεύγει, τον ειρωνεύεται και, φυσικά, τον υπονομεύει. Ο Άσμπερυ και κατασκευάζει και διαλογίζεται πάνω σ’ ένα τέτοιο πεδίο, παρόλο που ποτέ δεν θεματοποιεί το τραγικό και ποτέ δεν του δίνει καθαρό περίγραμμα – ακόμη κι όταν το αναφέρει, όπως κάνει στο ποίημα «Free nail polish» [Δωρεάν βερνίκι νυχιών]: «Χρειάζομαι ένα τραγικό μέλλον για τις επενδύσεις μου» [I need a tragic future to invest in]. Ο Άσμπερυ έχει προσεχτικά επενδύσει τον στίχο αυτόν σ’ ένα ποίημα που μιλά για άγνοια, ανικανότητα, αδυναμία για επενδύσεις. «Οι άνθρωποι είναι παιχνίδια» [Men are playthings] στον χρόνο του Άσμπερυ, ενώ «Ο Θεός δεν είναι φως / αλλά Θεός, το ίδιο αινιγματικός για τον Εαυτό Του όπως και μείς γι’ Αυτόν» [God is not light / but God, as mysterious to Himself as we are to Him].

Στον χρόνο και τον χώρο του Άσμπερυ μπορεί κανείς πράγματι να συναντήσει την κάθαρση και τα σημεία της υψηλής σύγκρουσης, αλλά τότε έχουν ήδη αυτά παραδοθεί στην αβρή κατάφαση που δημιουργεί η απουσία παντός είδους έπαρσης. Αυτός λοιπόν που θα επιθυμούσε «ένα όραμα» [a vision], το ξανασκέφτεται και το αντικαθιστά μ’ «ένα μπισκότο» [a cookie]. Και στη νέα αυτή συλλογή (την οποία αποτελούν 57, σχετικώς μικρά, ποιήματα, καθώς και το ποίημα 25 σελίδων «Και τ’ άστρα έλαμπαν», το οποίο έδωσε το όνομά του σ’ όλη τη συλλογή) μπορεί κανείς εύκολα να περάσει μια απίθανη μεταφυσική για αλλοπαρμένο ζαχαροπλαστείο. Το τραγικό και το καταφατικό εμφανίζονται σ’ αυτήν την συχνή σύγχυση ή μεταπήδηση, η οποία βγάζει πέρα στο «μοναδικό αποτέλεσμα όλων των πραγμάτων / που είναι συνεπή με τον εαυτό τους [being themselves], δηλαδή θεότρελα [stark mad] / δίχως να ζητούν συγνώμη από τον κόσμο ή τον αιθέρα». Μόνο τότε μπορούμε και στη συλλογή αυτή να αντιληφθούμε και να σεβαστούμε τα ποιήματα ως αντικείμενα, τα οποία συλλέγουμε «για την ασύγκριτη αδιαφορία που δείχνουν το ένα στο άλλο και στο τσίρκο στο οποίο όλοι μας κατοικούμε, και για τη συλλεκτική τους αξία [collectibility] – / ακριβώς, και για την τάση τους να διαλύονται».

Οι σκέψεις για τους όρους της ύπαρξης, του κόσμου και της γραφής αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της νέας συλλογής του Άσμπερυ. Πριν μας οδηγήσει στις σκέψεις αυτές, ο ποιητής προλαβαίνει να μας μιλήσει για τα πιο απίθανα και τα πιο ασυνάρτητα, φαινομενικώς, πράγματα, για τις σχέσεις τους, για τις ενέργειες που τα ρίχνουν στο ποτάμι μιας πολυδαίδαλης και εύοχθης αμηχανίας, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα, το εσωτερικό βασίλειο της οποίας δεν γνωρίζει τα ίδια του τα όρια. Και όλα αυτά μόλις τρία χρόνια μετά το ποίημα Flow Chart, διακοσίων σελίδων, και δύο χρόνια μετά τη συλλογή Hotel Lautréamont, εκατόν πενήντα σελίδων.

Και στα τρία αυτά βιβλία που θαρρείς γράφτηκαν με μια βαθιά ανάσα, μπορούμε άνετα να ακολουθήσουμε τις κινήσεις με τις οποίες ο Άσμπερυ εξασφαλίζει την περιβόητη φιλοπαιγμοσύνη του. Κανένας ποιητής δεν μπορεί με τόση επίμονη διακριτικότητα και τόσο φιλικό χέρι να μας βάλει και να μας βγάλει από την κόλαση του Rimbaud. Η δυσοίκητη νύχτα του Άσμπερυ, που είναι βέβαια και δική μας, υποχωρεί, παραδεχόμενη την ήττα της ενώπιον της αναπάντεχης κι ωστόσο οικείας γνώσης που κρύβεται σ’ αυτήν τη διακριτικότητα και φιλία. Κανένας ποιητής δεν είναι τόσο εξοικειωμένος με τη μελαγχολία του Baudelaire, την οποία ο Άσμπερυ με εγκάρδιες χειρονομίες μεταμορφώνει σε ακατονόμαστη βιωτή ευδαιμονία. Κανένας άλλος δεν μπορεί να εισχωρήσει στην απελπισία του Hölderlin με τόσο απλή και άνετη αποφασιστικότητα. Ο Άσμπερυ είναι ήρεμος και σεμνός στην άγρια ασέβειά του, επειδή έχει καταλήξει στο ότι «στα ποιήματα/ δεν υπάρχουν ιδέες. Ούτε και στα πράγματα», ότι «ζούμε σ’ έναν αλλόκοτο και εξοργισμένο / γαλαξία»[In a bizarre and furious / galaxy].

Αυτό που κατεξοχήν προκαλεί δέος στην ποίηση του Άσμπερυ είναι η υπευθυνότητα την οποία και προϋποθέτει και επιβάλλει η καταφατική στόχαση του ποιητή. Στην πιο απλή της μορφή η υπευθυνότητα αυτή σημαίνει ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως αυτονόητο. Ο Άσμπερυ συνοψίζει την ηθική διάσταση της ποίησής του στην τραγικότερη (όχι μόνον λόγω ηλικίας) των φράσεων «δεν γνωρίζουμε τίποτε για οτιδήποτε». Θέλοντας, όμως, να αποτρέψει κάθε αναφορά ή υπαινιγμό διδακτικών προθέσεων, προσθέτει ειρωνικά: «Ο άνεμος μας διαπερνά σαν να είμαστε ένα σακί / αγριοκάστανα».

Παρόλο που ο Άσμπερυ δεν γράφει περί πεποιθήσεων, καταφέρνει εύκολα και πείθει. Παρόλο που δεν γράφει για το ωραίο, γράφει με πρωτόγνωρη ομορφιά. Η τελευταία του ποιητική συλλογή επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι δεν είναι μόνον από τους μεγαλοπρεπείς και πολυμήχανους ποιητές του καιρού μας, αλλά και από τους πιο απαραίτητους, τους πιο καθοριστικούς για το πλησίασμα της τραγικής γνώσης που οδηγεί στην καταφατική στάση απέναντι στον κόσμο.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Τζον Άσμπερυ, Μάταια, γι’ αυτό

Μάταια, γι’ αυτό

αναστενάζουν τα εκβράσματα
κατακλύζοντας τον προθάλαμο,
με την εύθραυστη βία χαραγμένη
στο μέτωπο του καπετάνιου:

μερικοί κατέβηκαν στην προτελευταία στάση•
άλλοι, λιγότερο τυχεροί,
χάθηκαν στον δρόμο,
τα πεύκα και η ομίχλη κράτησαν
ώσπου η θυρίδα της εξόδου

εκτόπισε κάθε σκέψη ενός προγενέστερου, ανθρώπινου χρόνου.
Βγήκε το συμπέρασμα ότι κάναμε 
ακόλαστη ζωή, ότι ανήκουμε στις αρκούδες.

Πολύ λίγοι έχουν αρκετή ενέργεια για να
δημιουργήσουν μια κινητική συνδετική διάταξη.
Αυτοί είναι οι λεγόμενοι λυπημένοι
που τρώνε μόνοι τους στα εστιατόρια,
στεγνώνοντας τα μαλλιά τους …

Τα ραδίκια είναι νεκρά και η λάσπη
του καλοκαιριού. Μιλούν
για ψημένα κρέατα, αν όλα δεν έχουν ξεχαστεί
σε μια μόλις δεκαετία,
κι ο καταρράκτης, αχρησιμοποίητος, έχει ρημάξει, ρήμαξε, δεν αντέχει άλλο.

Από τη συλλογή Hotel Lautréamont.
Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου.
Εντευκτήριο 25, χειμώνας 1993-1994.

Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, Hotel Lautréamont

Ποίηση της κατάφασης 
Τζον Άσμπερυ [John Ashbery], Hotel Lautréamon. Alfred A. Knopt 1992, 157 σελ.
Εντευκτήριο 25, χειμώνας 1993-1994.

Ένα αίσθημα, ευτυχίας με γεμίζει πάντα και αυθωρεί όταν διαβάζω ποίηση του Τζον Άσμπερυ. Η πηγή της ευτυχίας αυτής θα πρέπει να αναζητηθεί στη επίγνωση ότι η ποιητική του αρχίζει εκεί που η ίδια η ποίηση ή η γεγυμνασμένη αντίληψη περί ποιήσεως φτάνει στο απώτατο όριό της, εκεί που ένας Derek Walcott, για παράδειγμα, δεν φαίνεται να έχει τίποτε περισσότερο να πει, εκεί που είτε αυτός είτε η ποιητική την οποία αντιπροσωπεύει αισθάνονται εντελώς ανίκανοι να διευρύνουν τον χώρο του υψηλού, όσο κι αν το επιδιώκουν.

Ένα χρόνο μετά την έκδοση του αριστουργηματικού ποιήματος Flow Chart (βλ. Εντευκτήριο 17, 1991), το οποίο εκτείνεται σε 214 γεμάτες σελίδες, ο Τζον Άσμπερυ επανέρχεται μ’ ένα νέο μεγάλο ποιητικό βιβλίο. Το Ξενοδοχείο Λωτρεαμόν αποτελείται από ογδόντα δύο ποιήματα και διπλάσιο, σχεδόν, αριθμό σελίδων. Και σε τούτο το έργο η λυρική μεταρσίωση δεν προέρχεται μόνο από την θεματική, την λεκτική, την εικαστική και την συνειρμική δύναμή του, αλλά και από μια πλούσια και ποικιλοτρόπως καταφατική χειρονομία, η οποία οδηγεί τον αποδέκτη της στην ελευθερία με το να μην σέβεται και με το να μην επιτρέπει κανενός είδους περιορισμούς.

Η κατανόηση του πως η καταφατική αυτή χειρονομία διαμορφώνει και διαμορφώνεται από την ποιητική του Άσμπερυ θα πρέπει να είναι από τους πιο ουσιαστικούς όρους για κάθε αναγνώστη που επιθυμεί κάτι παραπάνω από τη μέγιστη δυνατή απόλαυση λυρικών εξερευνήσεων. Και τούτο επειδή η καταφατική αυτή χειρονομία στηρίζεται στην αισθητική και την ηθική στάση που παίρνει ο ποιητής έναντι αυτού που ο ίδιος δημιουργεί και αυτού που καθιστά δυνατή την δημιουργία του. Ίσως να μην υπάρχει τίποτε πιο επείγον στην εποχή μας από την αδιάκοπη επιδίωξη της κατάφασης και της εφαρμογής της σε όλο και περισσότερους χώρους.

Ωστόσο δεν είναι καθόλου εύκολο να δείξουμε αυτό που στην ποίηση του Άσμπερυ αποτελεί το καταφάναι. Δεν είναι εύκολο να δείξουμε οτιδήποτε. Συγχρόνως κανένας αναγνώστης δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αισθάνεται κάποιο δάχτυλο στραμμένο καταπάνω του. Πάνω απ’ όλα το δεικνύναι, εμπρόθετο ή μη, είναι αδύνατο στην ποίηση του Άσμπερυ. Και τούτο ακριβώς δείχνει προς την κατεύθυνση μιας πρώτης κατανόησης των συστατικών της κατάφασης. Επειδή, βέβαια, ο Άσμπερυ θα πρέπει να είναι ελεύθερος να δείχνει. Δεν θα έλεγε όχι στην κίνηση αυτή, εφόσον δεν προϋποθέτει την παραμικρή μορφή βίας: Ο φίλος μου σκαρώνει το ωροσκόπιο λάχανο [cabbage horoscope] που καθημερινώς δείχνει [points to] επάρκεια. Και αυτός και όλοι οι άλλοι πάνε σπίτι. / Οι τοίχοι του δωματίου αυτού είναι σαν τη Μύκονο, και σίγουρα / πράσινα νέφη  [plumes] κλυδωνίζονται έξω στην αύρα / και υπογραμμίζουν τη γαλήνη του τοπίου αυτού / που ούτε εντελώς δικό μας είναι ούτε το θέλουμε. Ωστόσο είναι υπέροχη, η ζωή αυτή· το να δείχνεις ένα δέντρο και να λες κάπου δεν σε ξέρω; / Ναι, βέβαια, τώρα θυμάμαι, από κάποιο τοπίο κάπου, / και τότε μπορούμε να βγάλουμε όλοι το καπέλο.

Σε ποιο σημείο των λέξεων αυτών κρύβεται η κατάφαση; Προς τα πού και πώς δείχνει ο ποιητής; Μετά έφτασα στο χωράφι και σκέφτηκα / αυτό δεν είναι αστείο, δεν είναι βιβλίο / αλλά ποίημα για κάτι – τι όμως; Τα ποιήματα δεν είναι παρά παράξενα [odd] μικρά εξαρτήματα [jiggers], γράφει στην αρχή του ίδιου ποιήματος. Και σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω, λέει: Εξηγήσεις / ούτε δίνονται ούτε χρειάζονται.

Όλη η ποίηση του Άσμπερυ φαίνεται να είναι η ανάπτυξη της ανάγκης να μην έχουμε ανάγκη από εξηγήσεις, να μην έχουμε ανάγκη οτιδήποτε θέλει να είναι απαραίτητο, να μην έχουμε ανάγκη την ανάγκη. Η ζωή θα πρέπει να είναι το δέντρο που δεν ανήκει σε κανέναν, και αν θέλει κανείς να το δείξει, τότε θα πρέπει να το κάνει με σκοπό να το χαιρετίσει. Αυτό δεν είναι το δέντρο της ζωής, κάποια ιερή βαλανιδιά, αφιερωμένη στον Δία προς χάριν των χρησμών ή κάποιας θρησκείας. Αυτά είναι γι’ αυτούς που ακόμη ονειρεύονται μύθους περί ριζών και διακλαδώσεων του ανθρώπου, και πώς θα βγουν οι καρποί της σοφίας του κόσμου. Όμως, δεν είναι καιρός να πούμε ως εδώ και μη παρέκει στη σοφία του κόσμου, σ’ αυτούς που δείχνουν πότε το ένα και πότε το άλλο και θέλουν να ακολουθήσουμε την κατεύθυνση που προτείνουν; Διεξάγονται πόλεμοι λίγο παραέξω, ο κόσμος πεινάει και γέρνει στο χώμα το κεφάλι, συχνά μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, για να πεθάνει.

Ο Άσμπερυ μιλά για ένα άλλο δέντρο, για το δέντρο που δεν κρύβει το δάσος πίσω του. Για μια άλλη σοφία, μια χαρούμενη και ουδέτερη σοφία, η οποία κάποτε συγκεντρώνεται για να τη ράψεις / στη φόδρα, όπου θα πρέπει να τη φροντίζεις με τρυφερότητα. Για μια άλλη ζωή. Αν και «μιλά» δεν είναι και πάλι η σωστή λέξη – πράγμα που ο Άσμπερυ γνωρίζει καλά. Φαίνεται από τον αβρό τρόπο με τον οποίο δημιουργεί, ή μάλλον από τον τρόπο με τον οποίο αμήχανα, προσεκτικά και διστακτικά αφήνει τη δημιουργία την ίδια να κάνει την κίνηση που μεταφράζεται ποίηση. Όλα του τα ποιήματα αναπνέουν έναν αέρα γεμάτον διακριτικότητα, έχουν βλέμμα θερμό που σχεδόν ζητά συγγνώμη επειδή, παρ’ όλα αυτά, θέλει να βλέπει και να διαπερνά, μια θέληση από ατσάλι που δεν αφήνει τη βία σε ησυχία. Γράφει για μια ζωή που έχει χώρο για τα πάντα, όπου ακόμη και η άρνηση υποτάσσεται στην υπερβατική κατάφαση του είναι και του γίγνεσθαι, χάνοντας έτσι τη δύναμή της.

Δεν απομένει παρά το ζην για τις ατέλειωτες λεπτομέρειες της ζωής, για τον χορό των λεπτομερειών αυτών και όχι για το πνεύμα της ζωής ή γι’ αυτό που κρύβεται πέρα από τα σύννεφα, στα βάθη των ουρανών: “Όταν την ακούς την γλώσσα [language] / (όχι το πνεύμα της γλώσσας [language]) ξεδιπλώνεται σαν ράφι μόνο και μόνο για να είναι στο ύψος σου. / Κάτι αλλάζει. Δεν στήνουν πια ατσάλινους κολοσσούς [leviathans] / σε σημεία εισόδου της πόλης. Τα σύννεφα κατέβηκαν / για να γίνουν ένα μ’ αυτό που και αυτά και εμείς τόσον καιρό τρέμαμε.

Και στο νέο του βιβλίο ο Άσμπερυ αφήνει τα ποιήματά του να ξεδιπλωθούν στο ύψος του αναγνώστη, πράγμα που οδηγεί τον τελευταίο και πάλι στην μοναχική του αναμέτρηση με το αδόκητο. Κανένας ήρωας, καμιά λέξη-κλειδί, καμιά βοήθεια από λογοτεχνικές ή άλλες συμβάσεις. Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου δεν αποτελεί κάποιου είδους λεβιάθαν που θα συγκρατούσε ό,τι έπεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Το θαυμάσιο επικολυρικό ποίημα δεκαέξι στροφών με τον ίδιο τίτλο, όπου οι δεύτεροι και οι τέταρτοι στίχοι της μιας στροφής επανέρχονται ως πρώτοι και τρίτοι στίχοι αντίστοιχα στην επόμενη στροφή, δημιουργώντας μια μουσική αφήγηση (παντούμ [pantoum]), δεν κάνει καμιά αυτονόητη αναφορά ούτε σε κάποιο ξενοδοχείο ούτε στον Λωτρεαμόν. Το ποίημα μιλά για βαλλισμούς – γεγονός που εξηγεί, ως ένα σημείο, τη ρυθμική του κατασκευή – και για τον κόσμο στον οποίο ζούμε: Η έρευνα έχει δείξει ότι οι μπαλάντες φτιάχτηκαν απ’ όλη την κοινωνία / που εργάστηκε ομαδικά. Δεν έγιναν από μόνες τους ούτε με μαντεύματα. Έτσι ξεκινά το ποίημα, και προς το τέλος διαβάζουμε:  Τώρα σιωπηλά, όπως κανείς ανεβαίνει μια σκάλα, ξεπροβάλλουμε στ’ ανοιχτά / που, όμως, είναι αποκρυμμένα, καλυμμένα: θα πρέπει να έχουμε κάνει κάποιο φριχτό λάθος. / Για να δώσουμε τέλος στο διέξοδο που η ιστορία ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό / πρέπει να χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά στη διαστροφή;

Έχουμε ξεχάσει ότι δεν ζούμε δωρεάν, ότι στην πραγματικότητα μένουμε σ’ ένα ξενοδοχείο, στο οποίο τα άσματα του Λωτρεαμόν έχουν παίξει πολύ πιο απελευθερωτικό ρόλο από πολλές πράξεις τις οποίες στηρίζουν ιστορικά μαθήματα; Ο Άσμπερυ δεν δίνει, βέβαια, καμιά απάντηση: Η νύχτα μόνο ξέρει σίγουρα× το μυστικό είναι καλά κρυμμένο μέσα της. Κι αυτό ισχύει για όλους και για όλα, ακόμη και για τις ίδιες τις μπαλάντες, σύμφωνα με τους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήματος: Η έρευνα έχει δείξει ότι οι μπαλάντες φτιάχτηκαν απ’ όλη την κοινωνία· / Η νύχτα μόνο ξέρει σίγουρα. Το μυστικό είναι καλά κρυμμένο μέσα της: / ο κόσμος τότε ήξερε τι ήθελε και πως να το αποκτήσει.

Η ποίηση του Άσμπερυ δεν δίνει καμιά απάντηση επειδή δεν θέτει ερωτήσεις τις οποίες υπαγορεύει η διαλεκτική μηχανή. Αφήνει μόνο να ακουστεί η ίδια τραγική φωνή που ακούμε στον Ευριπίδη, στον Σαίξπηρ, στον Τζόυς. Μια φωνή που εισχωρεί στα πιο λεπτά συστατικά της ζωής, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι είναι απείρως λεπτότερα. Δίνει στις ερωτήσεις φωνή επειδή με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, επειδή θα πρέπει να δείχνουμε πάντα σεβασμό, όπως όταν συναντάμε κάποιο δέντρο και του βγάζουμε το καπέλο.

Το να έχει κανείς τα πάντα στο νου του. Να τα έχει, κι ωστόσο να μην τα έχει πραγματικά. Να ξέρει ποιος είναι αυτός ο Άσμπερυ και τι γράφει, κι ωστόσο να μην το ξέρει πραγματικά. Να διαβάζει κανείς πραγματικά μεγάλη ποίηση, κι ωστόσο να αισθάνεται σαν στο σπίτι του.

Δεν απομένει παρά να βγάλω το καπέλο.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, Flow Chart

Ο βόμβος της ζωής
Τζoν Άσμπερυ, Flow Chart. Alfred A. Knopf, 1991, 216 σ.
Εντευκτήριο 17, Δεκέμβριος 1991.

Framingham Earl, 1915, a companion.

Κάθε τόσο η ποίηση αισθάνεται την ακαταδάμαστη επιθυμία να γοητέψει τον ίδιο της τον εαυτό, να του αποδείξει ότι έχει πάντα τη δύναμη να ξεπεράσει τα όρια της δημιουργικής της ικανότητας. Φαίνεται ότι κάποιος ευλογημένος ποιητής γίνεται τότε το μέσον που θα ικανοποιήσει και θα δώσει φωνή στην επιθυμία αυτή. Ο ρόλος του ποιητή αυτού είναι εξαιρετικά λεπτός και πολύτιμος, επειδή πρόκειται για μια φωνή που έρχεται στην επιφάνεια από ένα ανεξιχνίαστο βάθος, το οποίο θα πρέπει να διατηρηθεί και να καλλιεργηθεί. Εάν, όπως γράφει ο Τζαίημς Τζόυς, «το υπέρτατο ερώτημα που αφορά ένα έργο τέχνης είναι: από πόσο βαθιά ζωή πηγάζει;», δεν υπάρχει αμφιβολία πως το τελευταίο βιβλίο του Τζων Άσμπερυ θα κάνει οποιονδήποτε θέτει το ερώτημα αυτό εξαιρετικά ευτυχισμένο. Ο ποιητής, από τους κορυφαίους της εποχής μας, έχει για μία ακόμη φορά καταδυθεί στο βάθος εκείνο που προσδίδει στο «Flow Chart», ένα ποίημα διακοσίων δεκατεσσάρων γεμάτων σελίδων, την ιδιότητα του αριστουργήματος. Πρόκειται για ένα βάθος το οποίο, με μία πολύ γνωστή ασμπερική κίνηση και δίχως να χάσει την ουσιώδη αινιγματικότητα και άκρατη μεγαλοπρέπειά του, απεκδύεται κάθε διάθεση για δραματοποίηση και μετατρέπεται σε άνετη και αβρή επιφάνεια.

Και στο βιβλίο αυτό βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση του Άσμπερυ στα δεκατρία προηγούμενα βιβλία του: την ειρωνεία, την ανεξάντλητη διάθεση για παιγνίδι, τη σύζευξη του υψηλού με το χαμαίζηλο, την πλήρη αμηχανία ενώπιον της απαίτησης να παρατάξει αναγνωρίσιμους συνειρμούς, τα αναρίθμητα, με σοφό τρόπο ψευδή ή παραπλανητικά συμπεράσματα, τις εξομολογήσεις που ο προσωπικός τους τόνος μερικές φορές φέρνει σε δύσκολη θέση τον αναγνώστη, τις ιδιότροπες αντιρρήσεις που συνοδεύονται από την απότομη εγκατάλειψη μιας σκέψης προς χάριν μιας ολωσδιόλου ξένης την οποία εισάγει ένα αθώο δήθεν «ωστόσο», τις ανακλαστικές, αυτοαναφορικές παρατηρήσεις πάνω στους όρους της ποίησης. Στο δεύτερο μισό του ποιήματός του γράφει: «σκέψου όμως αν η ποίηση ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, και όχι αυτός ο πορφυρός καιρός με το μάτι κάποιου θεού προσαρτημένο που βλέπει προς τα μέσα και προς τα έξω. Σκέψου αν ήταν μόνο ένας ασήμαντος, ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, σαν να βρίσκεσαι σε άνεμο, σαν να αφήνεις τους διάφορους ήχους που καταλαγιάζουν και τους οποίους ακούμε τώρα να αναπαυθούν καταγράφοντας την προσπάθεια που κάθε πλάσμα πρέπει να καταβάλει για να συγκαλέσει τις δυνάμεις του για μια στιγμή και μετά να σιωπήσει, ελπίζοντας ότι αρκετά έχουν συμβεί».

Όπως πάντα με τον Άσμπερυ, δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τι έχει συμβεί ή με τι ήχους έχουμε να κάνουμε. Πάνω απ’ όλα δεν επιτρέπει την πρόσβαση στους όρους τους απαραίτητους για την συγκρότηση του επιστητού στην ποίησή του – η οποία, απρόβλεπτη όπως η ζωή η ίδια, καταλήγει πάντα σε τόπο διαφορετικό από τον προσδόκιμο. Το βιβλίο αυτό παραπέμπει ευκολότερα στην ερώτηση του Τζόυς, επειδή τη φορά αυτή δεν διαβάζουμε για τη σχέση του ποιητή με τον εαυτό του, με την ποίηση ή με κάποια από τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις της ζωής, αλλά για την ζωή την ίδια με όλη την αφερεγγυότητα που ρυθμίζει τον κόσμο της. Η ζωή ως ποίηση, ή ποίηση ως ζωή. Το ερώτημα δεν είναι ποια από τις δύο μιμείται την άλλη, ούτε πρόκειται για ανέγερση μνημείου που θα διαιωνίσει εξυψώνοντας είτε τη μια είτε την άλλη, πράγμα που συναντάμε συχνά στη νεωτερική ποίηση (παρά την αποφατική στάση της και την τεχνική της της περιστολής).

Ωστόσο δεν πρόκειται ούτε για την ποίηση ούτε για τη ζωή, αλλά για τον βόμβο που η ζωή αφήνει στο πέρασμά της, για τον βόμβο που δημιουργείται από την μάταιη προσπάθεια της ζωής να αποκτήσει συμφραζόμενα. Για τον άλαστο βόμβο της διαδοχής των δευτερολέπτων και της σύγκρουσής τους με τον χώρο. «Ξέρουμε ότι η ζωή είναι πολυάσχολη, αλλά την αποκρύπτει μια ευρύτερη δραστηριότητα, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε ποτέ να το αισθανθούμε, παρά μόνο περιστασιακά», προαγγέλλει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του ο Άσμπερυ.

Flow chart σημαίνει διάγραμμα, γραφική παράσταση πορείας, εξέλιξης, προόδου, ακολουθίας διαφόρων φαινομένων, καταστάσεων ή σταδίων μιας παραγωγικής ή μη διαδικασίας. Το ποίημα περικλείει όλα όσα μπορούν να καταγραφούν στο σχεδιάγραμμα ροής της ζωής και καταλήγει στη βαθιά συμφιλίωση των συστατικών μερών του κόσμου τη στιγμή ακριβώς που, σεβόμενο το αναντίρρητο δικαίωμά τους να παραμένουν ανεξάρτητα, δείχνει ότι μια τέτοια συμφιλίωση είναι αδύνατη. Ή, με τα λόγια του ποιητή: «Και ποιοι είμαστε εμείς που θα ερευνήσουμε τις γοητευτικές αντιφάσεις οι οποίες θα ζήσουν περισσότερο από μας, μπλεγμένοι σε γεγονότα του δρόμου, συνθλίβοντες κάποιο εξάνθημα μέχρι να βγει κανένα πλήρως ικανοποιητικό πύο;».

Καμιά πλευρά της ζωής δεν του είναι αδιάφορη. Αντίθετα. Με την δαιμόνια και ευδαίμονα δύναμή του διεισδύει σε χώρους και σε καταστάσεις που είναι εντελώς αδιανόητες ή απρόσιτες σε άλλους και επιστρέφει στην επιφάνεια του ποιήματός του με το πιο ασυνήθιστο υλικό που μεταβάλλει συνεχώς την εικόνα στο διάγραμμα της ζωής. Στο FlowChart, εκτός από κάποιο συναίσθημα απροσδιόριστης ευτυχίας, λύπης, νοσταλγίας που επανέρχεται συχνά, εκτός από την επιβλητική στόχαση πάνω σε κάθε είδους κοινοτοπίες, τις απόπειρες να ειπωθεί κάτι που πάντα καταλήγουν στο να λέγεται κάτι άλλο, συναντάμε κάθε τόσο κι έναν αυτοχλευαστικό σαρκασμό, μια πικρία, μια ήρεμη αγανάκτηση που επειδή δεν στρέφεται εναντίον κανενός διατηρεί την αξιοπρέπειά της, ένα αναγκαίο για την αντιμετώπιση της ζωής κυνισμό. Προς το τέλος του ποιήματος κάνει μια μικρή παύση για την ανάγκη του: «Με συγχωρείτε, θα κλάσω. Α, υπέροχα. Νιώθω πράγματι ξαλαφρωμένος». Μετά, συνεχίζει την πορεία του ενάντια στο ρεύμα του κόσμου, θέτει σε λειτουργία το ράδιο του σύμπαντος ελευθερώνοντας όλους τους σταθμούς του και καταπλήσσει και εμάς και τον ίδιο του τον εαυτό με το ότι ο γιορταστικός και συγχρόνως τραγικός βόμβος που πολλοί αποκαλούν ποίηση, στην πραγματικότητα είναι ζωή.

Δεν γνωρίζω κανέναν ποιητή της γενιάς του Άσμπερυ που με τόσο θωπευτική λυρική δύναμη μπορεί να εκφράσει πειστικότερα την πιο ουσιώδη ανάγκη της ζωής και της ποίησης: να εξουδετερώνουν κάθε προσπάθεια περιορισμού τους.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: Γιόζεφ Μπρόντσκι

Στην κόρη μου

Δώσε μου ακόμη μια ζωή και θα τραγουδήσω
στο caffè Rafaella. Η απλώς θα καθίσω
εκεί. Ή θα σταθώ εκεί, σαν έπιπλο σε μια γωνιά,
σε περίπτωση που η ζωή αυτή είναι λιγότερο γενναιόδωρη
από την προηγούμενη.

Εν μέρει όμως επειδή κανένας αιώνας από δω και πέρα δεν θα τα καταφέρνει
δίχως καφεΐνη και τζαζ, θα υπομείνω αυτή τη ζημιά
και μέσα από τις ρωγμές και τους πόρους μου, το λούστρο και την 
απλωμένη παντού σκόνη
θα σε παρατηρώ, σε είκοσι χρόνια, στον ανθό της νιότης σου.

Πάνω απ’ όλα να θυμάσαι ότι θα είμαι μαζί σου. Ή μάλλον 
κάθε άψυχο αντικείμενο μπορεί να είναι ο πατέρας σου,
ιδιαίτερα αν τα αντικείμενα είναι μεγαλύτερα από σένα σε χρόνια και όγκο.
Να τα προσέχεις, λοιπόν, γιατί σίγουρα θα σε κρίνουν.

Να αγαπάς οπωσδήποτε τα πράγματα αυτά είτε συναντηθούμε είτε όχι.
Επιπλέον θα θυμάσαι ίσως και μια μορφή, ένα περίγραμμα,
ενώ εγώ θα χάσω και αυτό μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές.
Γι’ αυτό σου γράφω στην κοινή μας γλώσσα αυτές τις κάπως δύσκαμπτες αράδες.

* Το ποίημα αυτό ο Joseph Brodsky το έγραψε στα αγγλικά το 1994, έναν χρόνο και κάτι πριν από τον θάνατό του. Η κόρη του Άννα ήταν τότε δύο ετών. Όπως είναι γνωστό, ο Μπρόντσκι είχε πρόβλημα με την καρδιά του από νεαρή ηλικία. Η πρώτη χειρουργική επέμβαση στα στεφανιαία αγγεία του έγινε όταν ήταν 35 ετών, η δεύτερη όταν ήταν 45. Μια τρίτη δεν πρόλαβε να γίνει καθόλου. Στο μεταξύ είχε εξοικειωθεί με τον θάνατο, όπως δείχνει και το ποίημα που δημοσιεύουμε εδώ. Η μετάφρασή του αφιερώνεται στην Κατερίνα Δανιηλίδου.

Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου
Εντευκτήριο 37/1, χειμώνας 1996-1997

Myrto Chmielewski

Hund och morgonkaffe

På kvällen fann jag henne sova på hundmattan. Jag förväntade mig att det skulle hända, då jag ibland på morgonen – de dagar jag var klar i huvudet – hörde henne skälla. Som om det inte räckte med att jag hela dagen på jobbet hade nedsölade byxor på mig, kunde jag inte ens ligga i min egen säng för att hunden hade placerat hela sin stora kropp där (jag känner väl till min hunds ohövlighet från dess tidigare handlingar).

Morgonen kom som vanligt. Min fru och jag satte oss mitt emot varandra vid dubbelbordet, vi väntade och lyssnade på kaffebryggarens droppande.

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Επανεπίσκεψη: «Ώ, αντι-εκστατικές μέρες!»

James Knowlson, Damned to Fame: The Life of Samuel Beckett
London, Bloomsbury, 1996, 872 σελ.
Anthony Cronin, Samuel Beckett: The Last Modernist
London, Harper Collins, 1996, 645 σελ.
Εντευκτήριο 38, Άνοιξη 1997.

Οι δύο πολυσέλιδες αυτές βιογραφίες του Μπέκετ έρχονται να προστεθούν στην επίσης πολυσέλιδη βιογραφία που δημοσίευσε η Deirdre Bair το 1978. Το 1991, έναν χρόνο μετά την επανέκδοση του βιβλίου της Bair, έγραφα στο Εντευκτήριο, τχ. 14, ότι η βιογραφία αυτή «όπως φαίνεται, θα είναι και η οριστική». Είχα οδηγηθεί στη σκέψη αυτή κυρίως από το γεγονός ότι ο Μπέκετ απεχθανόταν γενικά τη δημοσιοποίηση ιδιωτικών θεμάτων και οδών, δικών του ή φίλων του, και από το ότι οι πηγές άντλησης πληροφοριών θα είχαν με τα χρόνια λιγοστέψει σε κρίσιμο βαθμό. Χαίρομαι πραγματικά που έπεσα έξω. Όχι μόνο επειδή έχουμε σημαντικά νέα στοιχεία για τη ζωή ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του αιώνα αλλά και για ότι ο Μπέκετ μπορούσε να αντιφάσκει ή να αναιρεί, πράγμα που οι δύο νέες βιογραφίες επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό. Θα πρέπει να προσθέσουμε όμως ότι οι δύο νέοι βιογράφοι του Μπέκετ, όσο κι αν διορθώνουν και ξεπερνούν το βιβλίο της Bair, αναφέρονται σ’ αυτό με σεβασμό, πράγμα που δεν είχε γίνει απ’ όλους όταν το βιβλίο της είχε πρωτοεμφανιστεί.

Από τις δύο νέες βιογραφίες αυτή του Knowlson είναι η πιο λεπτομερής και μάλλον η πιο αξιόπιστη. Και τούτο επειδή ο Knowlson, γνωστός μελετητής και φίλος του Μπέκετ, είχε τη συγκατάθεση και τη βοήθεια του τελευταίου. Ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989, έξι μήνες μετά την έναρξη της έρευνας του Knowlson. Είχε προλάβει στο μεταξύ να δώσει μια σειρά συνεντεύξεων στον Knowlson και να τον συστήσει σε συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του. Συχνά βέβαια η φιλοδοξία του Knowlson να καλύψει κάθε πλευρά των γεγονότων που αφηγείται τον κάνει κάπως στεγνό, ενώ ο Cronin, στην προσπάθειά του να εικάσει σωστά, χρησιμοποιεί πιο πλούσιο ύφος και φτάνει σε τολμηρότερα συμπεράσματα.

Έν πάση περιπτώσει, η εξαντλητική ακρίβεια είναι προτιμότερη από την υπερβατική εικασία, όταν δεν μπορούμε να έχουμε έναν συνδυασμό των δύο. Για παράδειγμα, η σκακιστική δεινότητα του Μπέκετ σε σχέση με αυτήν του Μαρσέλ Ντυσάν. Ο Cronin αναφέρει τις παρτίδες των δύο φίλων, τονίζει τις πρωταθλητικές ικανότητες του Ντυσάν, αλλά δηλώνει ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ποιος από τους δύο ήταν ισχυρότερος σκακιστής. Ο Knowlson αντίθετα, με σίγουρο χέρι γράφει ότι ο Ντυσάν κέρδιζε όλες τις μεταξύ τους παρτίδες. Το πάθος του Μπέκετ για το σκάκι αναδιπλώνεται αισθητικά στα κείμενά του. Στο Τέλος του παιχνιδιού η σημασία μιας συγκεκριμένης παρτίδας σκακιού, όπως την είχε περιγράψει ο Ντυσάν σε ένα κλασικό σήμερα κείμενο, ήταν καθοριστική. Ούτε ο Knowlson  ούτε ο Croninαναφέρονται, παρόλο που κάνουν τον παραλληλισμό με το σκάκι, στον ρόλο του Ντυσάν στην περίπτωση αυτή. Ίσως επειδή το έχει ήδη κάνει η Bair.

Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η λογοτεχνική διακειμενικότητα μεταξύ του Μπέκετ και του Μπλανσό, ενός ακόμη πραγματικά μεγάλου συγγραφέα του αιώνα μας, δεν έχει ακόμη ερευνηθεί από τη δοκιμιακή σκέψη στο βάθος και στο εύρος που της πρέπει. Ίσως αυτό να γίνεται στο νέο βιβλίο του φιλοσόφου Simon Critchley για τον Μπέκετ, το οποίο κυκλοφορεί τις μέρες αυτές. Σε πρόσφατο δοκίμιό του ο Critchley αναφέρεται στη συγγένεια του έργου του Μπέκετ με το έργο του Μπλανσό, το οποίο έχει διεξοδικά μελετήσει, και διευκρινίζει ότι ορισμένες βασικές σκέψεις για τη σιωπή, τη μοναξιά και το τίποτε τις είχε εκφράσει ο Μπλανσό μερικά χρόνια νωρίτερα από τον Μπέκετ. Ο Cronin δεν έχει λοιπόν δίκιο όταν ισχυρίζεται το αντίθετο. Ο Μπλανσό έγραψε μια πολύ οξυδερκή και επαινετική κριτική του Ακατονόμαστου όταν πρωτοβγήκε στα γαλλικά, τον Ιούλιο του 1953. Στην κριτική αυτή, που βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του Μπέκετ στον απαιτητικό χώρο της γαλλικής διανόησης, ο Μπλανσό μιλά για το ουσιαστικά ανέφικτο έργο και υπογραμμίζει την αυθυπονομευτική δύναμη που κρύβεται, που θα πρέπει να κρύβεται, στην καρδιά κάθε μεγάλου λογοτεχνικού κειμένου. Παρόμοιες σκέψεις, υπενθυμίζει ο Cronin, είχε στο μεταξύ διατυπώσει ο Μπέκετ στους περίφημους Τρεις διαλόγους με τον Georges Duthuit το 1949. Το λάθος του Cronin είναι ότι αγνοεί το Faux pas, τον τόμο με τα δοκίμια του Μπλανσό, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1943, δηλαδή πριν από τους Διαλόγους, και στα οποία ήδη γίνεται λόγος για τον ρόλο του συγγραφέα και της γραφής, όπως ακριβώς με θαυμασμό τον διάβασε ο Μπλανσό στο κείμενο του Μπέκετ. 

Αυτού του είδους είναι οι αδυναμίες στο βιβλίο του Cronin. Το ίδιο συμβαίνει εκεί και με την ερωτική ζωή του Μπέκετ. Ο Knowlson από την άλλη μεριά παρουσιάζει περισσότερες και πιο ουσιαστικές πλευρές μιας δραστηριότητας που ο Μπέκετ προστάτευε με αποτελεσματική διακριτικότητα. Μας δίνει επίσης μια νέα εικόνα του επεισοδίου του μαχαιρώματος του Μπέκετ από άγνωστο του μαστρωπό στο κέντρο του Παρισιού. Περιγράφει διαφορετικά την αντίδραση του Μπέκετ στην απονομή του Νομπέλ λογοτεχνίας. Δίνει νέες λεπτομέρειες για την πολύτιμη παρέα του συγγραφέα με τον φαιό Αλμπέρτο Τζιακομέττι, τοποθετεί στις σωστές της διαστάσεις τη συμμετοχή του στη γαλλική αντίσταση και παρουσιάζει τη σκηνοθετική του δραστηριότητα. Ο κατάλογος τελικά είναι μακρύς. Πάντως, τα δύο βιβλία, που οπωσδήποτε αλληλοσυμπληρώνονται, κάνουν ακόμη πιο συμπαγή την εικόνα που έχουμε για τον Μπέκετ, την εικόνα δηλαδή ενός ανθρώπου απέραντα καλού, σεμνού, χαρούμενου με τους φίλους του και γενναιόδωρου. Η γενναιοδωρία του αποτελεί μέγιστο ηθικό μάθημα, ιδιαίτερα σε καιρούς που μας πνίγει η χυδαία λογική της αγοράς. Ο Μπέκετ μοίρασε τα χρήματα του Νομπέλ, βοήθησε οικονομικά νέους συγγραφείς και καλλιτέχνες, στήριξε σε δύσκολους καιρούς ακόμη και τον Γάλλο εκδότη του, που εξαρχής, και σε κρίσιμο για τον συγγραφέα στάδιο, είχε πιστέψει στην πρωτοφανή δύναμή του.

Η σύγκριση του Μπέκετ με τον Τζόυς ήταν πάντα και αναπόφευκτη και αναγκαία. Με τις βιογραφίες που σχολιάζουμε εδώ και με τις βιογραφίες που έχουμε του Τζόυς, η σύγκριση αυτή παίρνει νέες διαστάσεις, επειδή γίνεται ακόμη πιο φανερό το πόσο στον Μπέκετ το βιογραφικό στοιχείο υποβαθρώνει το αισθητικό. Τούτο ήταν πάντα δεδομένο στην περίπτωση του Τζόυς, ο οποίος μεταμόρφωσε τις εμπειρίες του και τις μνήμες του σε λογοτεχνία, τις προσωπικές του στιγμές σε παγκόσμιες. Αν στον Τζόυς έχουμε μια κίνηση από το συμβατικό περιεχόμενο προς την ανατρεπτική μορφή, στον Μπέκετ, με δεδομένη πια τη δυναμική της εμβρόντητης αυτής μορφής, έχουμε την κίνηση προς το ανατρεπτικό νόημα. Με τις νέες βιογραφίες μπορούμε πιο εύκολα να παρακολουθήσουμε την τεχνική με την οποία ο Μπέκετ, σε αντιδιαστολή με τον Τζόυς, συμπίεσε, συμπύκνωσε την εμπειρία, κάλυψε ή αγνόησε τα συμφραζόμενά της και κράτησε έναν πυρήνα που, όταν δεν υπερβαίνει, περιτρέχει με αντιεκστατική έμφαση τα όρια της ανθρώπινης έκτασης.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: «Μπέκετ για πάντα»

Deirdre Bair, Samuel Beckett. 
Vintage, 1990. 
Enoch Brater, Why Beckett.
Thames & Hudson, 1989.
Εντευκτήριο 14, Μάρτιος 1991.

Μερικοί συγγραφείς δεν είναι μεγάλοι μόνο για την προσφορά τους στη λογοτεχνία, στην εξέλιξη των μορφών και των θεμάτων της, στην ιστορία της. Είναι μεγάλοι και για την ξεχωριστή θέση που έχουν στην καρδιά μας. Είναι αγαπημένοι μας φίλοι, στους οποίους γυρίζουμε και ξαναγυρίζουμε για να κάνουμε την παρουσία μας και τη συμμετοχή μας στον κόσμο πιο ουσιαστική, πιο υποφερτή, πότε λιγότερο απαιτητική πότε περισσότερο. Ένας τέτοιος συγγραφέας και φίλος για πολλούς, για πάρα πολλούς, είναι ο Samuel Beckett, ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, πεζογράφος, συγγραφέας και σκηνοθέτης θεατρικών έργων, δημιουργός μιας πρωτοφανούς για την επιμονή της στη σωματική, πνευματική και ψυχική παράλυση κοσμολογίας.

«Γιατί γράφεις», τον ρωτά ο φίλος του, ο γλύπτης Giacometti. «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά», απαντά ο Μπέκετ. Και στον John Kobler (που δημοσίευσε τις αναμνήσεις του από τη φιλία του με τον Μπέκετ στο περιοδικό Connoisseur, Ιούλιος 1990) λέει: «Είναι αδύνατο να εκφράσεις τι σου συνέβη. Γράφεις, όμως, γιατί διαφορετικά θα πεθάνεις».

Η γραφή του ένα μικρό βήμα πριν από τον θάνατο, πριν από την τελική κατάρρευση των πάντων. Μικρά, δύσκολα βήματα παρέα με τον θάνατο, στο κενό που αφήνει ο θάνατος. Οι λέξεις βγαίνουν όλο και πιο δύσκολα, οι σκηνές ελαχιστοποιούνται. Σιωπή και ακινησία. Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Λίγους μήνες πριν, στις 17 Ιουλίου, είχε πεθάνει η Suzanne, η γυναίκα του.

Την επιστροφή (πότε το αφήσαμε;) στο πρόσωπο του Μπέκετ προκάλεσε τη φορά αυτή η επανέκδοση της βιογραφίας της Deirdre Bair Samuel Beckett (Vintage, 1990) και μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο του, γραμμένη από τον Enoch Brater. Τίτλος της Why Beckett (Thames & Hudson, 1989). Το πολυσέλιδο βιβλίο της Bair κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1978. Η νέα του έκδοση είναι διορθωμένη και επαυξημένη με λίγες σελίδες που καλύπτουν τη ζωή του Μπέκετ ως τον θάνατό του.

Στον ίδιο τον Μπέκετ δεν είχε αρέσει καθόλου η μοναδική του βιογραφία, και σαν ιδέα και σαν αποτέλεσμα, και δεν δίστασε να μιλήσει αρνητικά γι’ αυτή. Τη βρήκε σε πολλά σημεία αδιάκριτη και αναξιόπιστη, και δίχως δύναμη κριτική. Την ίδια γνώμη είχε και ο Martin Esslin, ένας από τους πρώτους και πιο σημαντικούς μελετητές του Μπέκετ και όλου του θεάτρου του παραλόγου, και ο Richard Ellmann, ο περίφημος βιογράφος του James Joyce. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι ο Ellmann έγραψε ένα βιβλίο που σήμερα θεωρείται κλασικό και αξεπέραστο, τόσο για τον πλούτο της έρευνας, για τις πηγές και τις λεπτομερείς πληροφορίες του, για την ευαισθησία με την οποία διεισδύει στην προσωπικότητα του Joyce και την γνώση και υπομονή με τις οποίες τον τοποθετεί στον ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό και γεωγραφικό χώρο, όσο και για την δύναμή του να ρίχνει πολύτιμο αναλυτικό φως στη λογοτεχνική του παραγωγή. Ποιός, όμως, ορίζει και πως τα όρια της αδιακρισίας; Ποιός ξέρει καλά τι πρόκειται να πληγώσει, τι είναι ασήμαντο για να ληφθεί υπόψη;

Η Bair μπορεί να στηρίχτηκε αρκετές φορές σε άλλους για τις λογοτεχνικές και ψυχολογικές της παρατηρήσεις, αλλά ο πλούτος των πηγών της και των πληροφοριών που έχει αντλήσει απ’ αυτές δεν θα πρέπει να αφήσουν ασυγκίνητο αυτόν που ενδιαφέρεται, έστω και λίγο, για τον Μπέκετ. Μια πολύ σημαντική βιογραφική πηγή που η Bair χρησιμοποίησε είναι τρεις μεγάλες συλλογές επιστολών που για πολλά χρόνια έστελνε ο Μπέκετ σε τρεις φίλους του. Από το βιβλίο της Bair μαθαίνουμε και για τη στάση του Μπέκετ στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Είναι τώρα γνωστό ότι ο Μπέκετ έλαβε μέρος στην γαλλική αντίσταση μεταφέροντας μηνύματα και φωτογραφίζοντας έγγραφα με μικροφίλμ. Μόλις που γλίτωσαν, και αυτός και η Suzanne, από την έφοδο των Γερμανών και κατάφεραν να διαφύγουν στη μη κατεχόμενη Γαλλία. Το 1945 ο de Gaulle απένειμε στον Μπέκετ τον Σταυρό του Πολέμου.

Πιστός στον εαυτό του ο Μπέκετ είπε στην Bair, όταν αυτή ξεκίνησε την έρευνά της, ότι ούτε θα τη βοηθήσει ούτε θα την εμποδίσει. Τελικά τη βοήθησε, και αρκετά. Το πόσο πραγματικά το μετάνιωσε είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Σίγουρα δεν του άρεσε καθόλου που κάποιος ξένος εισχωρούσε στην ιδιωτική του ζωή και που αυτή θα γινόταν τώρα γνωστή σ’ όλον τον κόσμο. Για τον ίδιο λόγο δεν του άρεσε και η βιογραφία του Joyce από τον Ellmann. Λίγο πριν πεθάνει, μάλιστα, συμβούλεψε τον αγαπημένο εγγονό του Joyce, τον Stephen Joyce, να κάψει μερικά άγνωστα γράμματα του παππού του, πράγμα που έγινε, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών, κυρίως πανεπιστημιακών φιλολόγων. Το αναμφίλεκτο επιχείρημα του Μπέκετ: ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει με την ιδιωτική του ζωή ό,τι θέλει.

Η Bair έχει διορθώσει μερικά σημεία του βιβλίου της (τυπογραφικά λάθη που αλλοίωναν χρονολογίες και ονόματα, και την περιγραφή της γνωριμίας του Μπέκετ με την Suzanne) και έχει προσθέσει λίγες σελίδες με σημαντικές πληροφορίες. Όπως και τότε, έτσι και τώρα διαβάζω το βιβλίο αυτό με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Οι τυχόν αντιρρήσεις που θα είχε ο καθένας, εγώ ή ο ίδιος ο Μπέκετ, δεν καταφέρνουν, όπως δεν κατάφεραν και την πρώτη φορά, να κάνουν το βιβλίο λιγότερο συναρπαστικό και ευθήσαυρο. Πολλοί από μας έχουμε πράγματα που δεν θα θέλαμε ποτέ να γίνουν γνωστά, όπως και πράγματα που πιστεύουμε ότι δεν αξίζει να γίνουν γνωστά. Και πολλοί από μας, επίσης, διαβάζουμε με σχεδόν διεστραμμένο ενδιαφέρον τα μυστικά και τα τετριμμένα περιστατικά της ζωής ανθρώπων που θαυμάζουμε και που δεχόμαστε ότι έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στις πνευματικές και ψυχικές μας περιπέτειες και επιλογές. Πιστεύουμε ότι το κάνουμε αυτό διακριτικά, ιδιωτικά, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό οι κοινότοπες λεπτομέρειες θα γίνουν «ιδιότοπες» για να μας βοηθήσουν στη κατάρριψη ιδεότυπων παραδοχών ή ότι θα δικαιολογήσουμε την ασημαντότητά μας. Μέσα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να χάνεται το πιο ουσιώδες: η προσφορά, στην περίπτωσή μας του Μπέκετ, στον χώρο της λογοτεχνίας και της ηθικής. Κι αυτό η βιογραφία της Bair δεν το δέχεται μόνο ως δεδομένο, αλλά καταφέρνει να το κάνει ακόμη πιο επιβλητικό. Η αγωνία του Μπέκετ, ο αγώνας του να της δώσει μορφή και διέξοδο, ο τρόπος με τον οποίο την παγιδεύει και την καλλιεργεί, το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής που φαντάζει τώρα όλο και πιο ηρωική.

Τα γεγονότα, οι διαδικασίες και οι πνευματικές επεξεργασίες μέσα από τις οποίες βγήκαν τα έργα του, οι μαρτυρίες των φίλων, οι εξομολογήσεις του ίδιου του Μπέκετ, οι αναγνώσεις του, τα ταξίδια του, διάφορα ασήμαντα συμβάντα ή συναισθήματα – όλα αυτά παίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο στην γέννηση και διαμόρφωση του έργου του. 

Εξάλλου, πολλά απ’ αυτά που αφηγείται ο Μπέκετ στα κείμενά του είναι αυτοβιογραφικά, και, έτσι, έχουμε την πρόχειρη δικαιολογία ότι κάθε βιογραφική λεπτομέρεια βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνικής του δημιουργίας.

«Η ζωή μου είναι βαρετή και χωρίς ενδιαφέρον», είπε στην Bair το 1971, τότε που η τελευταία ξεκίνησε τη βιογραφία της. «Ποτέ δεν είχα μια ξένοιαστη στιγμή στη ζωή μου», είπε μια άλλη φορά στον Peter Lennon. Ο Lennon διηγείται τις αναμνήσεις του από τις συναντήσεις του με τον Sam, όπως φώναζαν τον Μπέκετ όλοι οι φίλοι του, στην εφημερίδα του Λονδίνου Guardian, στις αρχές του περασμένου έτους. Ιρλανδός κι αυτός, εργαζόταν στο Παρίσι ως δημοσιογράφος και συναντούσε συχνά τον Μπέκετ από το 1961 ως το 1970.  Όλοι, γράφει ο Lennon, ήταν διακριτικοί με τον Μπέκετ. Ο ίδιος ήταν συχνά αποτραβηγμένος σε μια σκοτεινή γωνιά του εαυτού του, πίνοντας και καπνίζοντας βαριά. Ήταν, όμως, αντίθετα απ’ ότι θα περίμεναν πολλοί, ένας ευχάριστος, ευγενικός και πολύ θερμός συνομιλητής, με μεγάλη παρακαταθήκη ανεκδότων, γενναιόδωρος και πρόθυμος πάντα να βοηθήσει με τη μεγαλύτερη λεπτότητα τους άλλους.

Τα δέκα χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ήταν τα πιο δημιουργικά του Μπέκετ. Τότε γράφει τα μεγάλα του μυθιστορήματα και τα δύο πιο σημαντικά θεατρικά του έργα: το 1945 τελειώνει το Βάττ, το 1947 το Μολλόυ, το 1948 τελειώνει το Ο Μαλλόν πεθαίνει και το 1949 το Περιμένοντας τον Γκοντό. Το 1950 είναι έτοιμο το Ο Ακατονόμαστος. Το 1956 τελειώνει το Τέλος του παιγνιδιού. Τα θεατρικά του έργα, είπε ο ίδιος αργότερα, τα έγραφε για να ξεκουράζεται από την επίπονη και οδυνηρή συγγραφή των πεζών του κειμένων. Ήταν γι’ αυτόν το διάλλειμά του, ένα διάλλειμα που άλλαξε με τον πιο συνταρακτικό τρόπο την ουσία και την ιστορία του θεάτρου. Η Bair κατόρθωσε να συγκεντρώσει μεγάλο πλήθος βιογραφικών λεπτομερειών και να αναπλάσει την ατμόσφαιρα των γεγονότων γύρω από τη δημιουργία των έργων με τρόπο εξαιρετικά πειστικό, έναν τρόπο που κρατά την προσοχή του αναγνώστη καθηλωμένη στις σελίδες της βιογραφίας της – η οποία, όπως φαίνεται, θα είναι και η οριστική. 

Το βιβλίο του Enoch Brater (γνωστού από τις μελέτες του πάνω στα τελευταία θεατρικά έργα του Μπέκετ) είναι, όπως αναφέρθηκε, μια εισαγωγή, μια συνοπτική και πανοραμική παρουσίαση της ζωής και του έργου του Μπέκετ, συνοδευμένη από πολλές φωτογραφίες, που σίγουρα ενδιαφέρουν και τους ειδικούς. Πρόκειται πάντα για τον ίδιο Μπέκετ, την ίδια ψηλή, ασκητική μορφή, την ίδια στάση μέσα και απέναντι στον κόσμο. Τον εξαιρετικό κάποτε παίκτη του κρίκετ, τον πανεπιστημιακό λέκτορα, τον κλειδούχο της σιωπής φίλο του James Joyce, τον μανιώδη σκακιστή φίλο του Marcel Duchamp, τον παθιασμένο εραστή, τον πιστό σύντροφο, τον μεγάλο πότη και μοναχικό καπνιστή, που στην απελπισία του άφηνε την μπύρα να τρέξει απ’ το ποτήρι του αργά και ήρεμα στο κεφάλι του, τον παράξενο αυτόν Ιρλανδό που, πάνω απ’ όλα, ήταν άνθρωπος με τεράστια σεμνότητα και καλοσύνη, με απαρασάλευτη και ανεξάντλητη αυτοπειθαρχία, και με απαράμιλλη ευφυΐα.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, Wakefulness

John Ashbery, Wakefulness
Farrar, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη 1998.
Ποίηση 13, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1999.

Metaphors and transports

Τρία πράγματα με γοητεύουν πάντα στην ποίηση του Τζον Άσμπερυ (John Ashbery). Η ευφυΐα του, η μελαγχολία του και η αίσθηση του χιούμορ. Αυτά βέβαια δεν φτάνουν καθόλου να περιγράψουν επαρκώς μια ποίηση που με την καταφατική στάση της έχει ανοίξει έναν νέο, τεράστιο χώρο μετά την ποίηση των μεγάλων νεωτερικών. Πρόκειται για μια στάση, ένα πλησίασμα του άλλου, που δεν επιτρέπουν ούτε στην ευφυΐα ούτε στην μελαγχολία ούτε στο χιούμορ να προβάλλονται έτσι ώστε να προσβάλλουν την ευαισθησία του ποιήματος, πράγμα που νομίζω ότι γίνεται συχνά στην ποίηση της Κικής Δημουλά, ιδιαίτερα στο τελευταίο της βιβλίο. Η υπολογισμένη ευφυΐα στο Ενός Λεπτού Μαζί παρενοχλεί την υπαρξιακή αξιοπρέπεια του βιβλίου, οι μελετημένες εξυπνάδες πνίγουν την ανθρωπιά του. Ίσως όμως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια νομίζει ότι ξεφεύγει από την αισθητική του μοντερνισμού, στον οποίο είναι ακόμη παγιδευμένη.

Η επιστροφή στον Άσμπερυ είναι ευεργετική. Η μελαγχολία του, που ποτέ δεν πηγάζει από κάποιον φανερό ή συγκαλυμμένο αυτοοικτιρμό, κάνει τη συμμετοχή της ευφυΐας διακριτική, κάνει το χιούμορ οικείο. Εδώ βέβαια έχουμε το παράδοξο της οικειότητας που συγχρόνως δεν αποκλείει το απρόσμενο, το νεόκοπο. Ποτέ όμως δεν ξαφνιαζόμαστε, ποτέ δεν τρομάζουμε. Ίσως επειδή ο ίδιος ο ποιητής δεν φαίνεται πουθενά στην ποίησή του, έχει αποτραβηχτεί πίσω από τις λέξεις και τους ρυθμούς του ποιήματός του. Η μελαγχολία δεν έχει πηγή, η ευφυΐα είναι διάχυτη. Η απουσία του ποιητή ταυτίζεται με την ελευθερία που εγγυάται την αδόκητη διεύρυνση του ποιήματος.

Εδώ έχουμε ένα ακόμη παράδοξο. Παρά την απουσία του ποιητή, η αίσθηση της αμεσότητας, της απτής προσέγγισης στην ποίησή του, ιδιαίτερα στα ποιήματα που απευθύνονται σ’ ένα «εσύ», είναι από τις πιο ωραίες στιγμές της ποίησης αυτής. Μπορούμε να το δούμε αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα που ήδη αναφέραμε, στο ποίημα της νέας συλλογής, το οποίο έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εγγύτητα»:

Χάρηκα πολύ που σε είδα τις προάλλες
στο καρναβάλι. Οι ενσιλάδας μου ήταν πολύ νόστιμες.

Κι ελπίζω και οι δικές σου να σου άρεσαν.
Ήθελα ν’ ανταποκριθώ στο όνειρο που έχεις για μένα

με τρόπο κατάλληλο. Χαρίζοντας τα καινούργια μου γάντια,
για παράδειγμα, ή σκεπάζοντας μ’ ένα κιβώτιο όλα μας τα στραβά.

Αυτές όμως οι λάμπες γουταπέρκας δεν ψιθυρίζουν για λογαριασμό μας.
Μερικές φορές τ’ απογεύματα τώρα ή μόνη μου παρέα

είναι ο τρόμος. Ένας θορυβώδης άνεμος φουσκώνει το πεύκο
Στο κατώφλι του σπιτιού μου, το αγιόκλημα έχει μαγευτεί,

και γω πρέπει να φύγω πριν το ρολόι σημάνει
οποιαδήποτε ώρα έχει τώρα σειρά.

Μη μ’ αφήνεις σ’ αυτήν την ερημιά!
Ή, αν μ’ αφήσεις, πλήρωσέ με να μείνω πίσω.

Το νέο βιβλίο του Άσμπερυ έχει μόνο ογδόντα σελίδες και δεν συμπεριλαμβάνει κανένα μακροσκελές ποίημα, πράγμα ασυνήθιστο. Τα πολυσέλιδα ποιήματα δίνουν την ευκαιρία στον ποιητή να περιγράψει τις παραλλαγές ενός ποθεινού αντικειμένου, τις αποχρώσεις μιας διάθεσης καθώς την παρακολουθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αντίθεση με τον Κέννεθ Κοκ (Kenneth Koch) ο Άσμπερυ αποφεύγει την αφήγηση που στηρίζεται στη γνώση και την ανάπτυξη κάποιου χώρου. Ίσως επειδή ο χώρος συνήθως απαιτεί το συγκεκριμένο, το επακριβές, πράγμα που θέτει όρους και φυσικά περιορισμούς, ενώ ο χρόνος είναι ένα μέγεθος που εύκολα μπορεί να τροποποιήσει κανείς.

Στην νέα αυτή συλλογή, ωστόσο, έχουμε ποιήματα που είτε οι τίτλοι τους είτε διάφοροι στίχοι τους αναφέρονται σε χώρους, όπως η Βαλτιμόρη, το Βουκουρέστι, η Αλάσκα. Στους χώρους αυτούς, όπως και στα πάρκα, στα βουνά, στις κοιλάδες, στα αγροκτήματα ο Άσμπερυ ανακαλύπτει καινούργια συναισθήματα, παρακολουθεί την κίνηση ασύνδετων σκέψεων, καταλήγει σε ανατρέψιμα πάντα συμπεράσματα. Η γεωγραφία για τον Άσμπερυ είναι απλώς ένα πεδίο ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια πηγή συνειρμών που ουδέποτε ψηλαφούν ή έστω επιστρέφουν στη γεωγραφία αυτή. Πάντως διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της Δημουλά, έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Άσμπερυ, μαθαίνει πολλά για τον τρόπο που η ποίηση μπορεί να εκμεταλλευτεί συνειρμικές διαδικασίες. Θα ήταν πιο σωστό να πει κανείς ότι ακριβώς στη λέξη «εκμεταλλεύομαι» βρίσκεται μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Άσμπερυ και της Δημουλά.

Ο Άσμπερυ αφήνεται στη ροή που προς στιγμήν και με απαλές κινήσεις διοχετεύει στο ποίημα, μια ροή που οπωσδήποτε τον υπερβαίνει και η οποία στα συμβατικά και πρόχειρα όρια του ποιήματος χρωματίζεται από την ιδιαιτερότητα της ασμπερικής αισθητικής. Καμιά προσπάθεια από μέρους του να δαμάσει τη ροή αυτή, να εκμεταλλευτεί την ορμή της, να την κατευθύνει με τρόπο που θα εξυπηρετούσε κάποιον σκοπό. Αντίθετα η φροντίδα του είναι να διατηρήσει την εύροια της πάντα απροκαθόριστης ροής.

Έτσι πολλά ποιήματα και πάλι είτε ξεκινάνε με τίτλους που σπάνια έχουν κάποια, ελάχιστη, σχέση με το υπόλοιπο ποίημα είτε τελειώνουν αβίαστα με εκφράσεις αβεβαιότητας ή απορίας, όπως «θα δούμε», «μπορούμε να έρθουμε για να το ακούσουμε», «ίσως είναι πολύ αργά / ίσως έφτασαν σήμερα». Το ποίημα τελειώνει, ο κόσμος του ποιήματος δεν τελειώνει ποτέ. Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς εδώ ότι όλα τα ποιητικά βιβλία του Άσμπερυ δεν είναι παρά τμήματα ενός μεγάλου ποιήματος – ποταμού. Κάθε ποίημα όμως έχει τη δική του διάθεση, τον δικό του ρυθμό, τα δικά του μυστικά. Και κάθε ποίημα καταφάσκει μία άγνωστη ως τώρα στιγμή των ρευστών συναλλαγών μας. 

Ο Άσμπερυ ανοίγει την πόρτα σε όλους, λέει ναι ακόμη και σε κείνους που για διάφορους λόγους τον απορρίπτουν. Στην τελευταία στροφή του τελευταίου ποιήματος της νέας συλλογής διαβάζουμε:

Αργότερα σου το ταχυδρομώ αυτό.
Μόλις σε σκέφτηκα, ξέρεις, όπως άλλωστε κάνω
αρκετές χιλιάδες φορές την ημέρα. 
Έχω ανάγκη την αποδοκιμασία σου,
δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τους
άξεστους τρόπους σου.

Βασίλης Παπαγεωργίου 

Επανεπίσκεψη: Κέννεθ Κοκ, δύο βιβλία

Kenneth Koch, Making Your Own Days: The Pleasures of Reading and Writing Poetry.
Scribner, 1998.
Kenneth Koch, StraitsPoems.
Alfred A Knopf, 1998.
Ποίηση 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998.

Φαίνεται τελικά πως είναι και δυνατό και ευχάριστο να εξηγήσει κανείς πώς γράφεται ένα ποίημα ή πώς μπορούμε να μάθουμε να το απολαμβάνουμε καλύτερα. Ήδη από τη γέννηση της ποίησης έχουμε στοχαστεί τους όρους της ποιητικής γραφής και κάθε τόσο προσπαθούμε να τους διατυπώσουμε. Περίφημα παραδείγματα για το περιεχόμενο ή την ουσία της ποιητικής τέχνης έχουμε πλήθος. Πολλά είναι επίσης σήμερα τα πανεπιστήμια που προσφέρουν μαθήματα για το πώς γράφεται και διαβάζεται η λογοτεχνία. Ωστόσο δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να γράφουν καλή ποίηση και συγχρόνως έχουν την ικανότητα να μιλούν γι’ αυτή και να την εξηγούν με τρόπο παιδαγωγικό.

Ο εβδομηντατριάχρονος Κέννεθ Κόκ (Kenneth Koch) είναι ένας τέτοιος ποιητής και δάσκαλος. Εδώ και πολλά χρόνια είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Κολάμπια και από τους πιο διακεκριμένους αμερικανούς ποιητές. Μαζί με τους Τζον Άσμπερυ (John Ashbery), Φράνκ Οχάρα (Frank O’Hara) και Τζέημς Σκάυλερ (JamesSchuyler) ανήκει στην περιβόητη Σχολή της Νέας Υόρκης. Τη Σχολή αυτή, αν υποθέσουμε ότι έχει υπάρξει, τη χαρακτηρίζει κατά τον Κοκ μία ιδιόμορφη κριτική της παραδοσιακής ποίησης. Ιδιόμορφη λόγω χώρου ή χρονικών συγκυριών στις οποίες οι ποιητές που αναφέραμε ενέπνεαν ή έγραφαν ο ένας για τους άλλους.

Όταν ένας πρωτοποριακός ποιητής γίνεται δάσκαλος ποίησης ο κίνδυνος να ξεχάσει το παρελθόν του και ν’ αρχίσει να καλλιεργεί κοινοτοπίες είναι πολύ μικρός. Ο Κέννεθ Κοκ έχει τροχίσει τις ερμηνευτικές του ικανότητες με τη συνεχή ανάγκη να εξηγεί ότι και η δική του καινοφανής ποίηση και των φίλων του καθόλου δεν είναι ακατανόητες ή ότι στο ακατανόητο υπάρχει κάτι το κατανοητό που είναι τόσο ποιητικό και μεγαλειώδες, ώστε το ακατανόητο καταλαμβάνει ένα ασήμαντο μόνο μέρος του ποιητικού επιτεύγματος. Τα κείμενα του Κοκ για τον Άσμπερυ, για παράδειγμα, είναι από τα πιο άνετα και πιο προσηνή και συγχρόνως από τα πιο περιεκτικά που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν τον τόσο δύσκολο για πολλούς ποιητή.

Ο Κοκ άρχισε ν’ αναπτύσσει την απλή, αλλά άμεσα αποτελεσματική, παιδαγωγική του μέθοδο κατά το τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν έγινε δάσκαλος ποίησης σε μια ομάδα παιδιών από 6 έως 12 ετών. Τις παρατηρήσεις του, τη μέθοδό του και τα ποιήματα που έγραψαν τότε οι μικροί μαθητές του τα δημοσίευσε ο Κόκ το 1970 στο βιβλίο WishesLies and Dreams. Το βιβλίο αυτό είναι πια κλασικό, όπως το RoseWhere Did You Get That Red? του 1973, στο οποίο ο Κοκ μαθαίνει σε παιδιά να διαβάζουν και να κατανοούν μεγάλους ποιητές.

Από τότε ο Κοκ έχει δημοσιεύσει ακόμη δύο παιδαγωγικά βιβλία, έχει δημιουργήσει πολλά εργαστήρια και έχει δώσει μεγάλο αριθμό διαλέξεων με θέμα τη διδασκαλία της ποίησης. Δεν πρέπει να παραλείψουμε και το μακροσκελές ποίημα «Η τέχνη της ποίησης» (στον τόμο Η τέχνη της αγάπης, του 1975), όπου με ιλαροεπικό τρόπο ο Κοκ εκθέτει τις απόψεις του για το ανεπίλυτο ζήτημα της ποίησης.

Παρόμοιες απόψεις παρουσιάζει και στη φετινή του ποιητική συλλογή, όπου στο ποίημα «My Olivetti Speaks» διαβάζουμε: «Τα πουλιά δεν τραγουδούν, εξηγούν. Μόνο οι άνθρωποι τραγουδούν.» Επίσης αμέσως μετά: «Αν το ενενήντα εννιά τοις εκατό των ποιητών όλου του κόσμου έπαυε να γράφει ποίηση, θα εξακολουθούσε να υπάρχει το ίδιο ποσό ποίησης.» Η ειρωνεία, δίχως αμφιβολία, είναι τόσο σημαντική για τον Κοκ όσο το τραγικό για τον καλό του φίλο Άσμπερυ. Η παρουσία και μόνο της ποίησης θα έπρεπε να μας κάνει να γελάμε, γράφει ο Κοκ στο ίδιο ποίημα. Στην ποίησή του η ειρωνεία είναι συνυφασμένη με την ευχάριστη έκπληξη, πράγμα που διαβάζουμε και στη νέα του συλλογή, όπως επίσης και το ότι προσπαθεί πάντα           ν’ ανακαλύψει τα πράγματα, τις σχέσεις τους ή την ποίηση την ίδια για πρώτη φορά. Μας δίνει ένα κόσμο σπαρταριστό, αστείο και ευεργετικά παιδιάστικο, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Let’s pour Coca Cola on the Priest»: «Πάμε να ρίξουμε/ κόκα-κόλα/ στον παπά/ τώρα που κοιμάται!»

Η φρεσκάδα και οι αστεϊσμοί συνοδεύουν και τα κείμενα του Κόκ για την ποίηση. Το νέο παιδαγωγικό του βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο εξηγεί τι είναι ποίηση, καθώς και τι σημαίνει να γράφεις και να διαβάζεις ποίηση. Το δεύτερο μέρος είναι μια ανθολογία με ποιήματα από τον Όμηρο ως τον Άσμπερυ, συνοδευμένα από σύντομα σχόλια, όπου ο ποιητής βοηθά τον αναγνώστη ν’ ακολουθήσει διάφορους ερμηνευτικούς δρόμους. Το βιβλίο υποβαθρώνει μια δυνατή, αλλά εντελώς ανεπιτήδευτη, αγάπη για την ποίηση, και μια εξαιρετικά διεισδυτική, αλλά και λυσιμελής, ερμηνευτική δεξιοτεχνία. Απλός στόχος του Κοκ στο βιβλίο αυτό είναι να μιλήσει ξεκάθαρα και να πει κάτι ενδιαφέρον για την ποίηση, πράγμα που πιστεύω ότι κατορθώνει χωρίς δυσκολία. Η δοκιμασμένη άποψή του είναι ότι «στην ποίηση – όπως και στο μπέϊζμπωλ ή στην αρχιτεκτονική για παράδειγμα – πρέπει να ξέρει κανείς κάτι για να μπορέσει να την απολαύσει, και ομοίως πρέπει κανείς να την απολαμβάνει για να θελήσει να την καταλάβει».

Φιλολογικώς πολύπλοκα ποιήματα ή ποιήματα από τα ράφια της πιο αφηρημένης νεωτερικότητας με τη βοήθεια του Κοκ γίνονται προσιτά και απολαυστικά τόσο στον έμπειρο όσο και στον άπειρο αναγνώστη. Το γεγονός ότι ο Κοκ συνέβαλε στη δημιουργία μιας από τις πιο υπονομευτικές ποιητικές δραστηριότητες του καιρού μας εγγυάται ότι ο αναγνώστης δεν θα οδηγηθεί σε ορισμούς και αφορισμούς που πνίγουν τη φαντασία του ή τη συνειρμική του ικανότητα. Αντ’ αυτού ο Κόκ διευρύνει τα ποιήματα συζητώντας τον ρυθμό ή τη μουσική που οι λέξεις δημιουργούν, τα αντικείμενα που κρύβουν οι στίχοι ή το πως οι ίδιοι οι στίχοι αποτελούν συχνά αντικείμενα, πράγμα που συμβαίνει, όπως ωραία το δείχνει ο Κόκ, στο ποίημα του Joseph Ceravolo «Μεθυσμένος χειμώνας».

Ποίηση είναι για τον Κοκ η χώρα άπειρων δυνατοτήτων, όπου ποιητής και αναγνώστης μαθαίνουν να προσφέρουν ευχαρίστηση («pleasure» είναι η καθοριστική λέξη του Κοκ) με τη βοήθεια μιας γλώσσας που διαφέρει από τη γλώσσα της καθημερινότητας ή της επιστήμης. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε ν’ αποδείξουμε τίποτε με τους στίχους twoand two/ Are rather blue. Μας λένε πολλά όμως ως ποίηση και μας δίνουν χαρά, πολύ περισσότερο από το αν είχαμε διαβάσει two and two are rather green. Βέβαια πολλοί δικαίως θα ισχυριστούν ότι η πράσινη εκδοχή είναι τουλάχιστον όσο ποιητική είναι και η μπλε. Η δύναμη όμως των σχολίων του Κοκ βρίσκεται στο ότι δεν αποκλείουν παρά μόνο δείχνουν κάτω από ποιες συνθήκες ένας στίχος δύναται να είναι ποιητικός. Ο Κοκ καταφάσκει κάθε προσέγγιση εφόσον είναι ποιητική, εφόσον δημιουργεί τις προϋποθέσεις με τις οποίες ο στίχος «two and two are rather green» προσφέρει ποιητική απόλαυση. Κάτι δηλαδή που οπουδήποτε και οποτεδήποτε μπορεί να επιτευχθεί. Και οποτεδήποτε επίσης μπορούμε να προσθέσουμε ή ν’ αλλάξουμε κάτι σ’ έναν στίχο και να έχουμε έτσι ένα εντελώς φρέσκο ποίημα. Με τη γλώσσα της ποίησης μπορούμε να πούμε οτιδήποτε, επιμένει ο Κοκ με τον τερψίθυμο τρόπο του. Μπορούμε λοιπόν να πούμε «η ζωή είναι ένα όνειρο», αλλά και «η ζωή είναι δύο όνειρα» κ.ο.κ.

Δώστε στον Κοκ οποιεσδήποτε λέξεις κι αυτός θα σας τις επιστρέψει ποίημα. Τίποτε δεν είναι γι’ αυτόν τόσο πεζό ή τόσο υψηλό ώστε ν’ αποκλείεται από την αντίληψή του για την τέχνη της ποίησης. Στις δικές του συλλογές βρήκαν στέγη τα πιο απίθανα αντικείμενα, πλάσματα και φαινόμενα. Και ποιος αναγνώστης θα μπορούσε να μας πείσει ότι δεν θα ήθελε μια τέτοια στέγη για τις διηνεκείς διακοπές του.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: John Ashbery, Can You Hear, Bird [Ακούς, πουλί]

John Ashbery, Can You Hear, Bird [Ακούς, πουλί]. 
New York: Farrar, Straus, Giroux, 1995.
Ποίηση 7, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1996.

Περιπατητικά πουλιά.

Τι συμβαίνει τελικά με τον Τζον Άσμπερυ και που θα μας βγάλει η φοβερή αυτή ενεργητικότητά του; Σε δύο χρόνια ο ποιητής κλείνει τα εβδομήντα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει εκδώσει τέσσερις πολυσέλιδες συλλογές, οι οποίες όχι μόνον επιβεβαιώνουν την τεράστια δύναμη των ανεξάντλητων λυρικών του αποθεμάτων, αλλά και δείχνουν πως είναι πάντα σε θέση και διάθεση να διευρύνει μορφή και περιεχόμενο και να καλλιεργεί νέες εντάσεις και αποχρώσεις. Το 1991 δημοσιεύτηκε το Flow Chart, ένα ποίημα 250 σελίδων. Το 1992 η συλλογή Hotel Lautreamont, 157 σελίδων, όπου συναντάμε και το ομώνυμο ποίημα-παντούμ, μορφή που ο Άσμπερυ χρησιμοποίησε ήδη στη συλλογή Some Trees, από το 1956, που σήμερα αναφέρεται ως η πρώτη του. Το 1994 κυκλοφόρησε το And the Stars Were Shining, 100 σελίδων, και τον επόμενο χρόνο το Can You Hear, Bird, 175 σελίδων.

Η ποιητική του άνεση είναι και εδώ έκδηλη σε κάθε στίχο, η ιδιαίτερη εκείνη άνεση που ούτε στιγμή δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να χαλαρώσει την προσοχή του. Το παράδοξο αυτό δεν είναι το μοναδικό που περιδιαβάζει ευφόρως στην ποίηση του Άσμπερυ. Η ίδια αποτελεί έκφραση του παράδοξου, της ιδιότητας και δομής των ηθικών και αισθητικών συνεπειών της παραδοξολογίας. Αυτό είναι εξάλλου που αφήνει την ποίησή του ανοιχτή προς κάθε κατεύθυνση, που επιτρέπει στην κατάφαση να βρει τον απεριόριστό της χώρο, όπου είναι τέτοια η επικράτησή της, ώστε ούτε η ίδια γνωρίζει ότι είναι κατάφαση ούτε την ενδιαφέρει να το γνωρίζει ή να καταφάσκει. Είναι η πλήρης, η αγνή κατάφαση, η ακραιφνής διαβεβαίωση που τίποτε δεν βεβαιώνει, τίποτε δεν επιβεβαιώνει, τίποτε δεν καταφάσκει, που απλώς είναι. Στο ποίημα «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» αναφέρεται ως «pure / Affirmation that doesn’taffirm anything».

Αυτό συνεπάγεται έναν τρόπο γραφής που δεν εξαρτάται από τη θεματοποίηση της κατάφασης ή του παράδοξου, όπως δεν εξαρτάται και από τη θεματοποίηση άλλων ιδεών ή φαινομένων. Το ίδιο συμβαίνει με ο,τιδήποτε απαιτεί περιορισμό, προδιαγραφή και επιβεβαίωση, πράγμα που καθιστά αναπότρεπτη τη διάσταση του τραγικού και της ειρωνείας, της αβύσσου και της ασέβειας. Ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό δείγμα ασέβειας στη νέα συλλογή αποτελεί το εικοσασέλιδο ποίημα «Τρίτη βράδυ», όπου η ομοιοκαταληξία των δυσπαράβλητων τετράστιχων φαίνεται ότι είναι σημαντικότερη του περιεχομένου, αρχικά τουλάχιστον, επειδή κατόπιν η ίδια ασέβεια, και όσο προχωρά το ποίημα, προσθέτει στους στίχους όλο και περισσότερες συλλαβές, τους διογκώνει και τους παραμορφώνει ρυθμικά, έτσι που η ομοιοκαταληξία χάνει στο τέλος την αποτελεσματικότητά της, αν όχι τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της. Το κέφι του ποιήματος παρασύρει και έτσι κάνουμε μια απόπειρα να αποδώσουμε στα ελληνικά τις πέντε πρώτες στροφές:

Λεηλάτησαν το κέφι στα μαλλιά του τα δάχτυλά της.
Να φύγουνε στους άλλους είχε αφήσει.
Ένα άστρο υγρό καθόταν στα σκαλιά της.
Στο πάνω πάτωμα θέλησε να χιονίσει.

Όλοι τους στην στάση αυτή δεν πάνε,
είπε ο εισπράκτορας που έμοιαζε χελώνα. 
Αλλά αν θα ’θελες ν’ ακούσεις τα φασόλια να πηδάνε
μπορεί μες στο κεφάλι σου να ρυθμιστεί καλά.

Μπαίνουν κορίτσια απ’ όλες τις μεριές που επευφημούν,
τ’ αγόρια τους με μάτια μεγάλα στρόγγυλα μπαίνουν μαζί,
ταΐστρες για πουλιά ψηλά κρεμούν
κι αυτά το ρίχνουνε αμέσως στο φαί. 

Σίγουρα ήτανε η λαχτάρα τους μεγάλη.
Η τιμωρία δεν έρχεται στη δικιά μας εποχή.
είπε το γέρικο χέλι με το σοφό κεφάλι.
Η έναρξή της είναι κόμη πέρα στην επιγραφή

την μπλε ενός κενού εργοστασίου. Θα καταλάβεις πότε
θ’ αρχίσει να δουλεύει. Ω, διάβολε! Αυτό ακριβώς
φαντάστηκα και γω. Δεν βρίσκεται ένα σκαλιστήρι τότε
να ξεριζώσω τ’ αγριόχορτα αυτά ολοσχερώς;

Ένα από τα πιο γνώριμα και για πολλούς από τα πιο αγαπητά χαρακτηριστικά της ποίησης του Άσμπερυ επανέρχεται συχνά και στο νέο βιβλίο. Πρόκειται για την ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να μιλά σε κάποιον, να μοιράζεται με κάποιον τις πιο κρυφές του σκέψεις και τις πιο απίθανες παρεκκλίσεις των συλλογισμών του. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δίχως τη συνεχή παρουσία του άλλου δεν θα είχε λόγο να γράψει, δεν θα είχε καν λόγο. Η σχέση του με τον άλλο, η οποία όταν διατυπώνεται έτσι εύκολα παραπέμπει στην πρωταρχική θέση που δίνει στον άλλο ο Λεβινάς, εντάσσεται στην ευρύτερη καταφατική δύναμη της ποίησής του, υπογραμμίζοντας ακόμη μια φορά ότι ηθική και αισθητική είναι αδιαχώριστες διαστάσεις της ποίησης αυτής.

Πάντως όσο αναγκαία κι αν είναι για τον Άσμπερυ η παρουσία του άλλου, καθόλου δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε κανείς να τη συστηματοποιήσει. Ήδη στον τίτλο της νέας συλλογής ο ποιητής απευθύνεται σε ένα πουλί. Στο ομώνυμο ποίημα ωστόσο το πουλί δεν αφήνει το κλαράκι του τίτλου. Επιπλέον κανένας άλλος δεν παίρνει τη θέση του. Το «εσύ» απουσιάζει ως το τέλος του ποιήματος, όπου όμως μαθαίνουμε ότι καιροφυλακτεί χάρη στην άρνηση του «εγώ» (η επικείμενη εμφάνιση του διευκολύνεται μάλιστα και από το ότι μετά το «εγώ», που είναι η τελευταία λέξη του ποιήματος, δεν ακολουθεί τελεία): «Στο κάτω-κάτω ποιος μέσα από τα αναφιλητά του αποκάλυψε την αλήθεια / όχι πάντως εγώ» [After all who blubbered the truth / It wasn’ I].

Ένα άλλο πράγμα που μπορεί κανείς να διαπιστώσει εύκολα και στο καινούργιο αυτό βιβλίο είναι το πόσο καλά ο Άσμπερυ εκμεταλλεύεται, ελέγχει και μεταμφιέζει τις έκκεντρες και εκκεντρικές εμφανίσεις του τυχαίου. Διότι ο ποιητής ουδέποτε εγγράφει τυχαία το τυχαίο, ουδέποτε παραδέχεται ότι η ζωή παίζει ζάρια με τον εαυτό της ή με την ποίησή του. Δεν υπάρχει τίποτε στην ποίησή του από την ωμότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς όταν παραδέχεται την αυθαιρεσία της αμετάκλητης μοίρας. Δεν παρέχεται ούτε στιγμή η δυνατότητα σε κάποιον ή σε κάτι να ασκήσει εξουσία. Ίσως μια σύντομη ανάκληση της σκέψης αυτής να τον οδήγησε να τυπώσει τα ποιήματα της νέας συλλογής αλφαβητικά, με βάση τους τίτλους. Λες και δεν ήθελε να θεωρήσουμε την καλλιέργεια του απείρου δεδομένη, λες και για μια στιγμή φοβήθηκε, δηλαδή, ότι ίσως δώσουμε προτεραιότητα στο δεδομένο και όχι στο άπειρο.

Έτσι για μια φορά ακόμη δεν δημιουργείται η παραμικρή αμφιβολία ότι στις ερωτήσεις «τι είναι Άσμπερυ» και «τι θέλει από μας», προστρέχει με συνέπεια η πιο προσωπική, αλλά και πιο συλλογική απάντηση: Αυτό και κείνο και το άλλο, αλλά πάνω απ’ όλα ένα εξαιρετικά απλό και πολύπλοκο, ένα δεσμευτικά άνετο ναι: «Είμαστε όλοι ένας έρωτας. / Αυτό φτάνει». [We are all a falling in love. / Let’s leave it that way.] Έχει κανείς αντίρρηση;

Βασίλης Παπαγεωργίου

Επανεπίσκεψη: John Felstiner, Paul Celan: Poet, Survivor, Jew

John Felstiner, Paul Celan: Poet, Survivor, Jew
New Haven and London: Yale University Press, 1995.
Ποίηση 11, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1998.

Cherry tree, Lasithi, Crete.

Με το αξιοθαύμαστο βιβλίο του ο John Felstiner μας βοηθά να ξαναδιαβάσουμε την ποίηση του Paul Celan με οικειότητα και νηφαλιότητα, οι οποίες κατά τρόπο παράδοξο, θα μπορούσε να πει κανείς, επιτρέπουν ευκρινέστερα, δηλαδή πιο βασανιστικά, στην τραγωδία που υποβαθρώνει τις λέξεις να μας βρει κατάκαρδα. Τούτο ο Felstiner το πετυχαίνει αφ’ ενός με τις πολυειδείς γνώσεις με τις οποίες πλησιάζει τα ποιήματα και τις πηγές / πληγές που τα ενέπνευσαν, αφ’ ετέρου με τη δεξιοτεχνία και την πειστικότητα με τις οποίες ερμηνεύει και μεταφράζει την τόσο απαιτητική ποίηση του Τσέλαν.

Η άνετη χρήση του συνδυασμού αυτού είναι για παράδειγμα, φανερή στον τρόπο με τον οποίο ο Felstinerκαταφεύγει στα καίρια βιογραφικά δεδομένα για να σχολιάσει και να διευρύνει στροφές και στίχους που είτε θεωρούσαμε αινιγματικούς είτε αποδεχόμασταν σε μονοδιάστατη εκδοχή τους. Δεν έχουμε, οπωσδήποτε, να κάνουμε με μια βιογραφία που προσπαθεί να ανιχνεύσει και να εξαντλήσει κάθε πλευρά της ζωής του ποιητή (ένα πρόσφατο παράδειγμα της περίπτωσης αυτής αποτελεί η συναρπαστική βιογραφία του Beckett από τον James Knowlson), αλλά με μια λεπτομερή ανάλυση του ποιητικού επιτεύγματος μέσω του επιλεγμένου με μεγάλη φροντίδα βιογραφικού υλικού. Όσο κι αν το βάρος δίνεται στην ποίηση του Τσέλαν, η αξεπέραστη δύναμή της και η σπάνια ομορφιά της ουδέποτε θα μπορούσαν να επηρεάσουν λυτρωτικά τη βιοτή του ποιητή, να υπερβούν το σκοτάδι των όρων που τις γέννησαν. Όσο υπέροχα κι αν είναι τα γερμανικά του Τσέλαν, η μητρική του γλώσσα, θα παραμένουν πάντα η γλώσσα των εκτελεστών της μητέρας του. Και ο τρόπος με τον οποίο τερμάτισε τη ζωή του δίνει άφευκτα στη ζωή αυτή και τα συστατικά της τον κυρίαρχο ρόλο.

Σίγουρα ο Adorno θα είχε ως ένα πολύ ουσιαστικό σημείο δίκιο αν είχε απλώς ισχυριστεί ότι «το να γράψεις ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι αδύνατο». Ο Τσέλαν δεν θα διαφωνούσε ίσως μαζί του. Θα μπορούσε μάλιστα να προσθέσει ότι ακριβώς μ’ αυτό το «αδύνατο» καταπιάστηκε, αυτό προσπάθησε να συλλάβει και να αποδώσει. Η λέξη, ωστόσο, που ο Αντόρνο χρησιμοποίησε είναι «βάρβαρο». Αυτή προεκβάλλει και προκαλεί, ασχέτως αν ο Αντόρνο συνέχισε τον συλλογισμό του με τρόπο που μας επιτρέπει, αν θέλουμε, να καταλήξουμε στο ότι η αδυνατότητα να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της βαρβαρότητας αυτή, αλλά και το αίτιο που την προκαλεί. Η λέξη αυτή, «βάρβαρο», λύπησε πολύ τον Τσέλαν, καθώς θεωρήθηκε ότι αφορμή για την αρνητική κρίση του Αντόρνο στάθηκε το ποίημα «Φούγκα του Θανάτου». (Ο Felstiner μας πληροφορεί ότι ο Αντόρνο «μάλλον δεν γνώριζε το ποίημα του Τσέλαν», όταν το 1955 εξέφρασε την «επίκρισή» του). Το 1961 ο Αντόρνο επανήλθε στο θέμα και ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμούσε να τροποποιήσει τον αρχικό του αποφατικό ισχυρισμό: «Δεν θα ήθελα να μετριάσω τη δήλωσή μου ότι το να συνεχίζεις να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο».

Μερικά χρόνια αργότερα τελικά, το 1966 συγκεκριμένα, ο Αντόρνο, ο οποίος θεωρούσε τον Τσέλαν «τον μόνο αυθεντικό μεταπολεμικό συγγραφέα που θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Samuel Beckett», «ανακάλεσε» τα δυσμενή λόγια του. Μεταφράζω την ανάκλησή του από τη μετάφραση του Felstiner: «Η διαρκής δυστυχία έχει τόσο δικαίωμα έκφρασης όσο δικαίωμα κραυγής έχουν αυτοί που υπόκεινται σε βασανιστήρια […] ως εκ τούτου ήταν ίσως λάθος ο ισχυρισμός ότι κανένα ποίημα δεν θα μπορούσε να γραφτεί μετά το Άουσβιτς». 

Είναι πια επιβεβαιωμένο, και το βιβλίο του Felstiner δίνει ακόμη μεγαλύτερο κύρος στην επιβεβαίωση αυτή, ότι κανένας άλλος ποιητής εκτός από τον Τσέλαν δεν θα μπορούσε μέσα από την ποίηση να πλησιάσει την καρδιά του τέρατος, τη πηγή του σκότους, τους «δολοφόνους του Άουσβιτς». Επιπλέον η σχέση του Τσέλαν με το ανεξήγητο κακό, η προσπάθειά του να το αποδώσει λυρικά χωρίς να το προδώσει, πράγμα που εδώ σημαίνει χωρίς να προδώσει αυτούς που χάθηκαν, τον εαυτό του τον ίδιο και αυτούς που τον διαβάζουν, είναι αδιαπέραστα συνυφασμένη με την απελπισία που συσσώρευσε μέσα του ο ακατανόητος, ο αβάσταχτος χαμός της μητέρας του. Ο Felstiner επανέρχεται συχνά στα ποιήματα που έχουν ως φανερό ή καλυμμένο θέμα τους τη μητέρα του ποιητή. Οι διαστάσεις που παίρνει η έννοια μητέρα στην ποίηση του Τσέλαν είναι αδύνατο να καταγραφούν πλήρως. Η μητέρα είναι το απτό πάν, η απεραντοσύνη του απείρου, ο λόγος ύπαρξης, αυτό που επιτρέπει την υποδοχή του κόσμου και την γενναιόδωρη στάση προς τον κόσμο, η κατάφαση του κόσμου, η απώθηση της άρνησης, η αγάπη. Η μητρική γλώσσα αδιαχώριστη από τον συμπαγή θάνατο. Θάνατος που δεν αποκρίνεται, που έχει γυρίσει για πάντα την πλάτη, απορροφημένος από την ίδια του την απροσπέλαστη πληρότητα.

Θάνατος όπως τον αντικρίζει ο Τσέλαν ως εβραίος ποιητής. Όχι μόνο «θεματικά», αλλά και «πνευματικά», διευκρινίζει ο ίδιος. Ο Εβραϊσμός ως ανθρωπιά. Κατά τον Levinas ο Ιουδαϊσμός αποτελεί «ουσιαστική ιδιότητα κάθε ανθρώπινου στοιχείου». Ο Blanchot, με λόγια που θυμίζουν τον Λεβινάς, γράφει: «Ήταν ξεκάθαρο ότι οι ναζιστικές διώξεις […] μας έκαναν να αισθανθούμε ότι οι Εβραίοι ήταν αδέλφια μας και ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν κάτι περισσότερο από κουλτούρα, κάτι περισσότερο κι από θρησκεία, επειδή ήταν η βάση της σχέσης μας προς τους άλλους». Το δώρο του Τσέλαν είναι η ποίησή του. Την ευθύνη του προς τον άλλο την έχει επενδύσει στη δύναμη της ποίησης αυτής.

Το βιβλίο του Felstiner δεν περιορίζεται στη μελέτη του Τσέλαν ως ποιητή, ως επιζήσαντος και ως Εβραίου. Μας δίνει και μια εμπεριστατωμένη εικόνα της μεταφραστικής παραγωγής του, η οποία ήταν και πολύπλευρη και σημαντική. Ο Felstiner, ο οποίος προσφέρει ο ίδιος μεταφράσεις στα αγγλικά ποιημάτων του Τσέλαν και με ακρίβεια αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισε, περιγράφει πως ο ποιητής έκανε επιλογές που εξαιτίας των γλωσσικών κινδύνων που κρύβουν απαιτούν μεγάλη αποφασιστικότητα και τόλμη. Ανάμεσα στους συγγραφείς που ο Τσέλαν μετάφρασε συμπεριλαμβάνονται οι Shakespeare, Μάντελσταμ, Cocteau, Apollinaire, Picasso, Simenon, René Char, Desnos, Artaud,Mallarmé, Emily Dickinson. Μετάφρασε από τα γαλλικά, ρουμανικά, ρωσικά, πορτογαλικά, ιταλικά, αγγλικά, εβραϊκά. «Στράφηκα και εδώ με όλη μου την ύπαρξη προς τη γλώσσα», γράφει σε κάποιο γράμμα του σχετικά με τη μεταφραστική του εργασία. «Ως μεταφραστής», παρατηρεί ο Felstiner, «[ο Τσέλαν] εκλέπτυνε και επαναπροσδιόρισε τις δυνατότητες μιας λυρικής φωνής στη γερμανική γλώσσα».

Ο Felstiner, ο οποίος χειρίζεται με ευτυχή ευελιξία και τη λογοτεχνική και τη φιλολογική γλώσσα, πείθει από την πρώτη στιγμή για την αναγκαιότητα της μετάφρασης της ποίησης του Τσέλαν. Δείχνει επίσης ότι η φιλολογία μπορεί ναι είναι διεισδυτική και συγχρόνως διακριτική. Ο Τσέλαν δεν ήθελε να θεωρείται «ερμητικός» ποιητής «επειδή», γράφει ο Felstiner, «αν η ποίησή του αντιμετωπιζόταν ως μαγικά αποκλεισμένη από την κατανόηση, αυτό θα απάλλασσε τους αναγνώστες της από ευθύνη». Την ευθύνη αυτή τη δείχνει ο Felstiner, όταν δίχως να απλοποιεί τον Τσέλαν κάνει προσιτή τη λεπτότατη και απόμακρη αισθητική του ποιητή, και μας βοηθά στην αναγωγή του προσωπικού συγκλονισμού σε οικουμενικό ρίγος.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Mania Meziti

To Lasithi

[analys]

fadern psykotisk mor ett gränsfall
hon fascinerades av de bekanta omständigheterna
hon skulle överleva i det familjära men
det fanns inte mycket kvar att uppleva på nytt
dessutom
var hon inte skyldig livet att kopiera det
så hon gifte sig med någon som inte tycktes vara någon

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Dora Kaskali

ancient oak Crete

Vykort

Gatorna luktar ammoniak, oro.
Solen, storslagen, går upp
på pannan, blixt-smäll.
Vitmenade gapskratt
fiskar förfärliga kunder.
I antennerna vävs
det idealiska fosterlandet.

Märkt kortspel.

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Giorgos Alisanoglou

Garden in Heraklion

Sommar. Juni. Även fyrtioårsåldern börjar se ut som barndom, så länge du kan ”poetisera” denna minnesresa.

När allt kommer omkring kan du uppfatta denna mogna ålder när den uppenbarar sig som barndomen, när du lyckas mytologisera den, assimilera den och se den på avstånd.

Som ett vitt ljussken.
Som julimånaden.
Som denna sommars lust.

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Elsa Korneti

Normala människa
säg mig
hur kan du leva
utan tuppkam
utan färggrann svans 
utan en blå glans
på vingarna?

Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά [Normala människor med tuppkam och en färggrann svans], 2014. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Vesa Lahti

Jyväskylä

Τα κλαδιά της μηλιάς
έφθασαν για πρώτη φορά
στο παράθυρο του γραφείου μου.

Ενώ απλώνονταν και πλησίαζαν όλο και περισσότερο
με τα χρόνια, και το πρωί φιλτραριζόταν
στο φύλλωμά τους

τα πάντα φαίνονταν φωτεινότερα
κι εκείνος έπιανε την πένα του.

Τα βράδια όμως,
όταν οι σκιές τρύπωναν
μέσα από τα κύτταρα των φύλλων,
τον κατέκλυζε η θλίψη
και θυμόταν την προηγούμενη ζωή του,

τη μοναδική,
για την οποία δεν ήθελε να μιλά.

*

Äppelträdets grenar
nådde fönstret i arbetsrummet
för första gången.

Medan de sträckte sig allt närmare
genom åren, och morgonen filtrerades
igenom kronan

såg allt ljusare ut
och han tog tag i pennan.

Men på kvällarna,
när skuggorna smög in
genom bladens celler,
överväldigades han av sorg
och drog sig till minnes sitt tidigare liv,

det enda,
vilket han inte ville prata om.

Laulaisit minulle mustakärki, forthcoming. Translated by Vasilis Papageorgiou from the english versions done by the poet.

A certain part of a garden

Garden St H. Norwich.jpg

This act of kindness, what is it really in itself if not a certain part of a garden, earthly at times or astral, showing itself, showing its heart, its pounding. And there is something behind it too or hovering over it, it slows it down, clouds it. It touches me but I don’t return the touch, I am painfully afraid. I just observe it, try to be discreet to it I say to myself. I am simply lacking. I am failing towards it right now as I’ve done before. Falling. And the heart is catching me, is putting me down on the uneven pavement before driving smoothly away in its car. There will always be a smoothness in unevenness and never an unevenness in smoothness. 

Vasilis Papageorgiou

Kiki Dimoula 1931-2020

Fix in art Thessaloniki

Brittiska museet
(Elgins marmor)

I museets kalla rum
tittar jag på den stulna, vackra,
ensamma karyatiden.
Hon har sin mörka, mjuka blick
envist riktad
mot Dionysos kraftiga kropp
(bildhuggen i vällustig position)
som står bara två steg bort.
Hans egen blick är kastad
på flickans starka midja.
Jag misstänker att en mångårig romans
har förenat dessa två.
och så på kvällen, när salen är tom
på sina många, bullriga besökare,
föreställer jag mig Dionysos
resa sig försiktigt från sin plats
för att inte väcka några misstankar
hos de närliggande skulpturerna och statyerna,
och smyga sig livfullt fram
för att med vin och smekningar
övervinna karyatidens blyghet.

Men det är möjligt att jag misstagit mig.
Kanske ett annat förhållande, starkare
och mer smärtsamt binder dem samman:
På vinterkvällar
och på utsökta augustinätter
ser jag dem
när de stiger ner från sina höga piedestaler,
tar av sig dagens formella min
och med längtansfulla stönanden och tårar
passionerat drar sig till minnes
Parthenon och Erechtheion som de saknat.

(London, 1954)

Översättning Vasilis Papageorgiou*.

Beckett/Pinter

Avtryck av människa

Samuel Beckett
Mirlitonnades (grötrim)

varifrån
kommer rösten som säger
lev
från ett annat liv

en natt kom
hans skugga fram till honom igen
töjde sig bleknade
upplöste sig

ord som överlevt
ur livet
håll honom sällskap
en stund till

svarta syster
i helvetet
avgörande
tanklöst
vad väntar du på

Harold Pinter
De försvunna

Ljusets älskare, skallarna,
den brända huden, nattens
vita sken,
hettan när människorna dör.

Knäsenan och hjärtat
slitna isär i ett melodiskt rum,
där ljusets barn vet
att deras kungadöme har kommit.

Översättning: Vasilis Papageorgiou. Översättningarna återfinns i programmet till föreställningen Avtryck av människa.

 

Katerina Angelaki-Rooke, 1939-2020

FIX art Thessaloniki

Detta har också andra dikter visat mig

Jag har aldrig förstått våren
– också andra dikter har visat mig det–
därav alla dessa missförstånd om kroppen, förhoppningarna, självinsikten i tiden.
Aldrig har jag lyckats att finna balansen
mellan det årliga miraklet
och den eviga tystnaden;
mellan sanningen hos blomman som ständigt förnyar sig och den enda döden.
Jag har i dag åter studerat nygrönskan
och hur den kalla vinden,
tar ett steg tillbaka, förvånad
över naturens hjärtlighet.
Ljuset visar självbelåtenhet bland halvdolda toppar
och jag har återigen hamnat
utanför ämnet.
Ämnet är ett:
den personliga kroppen
och dess opersonliga undergång.

Ωραία έρημος ωραία η σάρκα (En vacker öken är kroppen), 1996. Översättning Michael Economou och Vasilis Papageorgiou.

Valia Tsaita-Tsilimeni

Aretsou Olympos

Ön

Ön liknade en kvinnokropp
Endast händerna var manliga
och sådde oliverna på slätten hafsigt
Träd som kom upp och sipprade
bittra begär

Övergivandet

Träbordet
började skjuta skott
På kvällen
samlade vi dess lemmar
och planterade det
i trädgården

Hon

Jag kommer att sakna hennes steg
outtröttliga, djupt in i natten.
Den enda så levande, den enda ständigt på språng,
som synkroniserade sin tillvaro
med klockans visare,
som synkroniserade våra tankar
med godtyckligheten

Vilt gräs, 2017. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Θυμίζοντάς μας τον Θανάση Βαλτινό.

Valtinos 87

Η πατίνα μέσα από την οποία ο Ζέμπαλντ παρατηρεί καλύπτει χωρίς να αγγίζει τους τόπους στους οποίους περιπλανιέται, είναι (με τη σκέψη στον Μπένγιαμιν και πάλι) σαν ένα εύπλαστο μπαλκόνι, ένα είδος δακτύλιου του Κρόνου που του δίνει τη δυνατότητα να αιωρείται πάνω από τον κόσμο χωρίς να ανήκει σε αυτόν και χωρίς να τον ιδιοποιείται. Στην πατίνα αυτή ο πλάνης Ζέμπαλντ δίνει ένα φαινομενικά απλανές βάθος με τη βοήθεια της εκ προτέρου ή εξ υστέρου στόχασης και έρευνας σε αρχεία, και της μελέτης ιστορικών και θεωρητικών πηγών, ώστε η τόσο προσωπική αρχικά αφήγησή του να αποκτήσει την επική της διάσταση, τον χαρακτήρα του ντοκουμέντου. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να βγάλει συμπεράσματα ή να διδάξει μέσω της ιστορίας, όπως κάνει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά, θυμίζοντάς μας τον Θανάση Βαλτινό, αναπαριστάνει μια εκδοχή της πραγματικότητας. Σαν τον Καβάφη όμως τώρα, και σε αντίθεση με τον Βαλτινό που καταγράφει με δοκιμιακή, αντικειμενική παρατηρητικότητα, εμποτίζει τα λόγια του με μελαγχολία (που ωστόσο είναι ηττοπαθής συχνά και αποθαρρυμένη στον Καβάφη, ενώ είναι ατάραχα λυτρωτική στον Ζέμπαλντ).

Βασίλης Παπαγεωργίου, Αϋπνία, Σαιξπηρικόν, 2017.

Leaves and threads

cycklamen

Thick leaves and thin threads,
their colours.
The contrasts they make.
Leaves and threads by the open window,
loose through the sky, the body.
Made of cotton, silk,
of water, air,
of gestures, presence,
of greetings and propositions,
of an endless receiving,
of purposeful silences
that wave at us,
that invite us to choose.
We chose,
and breathe on.

Vasilis Papageorgiou

Moira Egan

York from above

Baume du doge

till Mark Strand

I Venedig garneras aperitivo
med så ljuvliga apelsinbitar
att en av oss skämtade: Drinkar och vitaminer!
Men i själva verket minns jag våra samtal,
i lika stor utsträckning allvar och spel.
Långsamma promenader och cigaretter längs Grand Canal,
prat om kanel, kardemumma, Kryddhandeln;
var och en av oss försökte namnge den exakta nyansen
som himlen får när dagen avtar.
Saffran.

Han sa: All poesi är formell,
den existerar inom gränser, på trånga platser
som språket eller traditionen tvingar på den. Kvällens ankomst
meddelades av San Marcos själaringning,
de mörka vindstötarna av myrra och rökelse.
I en stad som denna, grundad på sådan elegans,
där sidentygerna och sammetarna följer fester med bensoe
och vetiver, luras natthjärnan
så sött att tro på beständighet.

Synæsthesium, 2017. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Tasoula Tsilimeni

Tree in Vaxjo

Eftermiddagens stumhet

När solen speglar sig
i husens nakna fönster
– klockan visar ungefär fyrtio minuter i sju –
en lördag eftermiddag eller en söndag,
sprider sig en sorg i mig.

I de långa skuggorna och i återspeglingarna
söker jag det som aldrig kom.
Jag säger godnatt till det ofödda
och det som gått vilse i sökandet av sig självt.
Orden främst,
på kraftledningarna,
drakar i fastetiden.

Jag vet inte, jag har aldrig frågat
om de gör sig klara för att utvandra eller om de just har kommit
och söker frivilliga till ett experiment
för veckosluten som begår självmord
och vi hittar deras kroppar flytande
i solnedgångens röda och lila färger.

Om de bara kunde, eller hur, ta sorgen med sig…
den som alltid anländer i tid,
sedan den första gången jag minns att jag sa ordet ”godnatt”.

Sorg. Fyra bokstäver bara!
En som försöker demolera
tungans smidighet,
en som skapar turbulens i munnen,
en tredje som är en främling för läpparna
och en vokal som hänvisar till den himmelska kupolen. Gränslös.
Men är den inte avgränsande, frågar du mig.

Och jag som aldrig var bra i grammatik svarar dig,
nej, den står för en sjö av Sorg. Och det är därför som
en sorg sprider sig i mig, när solen speglar sig i husens nakna fönster
– klockan visar ungefär fyrtio minuter i sju –
en lördag eftermiddag eller en söndag.

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Wallace Stevens

Aridaia mountains

Ο αέρας αλλάζει

Έτσι αλλάζει ο αέρας:
Σαν σκέψεις γερασμένου ανθρώπου,
που ακόμη σκέφτεται ανυπόμονα
και απεγνωσμένα.
Ο αέρας αλλάζει κάπως έτσι:
Σαν άνθρωπος χωρίς αυταπάτες,
που ακόμη αισθάνεται παράλογα πράγματα μέσα του.
Ο αέρας αλλάζει κάπως έτσι:
Σαν άνθρωποι που πλησιάζουν περήφανα,
σαν άνθρωποι που πλησιάζουν θυμωμένα.
Έτσι αλλάζει ο αέρας:
Σαν άνθρωπος, βαρύς και βαρύς,
που δεν νοιάζεται.

Harmonium, 1917. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Irini Boboli

Marina Aretsou

Hur ska jag definiera dig, dikt

Hur ska jag definiera dig, dikt?
Början eller slutet av skyfallet?
Det osägbaras resultat i alla fall.

Hur ska jag definiera dig, dikt?
Definitionen usurperar
dina väsentliga celler.
Det får det osägbara att likna en vana.

29-06-08

Usurpering

Du är inte här ikväll heller.
Och jag gjorde
en strikt personlig
affär av poesin.
Inte ett enda mynt för metaforerna
kastade jag
i versernas evighet.

Men när har du,
mina tankars kejsare,
min hjärnas stamgäst,
medfaren och svettig,
lagt dig i min jordiska famn?

Endast med ord
vidrörde jag
dina mörka lemmar.
Min åtrå knyter sig
i ljudlösa och hermetiska
verb och stavelser.
Din frånvaro, en strikt
personlig affär, kröntes till
usurpering.

30-8-08

Det tredje halvklotet, 2010. Översättning Vasilis Papageorgiou.

 

A heart of hearts

trees depot

A slightest point, an unfathomable source and an inexplorable surface. Here and here, here again and here. Dense or light, dark or luminous, it doesn’t matter or it only just matters. Just here. Or everywhere. It is a heart pounding and bouncing, or resting and feeling. It pounds and feels incessantly. A heart of hearts. Shared and sharing incessantly, here now under the trees, acacias and planes and mulberries, up there, everywhere. The planes, enjoying space and water, are dropping leaves already, the acacias are observing tellingly and elegantly, the mulberries are of this and of another world entirely, touched by rather than puncturing the air, accumulating life not just living it, or so they let us think.

Vasilis Papageorgiou

Τζον Άσμπερυ / John Ashbery, μεγάλες αυγουστιάτικες μέρες / långa augustidagar

Daring cat

Παράδοξα και οξύμωρα

Το ποίημα αυτό ασχολείται με τη γλώσσα σ’ ένα πολύ απλό επίπεδο.
Κοίτα το που σου μιλά. Κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο
ή κάνεις πως ανησυχείς. Το πιάνεις αλλά δεν το πιάνεις.
Το χάνεις, σε χάνει. Χάνετε ο ένας τον άλλο.

Το ποίημα είναι θλιμμένο επειδή θέλει να γίνει δικό σου και δεν μπορεί.
Και τι είναι απλό επίπεδο; Είναι αυτό και άλλα πράγματα,
να θέσεις ένα σύστημα απ’ αυτά σε κίνηση. Παιγνίδι;
Ναι, γιατί όχι, αλλά με παιγνίδι εννοώ

ένα βαθύτερο εξωτερικό πράγμα, ένα ονειρεμένο πρότυπο ρόλου,
όπως στην κατανομή της χάριτος αυτές τις μεγάλες αυγουστιάτικες μέρες
χωρίς αποδείξεις, χωρίς όρια. Και πριν το καταλάβεις
χάνεται στους ατμούς και τον κτύπο των γραφομηχανών.

Έχει παιχτεί και άλλοτε. Νομίζω ότι υπάρχεις μόνο
για να μου γκρινιάζεις να το κάνω, στο δικό σου επίπεδο, και μετά δεν είσαι κει
ή έχεις αλλάξει συμπεριφορά. Και το ποίημα
μ’ έβαλε απαλά να κάτσω δίπλα σου. Το ποίημα είσαι συ.

Συρμός σκιά, μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1994.

Allatini

Paradoxer och oxymoroner

Denna dikt tar upp språket på ett mycket enkelt plan.
Se hur den talar till dig! Du ser ut genom ett fönster
eller låtsas skruva på dig. Du har den, men du har den inte.
Du missar den, den missar dig. Ni missar varandra.

Dikten är ledsen för den vill bli din och kan inte.
Vad är ett enkelt plan? Det är detta och annat,
att av det sätta ett system i spel. Spel?
Ja, faktiskt, men jag anser spel vara

en djupare yttre företeelse, ett drömt rollmönster
som i fördelningen av nåd dessa långa augustidagar
utan bevis. Utan gränser. Och innan du vet ordet av
går det förlorat i ångan och knattret från skrivmaskinerna.

Det har spelats en gång till. Jag tror att du finns till bara för att
tjata på mig tills jag gör det, på ditt plan, och sedan är du inte där
eller också uppför du dig på ett helt annat sätt. Och dikten
har mjukt satt mig ner bredvid dig. Dikten är du.

Skuggtåg, översättning Tommy Olofsson och Vasilis Papageorgiou, Aegis, 1993.

Μπλουμιστή 16 Ιουνίου

Μέρα Μπλουμιστή 

Τέτοια μέρα Μπλουμιστή ο Τζόυς θα είχε αρέσει
ν’ ακούσει αυτόν εδώ στο Καραμπουρνάκι
που έδωσε εξήντα χιλιάδες ευρώ 
και νοίκιασε καΐκι για να πάνε όλοι τους
να παντρέψουνε την κόρη του στην Κωνσταντινούπολη. 
Όλο το Αιγαίο ένα Δουβλίνο, είπε,
γεμάτο κύματα αγάπης. Κάποιας για κάποιους. 
Όσο χρόνο έστω. Παφλασμοί κοροϊδίας, αφροί διαστροφής. 
Και μετά η επόμενη στιγμή, 
η δίνη που τη δημιουργεί και την ανυψώνει.

Βασίλης Παπαγεωργίου

W. G. Sebald, γεν. 18 Μαΐου 1944

Από ένα μελλοντικό σημείωμα:

Το μαύρο στα κείμενα του Ζέμπαλντ το συναντάμε κυρίως στις καταστροφές που περιγράφει, είτε αυτές είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων πράξεων είτε της φύσης. Το μαύρο ανήκει στο παρελθόν, το οποίο ο συγγραφέας μελετά περιπλανώμενος άσκοπα ή σκόπιμα και πάντα μελαγχολικά σε τοπία πόλεων και υπαίθρου, ανοίγοντάς τα προς την ευφορία του παρόντος. Μέσα από τη μαυρίλα έρχονται στο φως τα μήλα και το βελούδινο δέρμα, καθώς και ο λόγος ο ίδιος για τον οποίο γράφει ακατάπαυστα. Αυτή η πολυεπίπεδη περιπλάνηση στην ιστορία, στην αστική ή υπαίθρια φύση και στους διαφορετικούς τόπους με τους οποίους την αφηγείται δημιουργεί την αδιαχώριστη συνύπαρξη, την ταύτιση της μελαγχολίας με την ευφορία.

Vasilis Papageorgiou 

Lawrence Ferlinghetti 100 ετών

Σκύλος

Ο σκύλος περπατά ελεύθερα στον δρόμο
και βλέπει την πραγματικότητα
και τα πράγματα που βλέπει
είναι μεγαλύτερα απ’ αυτόν
και τα πράγματα που βλέπει
είναι η πραγματικότητά του
Μεθυσμένους σε εισόδους
Φεγγάρια σε δέντρα
Ο σκύλος κατηφορίζει ελεύθερα τον δρόμο
και τα πράγματα που βλέπει
είναι μικρότερα απ’ αυτόν
Ψάρια πάνω σε χαρτί εφημερίδων
Μυρμήγκια σε τρύπες
Κοτόπουλα σε παράθυρα στην κινέζικη συνοικία
τα κεφάλια τους ένα τετράγωνο πιο πέρα
Ο σκύλος περπατά ελεύθερα στον δρόμο
και τα πράγματα που μυρίζει
μυρίζουν κάτι σαν κι αυτόν
Ο σκύλος περπατά ελεύθερα στον δρόμο
προσπερνά νερόλακκους και μωρά
γάτες και πούρα
μπιλιαρδάδικα και αστυνομικούς
Δεν μισεί τους χωροφύλακες
Απλά δεν τους χρειάζεται
και τους προσπερνά
και προσπερνά και τις νεκρές αγελάδες που κρέμονται ολόκληρες
μπροστά στην Κρεαταγορά του Σαν Φρανσίσκο
Θα προτιμούσε να φάει μια τρυφερή αγελάδα
παρά έναν σκληρό αστυνομικό
αν και θα του έκανε οποιοδήποτε από τα δυο
Και περνάει μπροστά από το Εργοστάσιο Ρομέο Ραβιόλι 
και τον Πύργο Κόιτ
και τον γερουσιαστή Ντόιλ
Φοβάται τον Πύργο Κόιτ
αλλά δεν φοβάται τον γερουσιαστή Ντόιλ
αν και αυτά που ακούει είναι πολύ απογοητευτικά
πολύ καταθλιπτικά
πολύ παράλογα
για έναν λυπημένο νεαρό σκύλο σαν αυτόν
για έναν σοβαρό σκύλο σαν αυτόν
Αλλά έχει τον δικό του ελεύθερο κόσμο για να ζήσει
Τους δικούς του ψύλλους να φάει
Δεν θα τον φιμώσουν αυτόν
Ο γερουσιαστής Ντόιλ είναι ένας ακόμη 
πυροσβεστικός κρουνός μόνο 
γι’ αυτόν
Ο σκύλος περπατά ελεύθερα στον δρόμο
και έχει τη δική του σκυλίσια ζωή να ζήσει
και να σκεφτεί
και να στοχαστεί
αγγίζοντας και δοκιμάζοντας και εξετάζοντας τα πάντα
διερευνώντας τα πάντα
χωρίς προνόμια ψευδορκίας
ένας πραγματικός ρεαλιστής
με μια πραγματική ιστορία να πει
και μια πραγματική ουρά στην οποία να την πει
μ’ ένα πραγματικά ζωντανό
γάβγισμα
δημοκρατικό σκυλί
που έχει πραγματική
ελεύθερη δημιουργικότητα
με κάτι να πει
για την οντολογία
κάτι να πει
για την πραγματικότητα
και πώς να τη βλέπει
και πώς να την ακούει
με το κεφάλι του να γέρνει στο πλάι
σε γωνιές των δρόμων
λες και μόλις θα
φωτογραφηθεί
για τη Δισκογραφική Εταιρεία Βίκτωρ, ο Νικητής, 
ακούγοντας
His Master’s Voice, τη Φωνή του Κυρίου του,
και κοιτάζοντας
σαν ζωντανό ερωτηματικό
μέσα στο 
μεγάλο γραμμόφωνο
της αινιγματικής ύπαρξης
με το εκπληκτικό του κοίλο κέρας
που φαίνεται πάντα
έτοιμο να εκτοξεύσει
μια Νικηφόρα απάντηση
σε όλα

A Coney Island of the Mind: Poems, 1958Μετάφραση και φωτογραφία Βασίλης Παπαγεωργίου.

I’ll see you again

Spring again

I’ll see you again in a pine forest by the sea, in a world that is not just an other, but a cosmos, an infinity of here now, before any other, any otherness, in an arrangement before any before, before any subjectile. Will I recognize you there in the middle of the path under the needles? Excuse me for this silly question. I miss you so much.

Vasilis Papageorgiou

Giorgos Alisanoglou

 

Cat resiting in Thessaloniki

Jul på min bakgård

Ett träd som ser mot ingenting
på bakgårdens mitt – en känsla
som dröjer kvar runt kattögonglober
det är en grön rund horisont
en bräcklig girland – den spinner
längst upp på triangeln, ända upp till den slocknade stjärnan
när blicken genom mina händer tränger sig in i en ny tid
det är en hemlös vars skugga kurar ihop sig intill stammen
en jordpaus bakar lugna kakor
som taktegelkatter – som en vanlig dags sötma

men snart börjar allt igen på en gång,
som en stund som bryts i tusen bitar.

Ur den ofärdiga lyriska sviten ”Bikupor”
Översättning Vasilis Papageorgiou

 

 

 

Rudyard Kipling

Thessaloniki for Kipling

Σαλονικιός τάφος

Έχω παρατηρήσει χίλιες μέρες
να ξεμυτίζουν και να σέρνονται προς τη νύχτα
αργά σαν χελώνες.
Τώρα τις ακολουθώ και γω.
Είναι ο πυρετός και όχι οι μάχες –
ο χρόνος και όχι ο πόλεμος – που σκοτώνουν.

Epitaphs of the War, 1914-18Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Magnolia in a big clay pot

early evening at new Trummen

I want to talk about the small magnolia in the big clay pot, but as I am looking at its deep green, large, thick leaves I mention instead all the vicious lies, political and social, the atrocious murders across borders, the wars, the refuges, the fear to live in a cynical world, fear to react in an already fearful climate, in the gap of classes, the schisms of ignorance and unwillingness, the muteness in front of responsibilities, the running away from responsibilities, the fear for the future, the earth reacting, the skies reacting, the technology stalking, exploiting perplexity, fear and paralysis, the languages and bodies and personalities penetrated by programmatism and hacking. All the unforgiving, uninsightful, unempathetic, compassionless, dreading of otherness shouting and whispering, the social awkwardness and irresolution. This is my robust catalogue of robust words about people on thin ice, humanity on thin ice. On this leafy balcony just when the affirmation is coming from an everywhere, from a past, present and future. A slender breeze from a slice of blue sea.

Vasilis Papageorgiou

Stig Dagerman

A Artaud

Δεν μπορείς να ξαναφτιάξεις τη γη. Ηρέμισε την παθιασμένη ψυχή σου.
Ένα πράγμα μόνο μπορείς να κάνεις, έναν άλλο άνθρωπο να βοηθήσεις.
Αυτό όμως είναι ήδη τόσο πολύ που ακόμη και τ’ άστρα γελούν.
Ένας πεινασμένος άνθρωπος λιγότερος σημαίνει ένας συνάνθρωπος περισσότερος.

Dagsedlar, 1954 (η λέξη σημαίνει χαστούκι, ενώ αρχικά σήμαινε ημερήσιο δελτίο εργασίας. Για τον Στιγκ Ντάγκερμαν επρόκειτο για καθημερινά ομοιoκατάληκτα μικρά ποιήματα στην εφημερίδα Arbetaren (Ο εργάτης), στα οποία με ειρωνική ή σατιρική διάθεση σχολίαζε μεταξύ άλλων την επικαιρότητα.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου. Stig Dagerman, 1923-1954. Στον τάφο του αναγράφεται:

Ο θάνατος είναι ένα μικρό ταξίδι
από το κλαδί στη στέρεα γη.

Dora Kaskali

Sunbathing in York.jpeg

Naturlig anpassning

Utan självaktning och märkbart föga värdig
ska jag avkläda mig kroppen direkt.

Njutningen ska jag lägga in i en lufttät glasburk
innan jag placerar den högst upp på hyllan.

Och jag ska ta på mig logikens dräkt som
framgångsrikt matchar era kontors väggar.

Κάπου ν’ ακουμπήσεις [Någonstans att luta sig mot], 2018. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Charles Baudelaire

In my dreams.jpeg

Τα παράθυρα

Όταν απ’ έξω κοιτάμε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο δεν βλέπουμε ποτέ τόσα όσα όταν κοιτάμε ένα κλειστό παράθυρο. Δεν υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο μυστήριο, πιο γόνιμο, πιο ζοφερό, πιο εκθαμβωτικό από ένα παράθυρο φωτισμένο από ένα κερί. Αυτό που μπορούμε να δούμε στον ήλιο είναι πάντα λιγότερο ενδιαφέρον απ’ αυτό που συμβαίνει πίσω από ένα τζάμι. Μέσα σ’ αυτή τη μαύρη ή φωτεινή τρύπα ζει η ζωή, ονειρεύεται η ζωή, υποφέρει η ζωή.

Πέρα από τα κύματα των στεγών διακρίνω μια ώριμη γυναίκα, ρυτιδωμένη ήδη, φτωχιά, σκυμμένη πάντα πάνω σε κάτι, και η οποία δεν βγαίνει ποτέ έξω. Με το πρόσωπό της, με το φόρεμά της, με τις κινήσεις της, με σχεδόν τίποτε, ξανάφτιαξα την ιστορία αυτής της γυναίκας ή μάλλον τον μύθο της, και κάπου κάπου τον αφηγούμαι κλαίγοντας στον εαυτό μου.

Αν ήταν ένας φτωχός γέρος θα ξανάφτιαχνα με την ίδια ευκολία τον δικό του.

Και κατακλίνομαι υπερήφανος που έχω ζήσει και υποφέρει μέσα σε άλλους παρά μέσα μου.

Ίσως μου πείτε: «Είσαι σίγουρος πως ο μύθος αυτός είναι αληθινός;» Τι σημασία έχει ποια μπορεί είναι η πραγματικότητα έξω από μένα, αν μ’ έχει βοηθήσει να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω και τι είμαι;

Petits poèmes en prose, 1869. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Vesa Lahti

Attica Thess. Aug. 18

Τρία ποιήματα

Ξέρω ότι ήμουν εδώ και πριν.
Ήταν φθινόπωρο τότε.
Τα βαριά σύννεφα είχαν κολλήσει
πάνω από την ύπαιθρο για εβδομάδες.
Σήμερα κάποιος έκανε λόγο για βροχή,
αλλά δεν ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό.
Μου έφτανε να μπορώ
να ισιώνω τα ξερά βρύα
και να γέρνω το κεφάλι μου
πάνω στο μυρτιλομάγουλό σου.

*

Φοράμε μπότες
και στα ίχνη τους
μπορούμε να βυθίσουμε ωκεανούς
να καταστρέψουμε αυτοκρατορίες
να αποικίσουμε κοραλλιογενείς υφάλους.
Στους καθρέφτες τους
ο μυστικιστής παίζει επιτραπέζια παιχνίδια
με τον Μπέργκμαν.

*

Άστρα,
φυσά τη νύχτα.
Η άνοιξη πακετάρεται.
Το τραγούδι της κίχλης τρυπά
σαν λεπτά νύχια το δέρμα.

Valo murtautuu kynnen alta, 2017. Μετάφραση από τα σουηδικά Βασίλης Παπαγεωργίου.

John Ashbery

Ashbery Thessaloniki 1997

Κλιματική διόρθωση

Τι κι αν έγινε προσπάθεια να διευρυνθεί
το χάσμα. Στριφογύριζε στο τοπίο.
Δεν είναι για μας να στριφογυρίζουμε στη διαφορά.

Αφήσαμε το δωμάτιο
σε άλλα χέρια, για να βγούμε σαν μερινό φάντασμα.
Τι σου έλεγα;

Περίπατοι στις καλαμιές. Φέρσου
του προσβλητικά.
Χρειάζεσαι ένα πιο ελαφρύ ποτό τώρα.

Με άλλα λόγια, επίμενε, αλλά μάλλον
σαν πυκνή σκιά που σκόρπισε.
Όχι ακριβώς απεχθής, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Το τελευταίο ποίημα του Άσμπερυ, γραμμένο στο χέρι λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του στις 3 Σεπτεμβρίου 2017. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου. Φωτογραφία ΒΠ: Ο Άσμπερυ στη Θεσσαλονίκη το 1997.

Enjoy a meeting

Theory street

Is it not great in so many ways, bringing two particular worlds together, loving them both with a particular kind of love, bringing two different loves together, which means so many more, opening straightaway another particular world, which of course is many, are many, as we all immediately see and almost are about to say. And this is our freedom of choice, all ours, to choose our point for the moment, this very instant that I am looking at you extend your hand, enjoy a meeting, this prevailing instant that one specific love intensifies, that lives its own life before we let another instant arrive, before other instants overwhelm us at the spot where all this presents itself, on a kind of strange street of tenderness, where we can surely theorize if we wish to, where the warmth of the choice reveals its heart again.

Vasilis Papageorgiou

Χένρικ Ίψεν, Χέντα Γκάμπλερ

Sleeping in Thessaloniki

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός Χένρικ Ίψεν έγραψε το τετράπρακτο έργο του Χέντα Γκάμπλερ στο Μόναχο το 1890. Το έργο ανέβηκε εκεί, παρουσία του συγγραφέα, τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1890 στην Κο- πεγχάγη και την Χριστιανία (Όσλο) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός εξαιρετικά σημαντικός την εποχή εκείνη, όπως και τη δική μας. Η μετάφραση αυτή έγινε έπειτα από πρόταση του θεάτρου Ακτίς Αελίου και βασίζεται, όχι όμως αποκλειστικά, στο κείμενο που περιλαμβάνεται στα Άπαντα του Ίψεν, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το 1898 ως το 1902 στην πρωτεύουσα της Δανίας.

Ήδη από την πρώτη σελίδα με απορρόφησε ο τρόπος με τον οποίο ο Ίψεν χτίζει τον άμεσο,- πειστικό ρεαλισμό του έργου, η άνεση με την οποία αναπαράγει την πραγματικότητα με τις λεπτομέρειές της, τις καθημερινές μικροσυνήθειες και ανησυχίες της, τα παρορμητικά συναι- σθήματα, την ανεπεξέργαστη κακία και τις αυθόρμητες αντιδράσεις της. Στη γλώσσα αυτό γίνεται αντιληπτό από τις μικρές εμβόλιμες λέξεις που σαν διάσπαρτα ημερόχορτα χαλαρώνουν ήεντείνουν τον γραπτό λόγο, τον λειαίνουν και του δίνουν την αβίαστη χροιά του προφορικού. Πρόκειται για λέξεις όπως «λοιπόν», «πάντως», «βέβαια», «καν», «πια» ή «μα» που συχνά δεν έχουν άμεση αντιστοιχία στα Ελληνικά. Αυτό ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα. Να διατηρήσω και να μεταφέρω στα Ελληνικά τη φυσική ροή της ιψενικής στιχομυθίας, χωρίς να θυσιάσω καμιά από τις μικρές αυτές λέξεις. Η σπουδαιότητα του ρεαλισμού της γλώσσας αυτής και της πραγματικότητας που αυτή δημιουργεί γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι η πρώτη πράξη του έργου είναι σχεδόν διπλάσια από την τέταρτη. Πρώτα δημιουργείται ο κόσμος του δράματος, τα ευρύτερα όρια της πλοκής, τα οποία στη συνέχεια θα δεχθούν την εξέλιξη, την δραματικότητα και τις καταλήξεις των γεγονότων και των συγκρούσεών τους.

Και μέσα στη φυσικότητα της καθημερινής ζωής που ο Ίψεν αναπτύσσει αργά και ανεπαίσθητα, οι επιθυμίες, τα λόγια και οι πράξεις της Χέντας Γκάμπλερ, το ηθικό τους υπόβαθρο και οι σκοτεινές πηγές τους γίνονται ακόμη πιο απροσδόκητες, ακατανόητες, σκαιές και ασυγχώρητες. Και ενώ η Νόρα Χέλμερ του Κουκλόσπιτουβρήκε τη δύναμη να διαρρήξει τον πνιγηρό της κλοιό και να αναζητήσει την ανθρώπινη αξία της, και η Τέα Έλβστεντ να κάνει το ίδιο και επιπλέον να προλάβει να εμπνεύσει κάποιον να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή του, η ΧένταΓκά- μπλερ παραμένει δειλή, υπονομεύει τη δική της ύπαρξη και των άλλων γύρω της, επιδιώκει να εξουσιάσει, όπως ή ίδια λέει, μια ανθρώπινη μοίρα, και επειδή δεν τα καταφέρνει εξουσιάζει αμετάκλητα τη δική της.

Τι είναι όμως αυτό που από την αρχή του έργου την ωθεί να λέει και να κάνει πράγματα γεμάτα κακία και φθόνο; Τι είχε στον νου του ο Ίψεν όταν διαμόρφωνε τον χαραχτήρα της; Όπωςμας λέει ο ίδιος, πάντοτε και πριν ακόμη γράψει την πρώτη λέξη έπλαθε στο μυαλό του τη λεπτομερή εικόνα του κεντρικού προσώπου του έργου, εισχωρούσε «ως τα μύχια της ψυχής του», ήταν «βέβαιος για κάθε άποψη της ανθρώπινης φύσης του». Τα υπόλοιπα πρόσωπα και η πλοκή ακολουθούσαν κατόπιν με τρόπο «φυσικό». Στην περίπτωση της Χέντας Γκάμπλερ σημείωσε επίσης ότι ήθελε να φέρει σε αντιπαράθεση «δυο κοινωνικές τάξεις που δεν καταλάβαιναν η μια την άλλη». Και στο χάσμα που δημιουργεί αυτή η ακατανοησία, το οποίο βέβαια δεν είναι καθόλου άσχετο με το χάσμα που δημιουργεί το ανδροκρατούμενο κοινωνικό πλαίσιο του έργου, οι περισσότεροι χαρακτήρες του δείχνουν και την κακόβουλη πλευρά του εαυτού τους. Υπερέχει όμως η καλοσχεδιασμένα ασυλλόγιστη εθελοκακία της Χέντας Γκάμπλερ (που έχει επιπτώσεις πέρα από τον στενό της κύκλο, όταν καίγοντας το χειρόγραφο στερεί τον κόσμο από κάτι σημαντικό) και το αίνιγμα της εθελοκακίας αυτής, την οποία τόσο εσκεμμένα ο Ίψεν τοποθέτησε στην καρδιά του έργου, δίχως να δίνει στην Χέντα Γκάμπλερ τη δυνατότητα νατην στοχαστεί, δίχως έναν μικρό έστω μονόλογο ενδοσκόπησης, όπου θα μπορούσε να αναλογιστεί την ομολογημένη από την ίδια δειλία της ή την ευθύνη της για το παιδί που κυοφορεί. Έτσι η Χέντα Γκάμπλερ με τις πράξεις της προβληματίζει ή τρομάζει διαφορετικά πάντα, μας βάζει να σκεφτόμαστε νέες ηθικές διαστάσεις και τις συνέπειές τους σε όλους μας κάθε φορά που επιστρέφουμε στον αδιαπέραστο και για τον λόγο αυτόν πιο βίαιο πυρήνα των πράξεών της.

Παρόλα αυτά ο πολύπλοκος, ασυμπόνετος, δειλός, υπεροπτικός και αμαζόνιος χαρακτήρας της, ο οποίος έχει μετατρέψει το εγώ της σε έναν μηχανισμό που ενδιαφέρεται μόνο για την επιρροή του πάνω σε άλλους και για το είδωλό του, μας προσφέρει κάτι παγιωμένο από τον εσωτερικό της κόσμο: το θάρρος της να ομολογήσει τη δειλία της και τις απόψεις της για την ομορφιά και τον θάνατο. Η Χέντα Γκάμπλερ φοβάται την ανατροπή των συμβάσεων και τα επακόλουθα σκάνδαλα, και με τρόπο νευρωτικό αγαπά την ομορφιά και τον ωραίο θάνατο. Και ορίζει τον δικό της όταν η αυτοκαταστροφική της πορεία δεν της επιτρέπει πια να επιλέξει την ομορφιά για τον εαυτό της σε βάρος των άλλων, όταν η συμβατική ανεξαρτησία της απειλείται από την ασχήμια των πράξεών της.

Παραμένει όμως το αίνιγμα στον πυρήνα του χαρακτήρα της Χέντας Γκάμπλερ, το ερώτημα γιατί αυτοπαγιδεύεται μια έξυπνη και δυναμική γυναίκα, όπως βέβαια παραμένει και ο αριστο- τεχνικά ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο ο Ίψεν φροντίζει την τόσο ασυνήθιστη και αντιφατική προσωπικότητά της, τις ανθρώπινες συνθήκες και σχέσεις που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει να ανα- πτυχθούν, τον σιωπηλό ρόλο που παίζει, για όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, η ηθική ανάμεσα στις ατάκες του έργου. Και αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που κάνουν το έργο αυτό του Ίψεν από το πιο πολυπαιγμένα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας.

ΘΈΑΤΡΟ ΕΤΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πρεμιέρα 19-10-2016

Μάνια Μεζίτη, «η μαύρη ανάμεσα»

Summer by Trummen

Τα μικρά ποιήματα της Μάνιας Μεζίτη στη συλλογή η μαύρη ανάμεσα,  η οποία αποφεύγει επιμελώς τα κεφαλαία γράμματα, τράβηξαν αμέσως την προσοχή μου. Αυτό είναι το πρώτο ποίημα που διάβασα με τον τίτλο «[στρείδι]»:

δεν χρειάζεται μαχαίρι
αν το κρατάς
και τραγουδάς
ανοίγει

Μου άρεσε η ευφυία του ποιήματος και στη λυρική κυριολεξία του και στη μεταφορική ή φιλοσοφική του δύναμη. Το ότι επίσης το ποίημα δεν ελέγχεται από στίξη απελευθερώνει ακόμη περισσότερο τη φαντασία μου και τη διάθεσή μου για συνειρμούς και διαλογισμούς. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από το ότι ο τίτλος είναι ανάμεσα σε αγκύλες. Πρόκειται για στρείδι, αλλά βέβαια και για κάτι άλλο, για οτιδήποτε θέλει άνοιγμα ή θέλουμε εμείς να το ανοίξουμε, κάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε δίχως τη χρήση βίας. Αντίθετα μάλιστα. Και ενώ οι αγκύλες περικλείουν τον τίτλο, στην πράξη τον ανοίγουν, τον αμφισβητούν, τον αναβάλλουν και τον αναιρούν, αν θέλουμε.

Η φιλοσοφική διάσταση του κομψού, λιτού και νοηματικά επακριβούς ποιήματος με ώθησε πάραυτα να διαβάσω όλα τα ποιήματα της συλλογής με διάθεση και περιέργεια που εμβάθυναν όλο και περισσότερο την παρατηρητικότητά μου. Όλα τα ποιήματα εμπνέονται και αποδίδουν καίρια μια συχνά αινιγματική και ειρωνική σοφία ζωής, το σεμνό ήθος των εμπειριών, την έγνοια για τα αισθήματα των άλλων, την ουσιαστική ταύτιση μαζί τους. Και συγχρόνως αποδίδονται όλα αυτά ως μέρος μιας ροής, μιας μεγαλύτερης συρροής που μας αφήνει να αφηνόμαστε και να την αφήνουμε, που μας κάνει όλους πιο λυτρωμένους, πιο ώριμους, πιο διαυγείς και οξυδερκείς. Και ακόμη, όποτε το θέλουμε, πιο οξείς και πιο αυτοσαρκαστικούς.

Η ροή αυτή με συμπαρασύρει πιο αβίαστα καθώς όλη η συλλογή αποφεύγει παντελώς τη στίξη και τα κεφαλαία γράμματα, και τοποθετεί όλους τους τίτλους των ποιημάτων εντός αγκυλών. Αποφεύγει επίσης τα έμμεσα ή άμεσα διδάγματα, αφήνοντας μόνο το βάθος της ζωής να αποτυπώνεται στις παρατηρήσεις τους λυρικού υποκειμένου. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι από τις πιο πολύτιμες προσφορές της συλλογής. Στο ποίημα «[family outlet]» μας επιτρέπεται να έρθουμε πολύ κοντά στη δραματική γαλήνη (τα οξύμωρα είναι μέρος του νοητικού κόσμου της συλλογής) μιας οικογενειακής σκηνής:

στο τέλος της μέρας
ήταν δύσκολα στο σπίτι
όταν περνούσε το τρένο
και προσπαθούσε να ισορροπήσει
στις πρόχειρες ράγες
που είχαμε στήσει στο πάτωμα
έκανε φασαρία δαιμονισμένη
εμείς το κοιτάζαμε νωχελικά απ’ τον καναπέ
συνήθως δεν το προλαβαίναμε
μισοκοιμόμασταν εκείνη την ώρα

Συμβαίνουν πράγματα προσωπικά στο ποίημα, τα οποία μας δίνονται με οικειότητα και με λεπτομέρειες ενός μικρού καθημερινού δράματος που το κάνουν όμορφο από μόνα τους. Δημιουργείται μια διαυγής πραγματικότητα που ξυπνά μνήμες και συναισθήματα μέσα μας. Το προσωπικό γίνεται έτσι γενικό, συνολικό, διαχέεται σε συλλογικές μας σχέσεις. Όμως την ίδια στιγμή το ποίημα φανερώνει και τις μετωνυμικές του διαστάσεις, ανοίγεται προς κάτι απειλητικό και δυσοίωνο: Η πολυσημία της λέξεις «outlet» στον τίτλο ή το ενδεχόμενο ενός εκτροχιασμού στη δύσκολη εκείνη στιγμή της μέρας ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο βιωμένο και το προσδένουν για παράδειγμα στη μέριμνα για υπαρξιακές ισορροπίες.

Ποιήματα ευρηματικά, πρωτότυπα. Κυρίως όμως μεστά, ακέραια και περίσκεπτα. Υπέροχα ποιήματα που συνδιαλέγονται με τη ζωή και με τη γλώσσα με αυτογνωσία, ταπεινότητα και στιλπνή λιτότητα:

[κόμπος]

στείλε μου ένα μπαλόνι
κόκκινο σαν πόνο
νομίζω σε αδίκησα
πολλές φορές

η μαύρη ανάμεσα, Εκδόσεις κύμα, 2018.
Βασίλης Παπαγεωργίου

Lars Gustaf Andersson

Με δέχτηκες, μου επέτρεψες ν’ αδειάσω
από τον εαυτό μου· έχασα το όνομά μου τότε,
όλες τις μέρες που έχω γνωρίσει, και με
απελευθέρωσες από τις νύχτες επίσης.

Cat on red car roof

You received me, you let me be emptied
of myself; I lost my name then,
all the days that I have known, and you
also freed me from the nights.

Kvartett, 2018. Translation Vasilis Papageorgiou.

Κλαίρη Μιτσοτάκη: Μας παίρνει ο αέρας

Mitsotaki illuminations b

Μιλώντας με την Κλαίρη Μιτσοτάκη περιμένω πάντα την επόμενη έκπληξη. Οι στιγμές ξεπηδούν σαν ακανόνιστες λάμψεις όχι από κάποιο σκοτάδι, αλλά από το φως της παρουσίας της και μου μιλούν όπως «κάθε πέτρα» του δρόμου έδειχνε να μιλά στον περιπλανώμενο Ντίκενς. Προς ποια μεριά θα στραφώ τώρα. Πού θα βρεθώ τη φορά αυτή. Ποιους στιλπνούς συνειρμούς θα ακολουθήσω. Από ποια μεριά θα δω τον κόσμο και πάλι. Ποια αφάνεια, ποια υποφάνεια, θ’ αναδυθεί στη επιφάνεια.

Βασίλης Παπαγεωργίου, Κλαίρη Μιτσοτάκη: Μας παίρνει ο αέρας. Φωτοδοκίμιο. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν, 2017.

Mitsotaki illuminations a

Margarita Papageorgiou

A tower by the tower

Lettre d’amour

”Lettre d’amour”, Jacques Lacan

Hur dina ord flyter
på min hjärnas hud

Hur dina ord vattnar
min huds drömmar

Hur dina ord väcker
mina tankars blod

Hur dina ord rubbar
mina fingrars tankar

Hur dina ord hetsar
mina begärs fingrar

Hur dina ord rotar i
mina ådrors önskningar

Hur dina ord bekräftar
mina svärmeriers ådror

Våra ord en orgasm
och havet inuti
men skärgården är stor
Från vilken sida simmar jag?

Metaplasmata [Metamorfoser (eller Jordförbättringsmedel eller Metavarelser], 2018. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Τζον Άσμπερυ, κολλάζ και ποιήματα

Ashbery poems and collages

Η ποίηση του Τζον Άσμπερυ εξαρτάται από το πώς ο ποιητής έβλεπε τον κόσμο, από τις οπτικές εντυπώσεις, οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονταν σε λεκτικές διατυπώσεις. Και ακριβώς όπως και στα ποιήματά του, ο εικαστικός καλλιτέχνης Άσμπερυ αποφεύγει τη συνειρμική συνέπεια: Στα κολλάζ του διευρύνεται η μείξη του ξυπνητού με το ονειρικό, του υψηλού με το ταπεινό, του μεγαλειώδους με το τετριμμένο με τρόπο άνετο και δημιουργικό. Ίσως πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των κολλάζ είναι το πώς αυτά με μια γενναιόδωρη και απολαυστική χειρονομία μας επιτρέπουν να λάβουμε μέρος στο ακατάπαυστο βούισμα της ζωής, το οποίο στα ποιήματα ακολουθεί τη ροή του χρόνου, ενώ στα κολλάζ μεταμορφώνεται σε στιγμιότυπα μιας εξίσου ρευστής πραγματικότητας. Ο Άσμπερυ αφηγείται για τις εικόνες και το βουητό στην ποίησή του, όπως και για τις καρτ-ποστάλ που συνέλλεγε, και στη συνομιλία που κατέγραψα μαζί του και η οποία με τον τίτλο «Η ποίηση βγαίνει μέσα από άλλη ποίηση» δημοσιεύτηκε το 1990 στο περιοδικό Εντευκτήριο13 (στην αγγλική της εκδοχή η συνομιλία βρίσκεται εδώ: https://chromatachromata.com/interview-with-john-ashbery/).

Ο Άσμπερυ έκανε τέσσερις εκθέσεις με κολλάζ: το 2008, το 2011, το 2015 και το 2016-2017. Όλες στη θρυλική Tibor de Nagy Gallery στη Νέα Υόρκη, η οποία στη δεκαετία του 1950 είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά πολλούς από τους λεγόμενους ζωγράφους και ποιητές της Σχολής της Νέας Υόρκης. Πολλές εικόνες έχουν την πηγή τους στις καρτ-ποστάλ που ο Άσμπερυ, με ιδιαίτερη αδυναμία στις ασυνήθιστες, συγκέντρωνε με ενθουσιασμό για πολλά χρόνια. Η αγάπη του για τις καρτ-ποστάλ, οι οποίες του ενέπνευσαν τις πιο απρόβλεπτες και ευφυείς συσχετίσεις, επιβεβαιώνεται και από την τεράστια ποσότητα τέτοιων εικονογραφημένων καρτών που είχε γράψει και αποστείλει από τα νεανικά του χρόνια και οι οποίες τώρα είναι μέρος του αρχείου του στη βιβλιοθήκη Houghton του Χάρβαρντ. Έκανε τα πρώτα του κολλάζ κατά το τελευταίο μέρος της δεκαετίας του ’40, όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Επέστρεψε σε αυτά στην αρχή και στα μέσα της δεκαετίας του ’70, καθώς και στα χρόνια πριν από τις τέσσερις εκθέσεις του στη Νέα Υόρκη, τα τελευταία της ζωής του.

Η εικόνα διαδραμάτιζε πάντα έναν κεντρικό ρόλο στη ζωή και στη δημιουργική γραφή του Άσμπερυ. Για πολλά χρόνια ήταν κριτικός τέχνης σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες και σε σημαντικά περιοδικά. Μια επιλογή κειμένων του από την περίοδο εκείνη δημοσιεύεται το 1991 στον τόμο Reported sightings: Art chronicles 1957-1987. Έγραψε επίσης δοκίμια για καταλόγους εκθέσεων και συνεργάστηκε με φίλους του ζωγράφους.

Την πιο προφανή ίσως σύμπραξη εικόνων και λέξεων τη βρίσκουμε στο μακρύ ποίημα «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο», το οποίο μας δίνει μια απίθανη θεώρηση του πίνακα του Francesco Parmigianino με το ίδιο όνομα (την εικόνα αυτή ο Άσμπερυ τη χρησιμοποιεί σε κολλάζ του επίσης), στο Vermont Notebook, όπου ο Άσμπερυ έγραψε τα κείμενα και ο Joe Brainard (ο οποίος ενέπνευσε την Άσμπερυ να δημιουργήσει πολλά από τα κολλάζ του στη δεκαετία του ’70) έκανε τις εικόνες, καθώς και στο μακρύ ποίημα Κορίτσια σε φυγή, το οποίο έχει την αφετηρία του στα εικονογραφημένα μυθιστορήματα του εκκεντρικού Χένρι Ντάργκερ (το ποίημα αυτό καθώς και ένα σημείωμα για τον Ντάργκερ δημοσιεύτηκαν το 2011 στο περιοδικό Νέα Εστία, τ. 1840).

Πριν από μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli/Electa το βιβλίο John Ashbery, They knew what they wanted: Poems and collages. Εδώ συγκεντρώνεται ένας μεγάλος αριθμός κολλάζ, τα οποία συνοδεύονται από ποιήματα του Άσμπερυ (ανάμεσά τους και το «controls», άγνωστο μέχρι πρόσφατα), σε μια θαυμάσια προσπάθεια να φανεί ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής αντιλαμβανόταν τον κόσμο γύρω του και πώς αυτός αποτυπωνόταν μέσα του, πώς η τέχνη και η αισθητική του κολλάζ έπαιζαν έναν σημαντικό ρόλο και στη δημιουργία των ποιημάτων του. Το βιβλίο συνοδεύει και ένα εξαιρετικά διευκρινιστικό κείμενο με αποσπάσματα συνομιλιών ανάμεσα στον Άσμπερυ και τον ποιητή και κριτικό τέχνης John Υau.

Βασίλης Παπαγεωργίου
Μέρος του κειμένου αυτού, σε κάπως διαφορετική μορφή, δημοσιεύτηκε το 2013 στο σουηδικό περιοδικό 10tal 14. Φωτογραφίες του  ΒΠ: α) Το νέο βιβλίο, β) Μέρος από τη δεύτερη έκθεση στη Νέα Υόρκη.

Ashbery's second exhibition

Liana Sakelliou

Old body and the sea

Rosebud

Nattetid mötte jag stranden.
Det lyste torrt vitt,
löv ruttnade
och en tom pumpa med ett tänt ljus i
luktade undantag
Vinterns benlika struktur över landskapet.
Något väntade ensamt
på släden.

Pare me san fotografia [Ta mig som ett fotografi, med fotografier av Elena Sheenan], 2004. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Dog monolog

Morsis Thessaloniki 2018

Morsis
I like the way heat warms up cold bodies. The way it offers itself. It’s not that the warm gets cold but that whatever is cold gets warmer. I just think so. I always did. As far as the world remains a part of the world it’s fine for me. Time gets warm too. Time gets its form in the heat. And it dissolves in it as well. Where is the vision? Who is doing some thinking here? In this city? Who creates heat here? Who emanates it? Who loves the body of the city? Who lets it breathe? Just who loves the city? Really loves it with a love that sets it free?

Vasilis Papageorgiou. From Dog monologs in Thessaloniki. Forthcoming.

Χρόνος πολυαμήχανος

1 Kalokyris

Ο χρόνος πολυαμήχανος, πριν και μετά την ορολογία και την ωρολογίa, πριν και μετά τη λογοποιία και ωρολογοποιία, τη στιγμή που πίσω του ή μπροστά του, ακόμη δεν είναι σίγουρος, βρίσκει και φορά τα φτερά στα πόδια του, λίγο σαν κάπως άχρωμος καθώς βγαίνει από την κλίνη των συμπάντων πριν φορέσει τα λευκά φτερά της ψυχής του, φτεροχρόνος, φεύγει μέσα στην άβυσσο, έρχεται μέσα από την άβυσσο.

Εικόνα Δημήτρης Καλοκύρης. Κείμενο Βασίλης Παπαγεωργίου. Στο βιβλίο Δημήτρης Καλοκύρης, Ωρολογιακοί μηχανισμοί. Νεφέλη 2018.

This very airy moment

birds Aretsou

Cherry and almond trees blossom in white and pinkish colours in the fresh morning air and this moment is the hapax phaenomenon that kept waiting for us who knows how long, that now expanded itself and started hovering like a light hand, a warm touch, it smells beautifully and breathes quietly, it follows us down to the sea and would never thought of saying a word. We all want it to be so. This very airy moment. Compactly ours.

Vasilis Papageorgiou

Michael Economou

I take my problem and go away

Τι μπορεί η Σαπφώ να δει στην εποχή μας

Σαπφώ, μη βιάζεσαι τώρα να φύγεις. Μη σταματάς να παρατηρείς:
σχέσεις, ανταλλαγές μεταξύ πολιτισμών, εκρήξεις αισθημάτων.
Τίποτε δεν είναι διαφορετικό, οι άνθρωποι δεν είναι αντικαταστατοί.

Η στροφή σου είναι μια εξωτερική επιφάνεια, ένα κύμα εκθαμβωτικών
δυνάμεων. Ήσουν αυτή που μας εξέπληξες πρώτη: αν κάποια όπως εσύ
μπορούσε να γίνει αθάνατη, τότε θέλουν να γίνουν όλοι.

Γι’ αυτό είσαι ακόμη ζωντανή στην ορειχάλκινης εποχής θάλασσα του
ποιήματος. Στεκόμαστε όλοι σιωπηλοί σήμερα μπροστά στο κυμάτισμα
των νερών της. Έχοντας ευλαβική ανάγκη από οικουμενική humanitas.

Κανένας ναός, κανένας βωμός δεν διαχειρίζεται το εύρος των μεγάλων
αντιξοοτήτων. Κανένα ποίημα που αμελεί τη δυστυχία δεν αρκεί σαν
ποίημα. Πλειάδες. Αυγή με χρυσά σανδάλια: Όλα είναι βαρίδι

στη θάλασσα, την οποία κάποτε ο αδελφός σου διέσχιζε. Τέτοια
ομορφιά ανήκει σε απύθμενες στροφές γεμάτες μνήμες. Η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια δεν αναζητά κάτι πέρα ​​από τους νεκρούς.

Ο θάνατος θα γίνει ζωή μέσα στον θάνατο που δεν επιτρέπει τη
συγκράτησή του. Το τι έφτασε πρώτο, η ψυχή ή η αγάπη, δεν είναι
από τα θέματα των ημερών μας. Μια άλλη ερώτηση μάχεται

στις καρδιές μας: μπορούμε ακόμη να την επιτρέπουμε και να είμαστε
ανοιχτοί στην ανθρώπινη ελευθερία; Βαθιά δίπλα σε όστρακα και
αμφορείς αναπαύονται σιωπηλοί άνθρωποι δίχως διαβατήριο.

Εξαναγκασμένα ταξίδια, εξαναγκασμένα άλματα επιβίωσης! Ο
αιώνας είναι νέος, και γερασμένος. Ωραίες μέρες κυλούν όπως
το απόφθεγμα του Ηράκλειτου σε αμελητέο ψύχος.

Θεοί για πιο αναγκαίες λύσεις φεύγουν τρέχοντας, γρήγορα και
παγερά. Στον καθρέφτη της πίστης τίποτε πια δεν είναι εκθαμβωτικός
ήλιος, κανένας δεν έχει αρκετή δύναμη να ολοκληρώσει τη δέηση.

Στο πίσω μέρος της σελήνης ανακαλύφθηκαν τρεις νέοι κρατήρες.
Η ανθρωπότητα είναι μια, και διασπασμένη. Βουνά πιο βαριά από
ελέφαντες μιλούν σε ηφαιστειακή γλώσσα για πόλεμο,

έλλειψη γεωγραφικής οικολογίας και σημαντικές διαδράσεις. Η
Λέσβος έχει κληροδοτηθεί στον έρωτα για τη φήμη σου. Η
ανοιχτότητα που θρέφει και διασπά την Ευρώπη αρχίζει εδώ.

Ja, 2016. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

 

An unusual phenomenon

York roses

Some things and their thingness. And the abstract thinking within which they exist, outside it. The unthoughtness in their being. The becoming of thinking that might crack them, interrupt them, nuance them, make them a subject. The wheel of something, you lean towards it a little or more sometimes, as it drives you.

An unusual phenomenon within some. They are very present and earthly and yet transparent and airy. You can see through them and also see their whole being, its inside and outside. Things like memories, things that like memories. Oh, here is a dear friend, and here a beloved one.

Vasilis Papageorgiou

Mariam Naraghi

Vid Trummen.jpeg

Όσες προσευχές μπορούμε να έχουμε

Κάθε χρόνο το Έβερεστ μεγαλώνει μισό εκατοστό.
Μια ήπειρος ωθείται κάτω από μια άλλη,
όπως μια σχολική μέρα σε μια τάξη, ενώ έξω το σχοινί χτυπά αργά
πάνω στον ιστό της σημαίας.  Ή το χαμόγελο κάποιου πίσω από ένα παράθυρο
μια φωτεινή και ηλιόλουστη μέρα.
Μια οδοντοστοιχία λάμπει, ίσως και τα μάτια, αλλιώς όλα μαύρα.

*

Δίχως όνομα

Η θλίψη σου είναι μια πυραμίδα, σκληρή και μυτερή, ένα εξάνθημα
στο στεγνό σου μέτωπο. Ένας τίτλος θα ήταν προσβολή. Κάθε
μέρα γίνεται όλο και αιχμηρότερη και μακρύτερη, επεκτείνεται προς τα πίσω, αλλά εξέχει προς τα εμπρός. Τα παιδιά κρέμονται σαν πάνινες κούκλες, τα μπλε σου παπούτσια για τρέξιμο, το λιονταρίσιο σου πόδι. Ωραιότατέ μου μονόκερε, έλα
να φας ζάχαρη από το χέρι μου. Πριν το πάρεις είδηση
θα αποσπάσω τη θλίψη από το μέτωπό σου,
θα βάλω μια πετονιά εκεί.

Bild som händer, 2017. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Moira Egan

Skia kenneth and John

Αυτοπροσωπογραφία (1927)

Αυτός ο καθρέφτης δεν λέει ψέματα. Είναι λυπημένη και κουρασμένη,
και κάθε κόχη της ύπαρξής της είναι τραβηγμένη
προς τα κάτω, η κλίση προς τη γη κοβαλτί ματιών,
χείλη σφιχτόκλειστα που σχηματίζουν ένα κουρασμένο συνοφρύωμα·
οι ώμοι λίγο βυθισμένοι, ο λαιμός της είναι ο πτυχωμένος
άξονας που στηρίζει το βαρύ κεφάλι,
και η σάρκα είναι διάστικτη, μορφή δροσερή και πράσινη
και λεβαντί και μπλε, ένα κόκκινο ζικζάκ
εγκάρσια στο ένα μάγουλο (en colère;), πορτοκαλί και χρώμα σκουριάς,
το κιννάβαρι της κουρτίνας, μαραμένα φύλλα
σε χρώμα ξεθωριασμένου νεφρίτη, και μήλα, κόκκινα και μουσταρδί,
φθινοπωρινά, πάει καιρός που έχουν πέσει από το δέντρο.

Αυτός είναι ο φόρος αγάπης και βαρύτητας.
Και ωστόσο δεν μπορείς να αγνοήσεις την ομορφιά.

Synæsthesium, 2017. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Θανάσης Βαλτινός: Ήλοι, ελιές, λέξεις, ήλιος.

Valtinos Allatini

«Τι θα γίνει με το λιμάνι», ρωτά. Θα γεμίζει πλοία και θα κρύβει το βάθος της θάλασσας, τον ορίζοντα, τον Όλυμπο. Θα είναι το κόστος της πιθανής επιτυχημένης επένδυσης. Χώρια η ρύπανση της κλειστής θάλασσας και του αέρα ίσως, και ποιος ξέρει αν θα ξαναδούμε δελφίνια όπως τις προάλλες, ή αν ποτέ γίνει ο ξύλινος διπλασιασμός της παραλιακής προμενάδας. Αν γίνει αυτό και αν κάποτε οι Μύλοι Αλλατίνη γίνουν δημοτική βιβλιοθήκη, θα ήταν δύο λόγοι να μετακομίσω στη Θεσσαλονίκη. Και αν ο Μπομπ Ντίλαν ερχόταν κάθε καλοκαίρι. Δεν θα ήμουν ο μόνος.

Βασίλης Παπαγεωργίου, Θανάσης Βαλτινός: Ήλοι, ελιές, λέξεις, ήλιος. Φωτοδοκίμιο. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν, 2017.

Κλαίρη Μιτσοτάκη: Μας παίρνει ο αέρας. Φωτοδοκίμιο

Mitsotaki Papageorgiou

Η διαύγεια με την οποία ταυτίζω τη Μιτσοτάκη ανατέλλει ακόμη και μέσα από τα πιο σκοτεινά χωρία, από τις πιο δυσπρόσιτες παραστάσεις των κειμένων της, τους πιο δυσνόητους συνειρμούς της. Έχω την βαθιά εντύπωση ότι η Μιτσοτάκη δεν μπορεί να αποφύγει τη διαύγεια ακόμη κι αν προσπαθήσει, ότι είναι μια εκ προτέρου σχέση της με τον κόσμο και με τη γλώσσα που τον συνέχει. Εδώ καλωσορίζει μια παρέα κοχλιούς και ρωτά ενδόμυχα αν αισθάνονται δέος.

Βασίλης Παπαγεωργίου. Νέα Εστία, Σεπτέμβριος 2017. Δεύτερη ενότητα.

Clemens Altgård

in comsos

FOLK TALE. Σαν κέρματα έμπαιναν μέσα οι ακτίνες του ήλιου,
έτσι ξεκινάει το παλιό παραμύθι του πιρουνιού, με το χρήμα.
Πρόκειται για hardcore εδώ: το κορίτσι, μεγαλύτερο = αμετάπειστο.
Παίρνει ένα κλειδί μέσα στο γκρι.
Το οποίο μετατρέπεται σε φθαρμένο πιρούνι, σε κουτάλι.
Δεν γράφω το όνομα.
Μεγάλο, φειδωλό πιρούνι του σκότους,
παγιδευμένος ένας μάγος πτώμα στη σάρκα,
κάτω από το τιγρίσιο δέρμα
κάποιου θεού ήλιου.

Όταν η ευτυχία χαμογελά θα βρεις λόγο να τηλεφωνήσεις.
Τότε στο γυάλινο παπούτσι σου, την Ημέρα Ντ,
θα βρεις το πιρούνι λιωμένο. Μια ασημένια σφαίρα.
Είσαι ήδη εκεί, στη χώρα όπου ψηφίζουν.
Με μια σφαίρα.

***

SOUND SYSTEM. Γκρι στο γκρι.
Καλύτερα ένα γκρι dub
παρά αποχρώσεις του καφέ
στο κτίριο της βουλής.

Γκρι στο γκρι.
Ή γραμμένο με ασημί.

Βλέπω αυτόν εκεί τον γέρο
μια δεύτερη φορά, στον ανοιξιάτικο ήλιο τώρα.

Η λέξη λάμπει: Ν Ε Κ Ρ Ο Σ
(Ακριβώς όπως την πρώτη φορά.)

Grå dub, 2016. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Mania Meziti, Tre små rispor

Electra sleeps

Family outlet

I slutet av dagen
var det svårt hemma
när tåget passerade
och försökte balansera på de tillfälliga skenor
som vi lagt ut på golvet
det gjorde ett fruktansvärt oväsen
vi tittade på det lättjefullt från soffan
oftast kunde vi inte springa ikapp det
vi halvsov vid den tiden

Misskända

Jag har några vänner som är poeter
känsliga
kärleksfullt fostrade
de säger
den där dikten
är mycket bra
publicerades här
publicerades där
och ser mig i ögonen

Ostron

Det behövs ingen kniv
om du håller det och sjunger
öppnas det

Klimt i mitt föräldrahem, Saixpirikon, under utgivning. Översättning Vasilis Papageorgiou.

W. G. Sebald & Jan Peter Tripp, Oberättat

Norwich

”Det var inte konstigt att jag då funderade på vad Sebald kunde tänkas skriva om dessa ögon, vilken av hans texter som skulle passa till dem, om det handlade om en vänlig utmaning och en inbjudan till mig, om dessa två ögon tillhörde en gestalt, en robotisk sådan kanske, av den postuma Sebald, vars minnen återvänder helt autonoma i sina egna sammansättningar, med sitt eget självständiga liv, sina egna ändlösa vandringar, men på platser som redan förberetts med hjälp av bejakelsen som hans texter genomandas av.”

Vasilis Papageorgiou

Sebald & Tripp, Oberättat

 

Τζον Άσμπερυ / John Ashbery 1927-2017

Ashbery by Lo Snöfall

Αυτή τη φορά

…ή κάποιος θα πληγωθεί.
Για χάρη μου όμως συνέχισε να βροντάς στο ελάχιστο.
Θα χρειαστούμε τα κούτσουρα που μπορείς να μαζέψεις στην άκρη της λίμνης.
Α και παρεμπιπτόντως…
Ξόδευε αλόγιστα. Και προχώρα.

Commotion of the birds 2016. Μετάφραση και φωτογραφία (Θεσσαλονίκη 1997): Βασίλης Παπαγεωργίου. Πορτρέτο του Άσμπερυ: Lo Snöfall.

Ashbery Electra Palace

Out there

Lo Snöfall, Dundee

High up over the Mississippi river in the middle of the day they listened to Stratas singing Weill. And then a couple of Margaret O’Hara songs trickled into the room from somewhere before the torrential rain came and hid the city and the mighty river. Here, this and that moment, their modes and moods, never stop beckoning. And out there their hearts will never stop.

Picture: Dundee, drawing by Lo Snöfall, to be published as a frontispiece in the forthcoming novel-essay Aipnia, (Insomnia), by Saixpirikon Editions in Greece.
Text: Vasilis Papageorgiou.

Τζον Άσμπερυ / John Ashbery at 90

Four haikus for
Ashbery at 90
as shadow collages
 
University
is already more than the
market. It is the
 
huge agora where
all exchanging terms are formed,
all terms debated. 
 
Stoas, lyceums
arcades, secret gardens,
needed breezeways.

Vasilis Papageorgiou

Θανάσης Βαλτινός: Ήλοι, ελιές, λέξεις, ήλιος. Φωτοδοκίμιο

Ο Θανάσης Βαλτινός δεν είναι ποτέ μόνος και δεν μ’ αφήνει ποτέ μόνο. Η μοναξιά δεν είναι μέρος του κόσμου του. Η μοναξιά στα κείμενά του έχει ξεμείνει μόνη της στο κενό που δημιουργούν οι συγκρούσεις των γεγονότων. Αυτό που μένει εκτός ιστορίας. Η ιστορία όμως με τα γεγονότα της συνομιλεί μαζί μου, αποζητά την παρουσία μου και τη μαρτυρία μου, την κρίση μου. Και τότε δεν είναι μόνο η ιστορία που με συντροφεύει ή τα γεγονότα της, αλλά και η αντίληψη της ιστορίας, η αντίληψη του ρόλου της στη διαμόρφωση μεταξύ άλλων και της αντίληψης αυτής.

Βασίλης Παπαγεωργίου. Νέα Εστία, Ιούνιος 2017. Δεύτερη ενότητα.

Martin Glaz Serup

Breathing in NO

Προσφυγικό ποίημα
(Με τον τρόπο των Του Φου, Γκέοργκ Γιοχάνεσεν και Έιβιντ Μπεργκ)

Αποκάλεσέ με ξένο, νεοφερμένο, γέρο
κάποιον με μακριά μαλλιά, κάποιον με άσπρα μαλλιά
κάποιον που περπατά πάντα σκυφτός
και μοιάζει κάποιον που κάτι ψάχνει
κάποιον που στέκεται μπροστά από τη σκηνή όταν χιονίζει
φορώντας σαγιονάρες

Μίλησε για μένα και πες: είναι εξόριστος για πάντα
δεν έχει τίποτε δικό του, βήχει όταν φυσά
φορά πολύ λεπτά ρούχα για το κλίμα μας
Αυτό ήταν το τραγούδι μου: η λευκή αναπνοή μου

Thessaloniki Now who is passing.jpeg

Η ζωή μου

Γεννήθηκα το 1930.
Γεννήθηκα στο Κάλουντμποργκ.
Μαθήτευσα σε δικηγορικό γραφείο.
Έπιασα δουλειά σε γραφείο στη Superfoss. Έμεινα εκεί ώσπου βγήκα στη σύνταξή στα 60 μου.
Έμενα σε νοικιασμένα δωμάτια στην Κοπεγχάγη.
Δεν μπορούσε κάποιος να αγοράσει κάτι αν δεν ήταν παντρεμένος.
Μόνο όταν γινόσουν 35 μπορούσες να πάρεις ένα ενός δωματίου.
Και πήρα αυτό στο Άλμπερτσλουντ.
Πήρα το τρένο από την Κοπεγχάγη την πρώτη φορά που ήρθα στο Άλμπερτσλουντ, τότε δεν ήταν ακόμη επανδρωμένος σταθμός.
Δεν μιλούσα πολύ με ανθρώπους τότε.
Μόνο όταν βγήκα στη σύνταξη άρχισα να μιλώ με ανθρώπους.
Ζούσα όμως καλά εδώ, δεν ήθελα να μετακομίσω.
Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μετακόμιζα κάπου αλλού.
Δεν έχω παντρευτεί και δεν έχω παιδιά.
Δεν έχω καθόλου υποχρεώσεις και μπορώ να κάνω ό,τι μου αρέσει.
Ψωνίζω στα μαγαζιά που υπάρχουν.
Διαβάζω πολύ.
Δεν περπατώ και τόσο καλά.
Σηκώνομαι νωρίς.
Ξαπλώνω στις εννιά.
Εδώ στο Άλμπου ήρθα το 2009.
Μου άρεζε να είμαι συνταξιούχος.
Διάβαζα βιβλία και άκουγα μουσική και πήγαινα πολύ στη βιβλιοθήκη.
Διάβαζα εφημερίδες επίσης εκεί.
Έχω παρακολουθήσει επίσης μαθήματα για υπολογιστές, αλλά δεν με ενδιαφέρει και τόσο πολύ.
Το σπίτι μου στη Σούλχουσενε βρισκόταν στον πρώτο όροφο και ήταν 38 τ.μ.
Ήμουν τυχερή που στα 35 μου είχα τον δικό μου χώρο με δική μου είσοδο και μπάνιο.
Άρχισα να κάνω ξιφασκία. Ξιφασκία!
Είμαι μάλιστα πρωταθλήτρια Δανίας.
Έγινα μάλιστα πρωταθλήτρια Δανίας τρεις φορές.
Θυμάμαι εκείνο το ότι πρέπει να τα κατορθώνουμε μόνοι μας που μου άρεσε.
Δεν έκανα ποτέ ομαδική ξιφασκία.
Πήγαινα στην ξιφασκία τρία βράδια την εβδομάδα και ένα βράδυ είχα γυμναστική.
Ήμουν σε καλή κατάσταση τότε.
Δεν είχα κανέναν να του πω ότι έγινα πρωταθλήτρια Δανίας.
Ταξίδεψα στη Ρώμη επίσης.
Έχω πάει στη Ρώμη εννέα φορές
Θέλω να μείνω εδώ μέχρι που δεν μπορώ άλλο.
Είμαι πράγματι μια χαρά.
Είμαι 85 ετών, κάτι μπορεί να συμβεί πολύ γρήγορα.
Έπρεπε να σταματήσω το ποδήλατο όταν έκανα εγχείρηση για κάλους.
Έχω ταξιδέψει πολύ με τρένο.
Δεν παίρνω τόσο πολύ το τρένο πια, επειδή είναι δύσκολο να έχω τον περιπατητή μαζί μου.
Μου αρέσει να έχω την ελευθερία μου. Δεν είναι κάτι που εμποδίζει.
Θέλω να συνεχίσω να μένω εδώ και να μην γίνω πολύ ανάπηρη.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Helga Krook

Prague high up

Anlundar

Γύρω από ένα μεγάλο ωοειδές
τοποθέτησαν τα μικρότερα
και από πάνω τα επίπεδα
Ή βαριά σφαιρικά
ακουμπούν πάνω στα επίπεδα
Σκέφτηκαν το καθένα
Είναι αισθητά στο χέρι
και μικρά μικρά σφαιρικά
ή μεγαλύτερα κρανία
Λειχήνες ξετρυπώνουν
Μεγάλα ανοίγματα
στους θάμνους και στα χόρτα
Όταν αυτά καταρρέουν μένουν πεσμένα

Växjö high up

Πριν από τη λέξη, εκεί στα αριστερά του μονοπατιού

Φως. Άστρο. Γεωσκώληκας
Όλο το χωριό. Όλα τα άλλα δέντρα
Μέσα σ’ αυτό που θρόιζε
Δροσιστική σκιά για να κλείσει
Έλα δίπλα μου τραγούδησε
Η προϋπόθεση που με σκίαζε

Grönska träd och träd som ser, 2009. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου. «Anlundar» είναι τοποθεσία στη νότια Γκότλαντ.

Tommy Olofsson

Trummen pastoral

Τόσο μακριά

Τόσο μακριά από τη σκέψη σου
που πια δεν μπορείς να την υπολογίζεις,
που η ευθύνη δεν αναπαύεται πια
στους ώμους σου παρά υψώνεται και
πετά μακριά σαν μοναχικό φτερό,
τυφλό και χωρίς το σώμα, αδιάλειπτα

μέσα σε έναν κύκλο που διευρύνεται και
εξαφανίζεται κατά το ήμισυ κάτω
από τον ορίζοντα, πέρα από τον στίχο του ποιήματος,
σαν ουράνιο τόξο φτιαγμένο από προθυμία και απροθυμία,
εξίσου κοντά και μακριά, εξίσου όμορφο και
εξίσου σημαντικό, έτσι είναι να τολμάς να είσαι
ο εαυτός σου.

Tigerhjärtats sånger, 1999. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Magnus William-Olsson

Prague 2017

Αυτό το μικρό φέρετρο με μολυβένια επένδυση
όπου το λεπτό σώμα που πετά τη ζωή μου σαν σκιά φωτίζεται από ένα άγνωστο φως

Για την παιδική ηλικία δεν μπορεί να μιλήσει κανείς
Του παρελθόντος η μη πραγματολογία. Της λήθης φέγγος

Τι σημαίνει το ότι η ζωή μου στα πάντα και πάντα με τη βαθύτερη έννοια είχε στόχο να κρύψει ό,τι κανείς παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να δει;

Τι σημαίνει το ότι θα πεθάνω δίχως να με έχει δει κανείς;
Και γιατί φυλάγω αυτή την επίγνωση σαν της ζωής μου τη μόνη πραγματικά πλήρη
ευτυχία;

Homullus absconditus, 2013. Translation Vasilis Papageorgiou.

Εφτά χαϊκού

Grande Bretagne 2

Ευχαριστώ που
Με ανέχεσαι πάλι
Αν και δεν είναι

Ότι αυτό ή
Εκείνο δεν υπάρχουν
Ή ότι ποτέ δεν

Θα υπάρξουν ή
Ποτέ δεν υπήρξαν
Τόσο όσο πού

Είναι το απλό
Επιχείρημα ή μια
Διαπίστωση

Το γεγονός και
Η ύπαρξη μαζί του
Υπάρχει χρόνος

Να εμφανιστεί
Κι όχι από το μέλλον
Μόνο αλλά προς

Το παρόν είμαι
Ταπεινά ευγνώμων που
Με δέχεσαι.

Βασίλης Παπαγεωργίου
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/poiimata/vasilis-papageorgiou

Grande Bretagne 1

Sarah Jackson

John Ahbery, Kenneth Koch, Lo Snöfall, V. Papageorgiou Thessaloniki

Aska

“Qui oserait encore se risquer au poème de la cendre?”
Jacques Derrida

Efter elden är berget förbränt.
Du kan knappt titta på det, bara återspeglat i ögat
på korpen som cirklar ovanför. Sedan lägger sig
en fin grå aska på buskskogen och en ensam nötväcka pickar
efter spindlar i askan. Du vet inte hur du kom hit,
kan inte förstå de två förkolnade trädens märkliga geometri,
som klättrar i det blå. Du trycker öronen mot jorden,
lyssnar efter askans kvarkar, hör ljud, surrandet.
I Cervione band de en kamera på klocktornet
som kunde vrida sig och ta bilder av raseriet. Branden sprider sig som ett hjärta.
Även ordböckerna brinner, och nu detta grå damm,
denna dikt, detta ohörbara rop. Du känner dess värme.
Du hör det väsa. Ta det i munnen. Känn
förbränningen i språket, sättet på vilket det smulas, faller.


Kvarlevor

”…après ma mort, il ne restera plus rien”
Jacques Derrida

1
Idag upptäcker jag att jag kan se genom mina ögonlock.
Du är ringlad över dig själv som om du läser

men det finns ingen bok. Jag väntar, räknar
skogskorneller på gardinen, lyssnar efter telefonen.

Du sitter i bergèren vid mitt huvud
och håller om dina armbågar. Jag luktar på dig: smutsig och söt.

Jag tänker på hur jag kunde ha sagt farväl.
Vi försökte att inte prata om sådana saker.

Du vände dig och ditt heta ansikte var ljust.
Jag såg mig själv speglas i det då jag gick därifrån.

2
Rummet blir kallare. Jag är inte ordnad i en linje.
Snälla, lyft mig från min krokighet.

Vi måste starta om, men det är alltid för sent
och jag är rädd att du inte vet hur man ska börja.

3
Älskling, du överraskar mig: du vänder på, doppar en trasa
i en grund skål, du torkar mina handflator i långsamma cirklar

och vrider mina ringar så att allt ligger i samma riktning.
Detta är vidröring utan att röra,

så som det alltid är. Du är så tyst, ljud glider ner
från taket. Jag är rädd för dig, för din mildhet.

Du säger, ingenting kommer att förbli, och jag hör mina ben
i din röst: Hemma kommer hunden alltid att söka.

Lo Snöfall poster Ashbery Koch

Στάχτη

“Qui oserait encore se risquer au poème de la cendre?”
Jacques Derrida

Μετά την πυρκαγιά το βουνό είναι καψαλισμένο.
Δεν αντέχεις να το βλέπεις, παρά μόνο καθρεφτισμένο στο μάτι
του κορακιού που κάνει κύκλους από πάνω του. Μια λεπτή γκρίζα στάχτη
κατακάθεται έπειτα στα φρύγανα και ένας μοναχικός βραχοτσομπανάκος
σκαλίζει ψάχνοντας αράχνες στις στάχτες. Δεν ξέρεις πώς έφτασες εδώ,
δεν μπορείς να καταλάβεις την παράξενη γεωμετρία δυο απανθρακωμένων δέντρων
που αναρριχώνται στο γαλάζιο. Ακουμπάς τα αφτιά σου στη γη,
προσπαθείς να αφουγκραστείς τα κουάρκ της τέφρας, ακούς ήχους, το βουητό.
Στη Cervione πρόσδεσαν μια κάμερα στο καμπαναριό
για να περιστρέφεται και να παίρνει εικόνες του κακού. Η φωτιά ξαπλώνεται σαν καρδιά.
Ακόμη και τα λεξικά φλέγονται και αυτή η γκρίζα σκόνη τώρα,
αυτό το ποίημα, αυτό το ανάκουστο κάλεσμα. Αισθάνεσαι την κάψα του.
Ακούς τον συριγμό. Παρ’ τον στο στόμα σου. Νιώσε
το κάψιμο μέσα στη γλώσσα, τον τρόπο που θρυμματίζεται, που πέφτει.


Λείψανα

“…après ma mort, il ne restera plus rien”
Jacques Derrida

1
Σήμερα ανακαλύπτω ότι μπορώ να δω μέσα από τα βλέφαρά μου.
Είσαι κουλουριασμένος πάνω από τον εαυτό σου σαν να διαβάζεις

αλλά δεν υπάρχει κανένα βιβλίο. Περιμένω, μετρώντας τις κρανιές
πάνω στην κουρτίνα, έχοντας στον νου μου το τηλέφωνο.

Κάθεσαι σε μια μπερζέρα δίπλα στο κεφάλι μου
κρατώντας τους αγκώνες σου. Σε μυρίζω: βρόμικος και γλυκός.

Σκέφτομαι τον τρόπο που θα μπορούσα να πω αντίο.
Προσπαθούσαμε να μη μιλάμε για τέτοια πράγματα.

Γύρισες και το αναμμένο πρόσωπό σου ήταν φωτεινό.
Είδα το είδωλό μου εκεί καθώς έφευγα.

2
Το δωμάτιο γίνεται όλο και πιο κρύο. Δεν είμαι τακτοποιημένη σε μια γραμμή.
Βγάλε με, σε παρακαλώ, από τη στρέβλωσή μου.

Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, αλλά είναι πολύ αργά πάντα
και φοβάμαι ότι δεν ξέρεις πώς να αρχίσεις.

3
Αγάπη μου, με εκπλήσσεις: γυρίζεις, βυθίζεις ένα πανί
σε ένα ρηχό μπολ, σκουπίζεις τις παλάμες μου με αργή κυκλική κίνηση

και στρίβεις τα δαχτυλίδια μου, ώστε όλα να βλέπουν
προς μια μεριά. Αυτό είναι άγγιγμα δίχως να αγγίζεις,

όπως είναι πάντα. Είσαι τόσο ήσυχος, ήχοι γλιστρούν
από το ταβάνι. Σε φοβάμαι, φοβάμαι την αβρότητά σου.

Λες, τίποτε δεν θα απομείνει, και ακούω τα κόκαλά μου
στη φωνή σου: Στο σπίτι ο σκύλος πάντα θα ψάχνει.

Pelt, 2013. Translation Vasilis Papageorgiou*. Photograph by VP: Kenneth Koch and John Ashbery in Thessaloniki 1997, pointing at their portraits by Lo Snöfall.

This moment

Forget me not by LS for DO

Thank you for tolerating me. It is not that this and that is not or will never be or never has been so much, as where is the argument for it, the plain statement, the coexistence with it. There is time for it to come and not only from the future. But at this moment I am humbly grateful for having me as well.

Vasilis Papageorgiou

Ευριπίδης, Ιππόλυτος Καλυπτόμενος

Τα σωζόμενα αποσπάσματα

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου

Η μετάφραση των αποσπασμάτων αυτών δημοσιεύται στο βιβλίο/πρόγραμμα παράστασης του θεάτρου Ακτίς Αελίου, το οποίο περιλαμβάνει το θεατρικό έργο μου Ιππόλυτος Καλυπτόμενος. Εκδόσεις University Studio Press, 2005 (στο βιβλίο αυτό μπορείτε επίσης να διαβάσετε περισσότερα για το χαμένο έργο του Ευριπίδη).
Φιλολογικές πηγές των αποσπασμάτων:

W. S. Barrett, Euripides, Hippolytos. Oxford University Press, 1964
Michael R. Halleran, Euripides, Hippolytus. Aris and Phillips, 1995

428
Διότι αυτοί που υπέρμετρα αποφεύγουν την Αφροδίτη
υποφέρουν όσο και αυτοί που υπέρμετρα τη θηρεύουν.

429
Διότι τη φωτιά εμείς οι γυναίκες
την αντιμετωπίζουμε με φωτιά μεγαλύτερη,
πολύ πιο δυσμάχητη.

430
Δάσκαλός μου στην τόλμη και το θράσος
ο Έρωτας, ο πιο πολυμήχανος εχθρός της ανημπόριας,
ο πιο δυσμάχητος θεός.

431
(το απόσπασμα αυτό ανήκει μάλλον στη χαμένη Φαίδρα του Σοφοκλή)
Διότι ο έρωτας δεν χτυπά μόνο τους άντρες
και τις γυναίκες, αλλά και τις ψυχές των θεών εκεί πάνω
χαράζει και τη θάλασσα διασχίζει.
Ούτε ο παντοδύναμος Δίας δεν μπορεί να τον αποφύγει,
παρά υποκύπτει και πρόθυμα ενδίδει.

432
Κάνε κάτι τώρα ο ίδιος και μετά κάλεσε τους θεούς.
Διότι και ο θεός συντρέχει αυτόν που μοχθεί.

433
Εγώ κρίνω ότι και ο νόμος δεν αξίζει σεβασμό
περισσότερο απ’ ότι είναι αναγκαίο, όταν κανείς υποφέρει.

434
Διότι τις τύχες των θνητών δεν τις ορίζει η ευσέβεια.
Πράξεις τολμηρές και χέρια αλόγιστα
θηρεύουν τα πάντα και τα κατακτούν.

435
Αν όμως σ’ αφήσω ελεύθερο και με διαβάλεις, τι πρέπει να πάθεις;

436
Ω, σεβαστή αιδώς, είθε στους θνητούς όλους να εισχωρήσεις
και τ’ αναίσχυντα να διώξεις απ’ το μυαλό τους.

437
Βλέπω ότι σε πολλούς ανθρώπους
η αλλοτινή επιτυχία γεννά ύβρη.

438
Ο πλούτος γεννά ύβρη στη ζωή, όχι η φειδώ.

439
Αλίμονο, οι περιστάσεις δεν μιλούν στους ανθρώπους,
ώστε οι δεινοί στα λόγια να σβήσουν.
Και τώρα κρύβουν την ολοφάνερη αλήθεια μ’ ευφράδεια,
έτσι που δεν πάει ο νους εκεί που πρέπει να πάει.

440
Θησέα, η καλύτερη συμβουλή μου σε σένα, αν έχεις φρόνηση,
είναι να μη πιστέψεις γυναίκα, ακόμη κι αν σου λέει την αλήθεια.

441
Ο χρόνος που κυλά αρέσκεται να λέει την αλήθεια για όλα.

442
Έτρεξε αμέσως στον στάβλο των αλόγων.

443
Ω, λαμπρέ ουρανέ και αγνό φως της μέρας,
τι χαρά να σας βλέπουν όσοι ευημερούν
και όσοι δυστυχούν, όπως εγώ.

444
Ω θεά, δεν υπάρχει τρόπος για τους θνητούς ν’ αποφύγουν το κακό
που είτε η ίδια τους η φύση προκάλεσε είτε οι θεοί έχουν στείλει.

445
Διότι οι θεοί δεν τα κρίνουν σωστά αυτά.

446
Ω, μακάριε ήρωα Ιππόλυτε,
η σωφροσύνη σου τιμήθηκε πολύ.
Στους ανθρώπους δεν υπάρχει
δύναμη μεγαλύτερη από την αγνότητα.
Και αργά ή γρήγορα στην ευσέβεια
θα δοθεί η καλή της αμοιβή.

447
Κυρίαρχος.

Υ.Γ. Σχόλιο στον Θεόκριτο
Είναι συνηθισμένο οι γυναίκες που κατέχονται από πάθος να επικαλούνται τη σελήνη, όπως ο Ευριπίδης βάζει τη Φαίδρα να κάνει στον Ιππόλυτο Καλυπτόμενο.

John Ashbery, new book

ashbery-commotion

Ποιοι θα φιλιούνται;

Δεν θα το έχεις ακούσει αυτό.
Τι θα κάνουμε με την πάπια που περίσσεψε;
Ποιοι θα φιλιούνται;
Έχουν πάει για παγοδρομία.

Vilka kommer att kyssas?

Du har inte hört det.
Vad händer med resterna av ankan?
Vilka kommer att kyssas?
De har gett sig av för att åka skridskor.

Commotion of the birds, Carcanet 2016. Translation Vasilis Papageorgiou and Lo Snöfall.

In a corner here

synagogue-canterbury

I love this garden where we could have planted a tree as we did elsewhere. I could stay in a corner here forever. The insomnia will be tactile as ever. Light and darkness too. And I will feel the kiss of the abyss, the breeze from the abyss over the flower beds, full of hyacinths and dahlias, begonias, red and yellow roses, peonies, orchids, all kinds of campions and lilies and lots of scattered myrtles and various heathers.

Vasilis Papageorgiou

Lars Gustaf Andersson

thessaloniki-lingering

Άλμπα

Η κουρτίνα σκίρτησε,
η αυγή έχυσε γάλα πάνω από την πόλη.
Όπως τώρα ποτέ δεν σε ξαναείδα.

Dagarnas rad, 2014. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Vesa Lahti, δυο ποιήματα

molho-thessaloniki

Σου έγραψα
ότι όλα είναι εντάξει
οι πλημμύρες της άνοιξης ήρθαν και έφυγαν
η μαυροκερασιά είναι τώρα ανθισμένη και
έχω καθαρίσει τα παράθυρα,
έφερα τα καλοκαιρινά λουλούδια στη βεράντα.
Τα βράδια κάθομαι στον κήπο
στον ίσκιο μιας μεγάλης μηλιάς
και γράφω ποιήματα.
Μερικές φορές επιτρέπεται να μπεις και συ στα ποιήματα αυτά.
Από το μέρος αυτό διαλέγω
ένα χελιδόνι που περνά γοργά,
ένα κομμάτι σύννεφο καθώς αλλάζει σχήμα
ή μια αίσθηση των δυο μας.

(2015)

*

Μαύρα σύννεφα
υψώνονται πάνω από τη θάλασσα.
Μια φωτεινή, μακριά αστραπή
διασχίζει τον ορίζοντα.
Η βροχή σφυροκοπά τα πεύκα.
Κάτω στον κήπο
τα κεράσια λάμπουν.
Και δεν έχουμε βέβαια ξεχάσει
το ωραίο τους άρωμα,
τη γλυκιά γεύση.
Θα επιστρέψουμε εκεί
μόλις ο ουρανός
της Αδριατικής
μας το επιτρέψει.

(Αδημοσίευτο)
Μετάφραση από τα Αγγλικά (με τη βοήθεια του ποιητή) Βασίλης Παπαγεωργίου.

Leonard Cohen, 21 Sept. 1934 – 7 Nov. 2016

egnatia-2016

Μη ξεχνάς παλιούς φίλους

Μη ξεχνάς παλιούς φίλους
που γνώριζες πολύ πριν σε συναντήσω
σε καιρούς για τους οποίους δεν ξέρω τίποτε
επειδή είμαι κάποιος
που ζει μόνος του
και σ’ επισκέπτεται μόνο όταν σου κάνει έφοδο

Selected poems 1956-1968. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Yvonne Reddick

 

canterbury

J. F. Perriers, geolog manqué

Hans skatter: svart ögongnistrande turmalin
i en matris av vitt,

ädelstensblinkning från kristaller av gwindel
deras skiftning en trollkarls dimridå,

en blodstensros, den glänsande vikten
av kantiga kronblad,

den blodskimrande granaten
en mörk ven mellan oss.

Jag vänder dem mellan fingrarna
och ser en man med mina ögon
utföra den långsamma klättringen från Göschenen till Airolo
över gränsen som skiljer floder,
språkets vattendelare.

Han smuttar på ett rött Ticino i Ospizio –
nerverna stadigare, han går mödosamt i
stövlar och gummerad regnrock,
gruvarbetarlampan svänger fortfarande i ena handen.

Cristallieren gör loss repstegen
och min gammelfarfar
klättrar nerför klippan
in i den utgångslösa sprickan –

han vrider huvudet och axlarna
in i håligheten av mineralhuggtänder. Ljudet
av skrapandet i lera och grus,
sedan ringer mejseln mot berget.

En timme senare dyker han upp,
polisongerna tjocka av damm,
ansiktet strålar. I handen
en dammig klump av spetsar.

Han återvänder till Genève
med den värsta torticollis
hans läkare någonsin sett
och du kvarts fumé magnifique.

Den flagnande etiketten på hans provbit lyder
St Gotthard, 1859.
Fortfarande vinkar hans varsamma hand
i sepiabläck mot nyckelhållspasset.

*

Flyktig fuga

Preussiskt blå ögon följer dina fotsteg
bakom hårkors. Alla vägmärken
till Fer-à-Chevals hästsko av vattenfall
mäter avståndet till Rom
i detta Frankrike, där en visselpipa
samlar jakthundar till kragstövelns häl.

Göm dig bakom kaskaden i Lyre
annars kommer du att gräva våra gravar i himlen
över dalen vid världens ände
i Bout du Monde.

Klättra upp i Fond de la Combe,
titta på hur ljuset bryter fram
över Corne du Chamois. Låt prästen
leda dig över den flodlösa karsten
i Désert de Platé.

Vi kan inte prisa solen på topparna
med en Birkat Hachamah, men här är vi,
min syster och jag, sjuttiofem år senare.
Två shiksa-systrar med en halvt bortglömd strimma
av tyska judar, som upprepar ljudet av dina steg
längs åsen på Sixt
för att blicka ut mot Schweiz.

Lyftandet av min systers askblonda hår.
Ditt asklika hår i mina grå, min anfader Schmidt.

Översättning Vasilis Papageorgiou och Lo Snöfall.

new-orleans

J. F. Perriers, γεωλόγος manqué

Οι θησαυροί του: μαύρο, λαμπερό μάτι τουρμαλίνης
σε μήτρα λευκού,

διαμαντένιος σκαρδαμυγμός κρυστάλλων gwindel,
η απόχρωσή τους προπέτασμα καπνού ενός μάγου,

ένα ρόδο αιματίτη, το αστραφτερό βάρος
γωνιωδών ανθοπετάλων,

γρανάτης αιμάτινης στιλπνότητας
μια σκοτεινή φλέβα ανάμεσά μας.

Τα περιστρέφω ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και βλέπω έναν άντρα με τα μάτια μου
που κάνει την αργή αναρρίχηση από το Göschenen στο Airolo
διασχίζοντας το όριο που χωρίζει ποτάμια,
τον υδροκρίτη της γλώσσας.

Πίνει μερικές γουλιές κόκκινο Τιτσίνο στο Ospizio –
τα νεύρα του ισορροπούν, σέρνεται με
τις μπότες του και το αδιάβροχο μάκιντος,
η λάμπα μεταλλωρύχου τρέμει ακόμη στο ένα του χέρι.

Ο cristallier ξετυλίγει την ανεμόσκαλα
και ο προ-προπάππος μου
κατεβαίνει στα τέσσερα από τον βράχο
στην αδιέξοδη ρωγμή –

χώνει συστρέφοντας το κεφάλι και τους ώμους του
στο κοίλωμα των ορυκτών κυνοδόντων. Ο ήχος
του σκαλίσματος στη λάσπη και στο χαλίκι,
και μετά το καλέμι ηχεί χτυπώντας βράχο.

Μια ώρα αργότερα ανεβαίνει πάνω,
οι φαβορίτες του μέσα στην πυκνή σκόνη,
το πρόσωπό του λάμπει. Στο χέρι του
ένας σκονισμένος ακιδωτός σβώλος.

Επιστρέφει στη Γενεύη
με το χειρότερο ραιβόκρανο
που είδε ποτέ ο γιατρός του
και du quartz fumé magnifique.

Στην ξεκολλημένη ετικέτα του δείγματός του γράφει
St Gotthard, 1859.
Ακόμη και τώρα το προσεκτικό του χέρι
γνέφει μέσ’ απ’ το μελάνι σουπιάς στο στενό πέρασμα.

*

Φευγαλέα φούγκα

Βαθυγάλανα μάτια παρακολουθούν τα βήματά σου
πίσω από στόχαστρα. Όλες οι οδικές πινακίδες
προς το πέταλο των καταρρακτών του Fer-à-Cheval
μετρούν την απόσταση ως τη Ρώμη
σε τούτη τη Γαλλία, όπου μια σφυρίχτρα
μαζεύει κυνηγόσκυλα στη φτέρνα της μπότας.

Κρύψου πίσω από τον cascade de la Lyre,
ειδεμή θα σκάψεις τους τάφους μας στον ουρανό
πάνω από την κοιλάδα στο τέλος του κόσμου
στο Bout du Monde.

Σκαρφάλωσε στο Fond de la Combe,
δες τη μέρα που χαράζει
πάνω από το Corne du Chamois. Άσε τον ιερέα
να σε οδηγήσει πάνω στο κενό από ποτάμια καρστικό τοπίο
στη Désert de Platé.

Δεν μπορούμε να δοξάζουμε τον ήλιο πάνω στις κορυφές
με το Birkat Hachamah, αλλά εδώ είμαστε,
η αδελφή μου και γω, εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα.
Δύο shiksa με μια μισοξεχασμένη δόση
Γερμανοεβραίων που επαναλαμβάνουν τους ήχους των βημάτων σου
κατά μήκος της κορυφογραμμής του Sixt
για να ατενίσουν την Ελβετία.

Το πέταγμα των σταχτόξανθων μαλλιών της αδελφής μου.
Τα σταχτιά μαλλιά σου μέσα στις γκρίζες μου τρίχες, πρόγονέ μου Schmidt.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου

 

Δρώνεα πτερόεντα

only-the-flowers

Drone

Μπάμπουρας
Τηλεμπάμπουρας
Δρόνος
Δρώνιο
Ζουζούνι
Τηλεζουζούνι
Βομβίνος
Βομβίνι

Βόμβος επί βόμβου
Αρχέγονη σιωπή που ζουζούνιζε και ζουζουνίζει
Ο βόμβος της ζωής του Τζον Άσμπερυ, νομίζω

Βασίλης Παπαγεωργίου

Greetings from inside

Rio Antirio by Lo Snöfall
Rio-Antirio. By Lo Snöfall, 2016.

There is always the fact that remains in its haunting unfactuality. The shapeless notions and questions related to it that always return as answers. An unfactual fact that too. A larger than life perception renders them all very tangible, inundates them with details and their strange clarity out of everywhere, out of a ubiquitousness that gives the feeling of absolute presence and complete awareness, the sharpness of the senses, and makes you miss the feeling of missing any time of the day and night and in any place. It identifies you with it, this greeting from inside you.

Elena Penga

Athens, Epicuros str

Syros

Hon drömde att hon hade flyttat, inte bara till ett annat hus eller en annan stad eller ett annat land, utan till en annan verklighet, där allt var annorlunda. Dimitra var också där och hon hade två söner. Den ene var sju månader gammal men hans utseende förändrades ständigt och ibland såg han ut som en trettioåring. Även den andre förändrades hela tiden. Chrysa skickade meddelanden men inte på mobilen, utan genom en konstig låda inbyggd i väggen i huset, och meddelandena var tredimensionella objekt, ett album, en bok. Restaurangerna var annorlunda. Menyn var inne i en skål med vatten, immateriell som ett hologram som pulserade, och rätterna var skrivna i skyltar som blinkade. När hon vaknade var det svårt för henne att anpassa sig i den välbekanta, normala miljön hemma i Aten.

Hon kände en galen lust att resa bort, utomlands kanske, till London. Medan hennes vänner väntade på henne på Syros. Hon hade lovat att hon skulle komma. Hon reste ofta till Syros. Den morgonen hade hon svårt att koppla upp sig på internet för att boka plats på båten. Hennes vän som sov intill henne insåg hennes ångest, hennes förlamning. Han hjälpte henne att boka plats, betalade med sitt eget kort, gjorde kaffe till henne. Hon tände den ena cigarretten efter den andra, bytte plats i huset, tänkte på London, på behovet av att flytta till en annan verklighet, ett kroppsligt behov, helt absurt. Tvingad av detta behov packade hon ihop sina saker. Hon la badkläder, sarongen, solkräm i resväskan. När hon var klar, inte för London, utan för Syros, satte hon sig på sängen igen. ”Vi har tid. Vill du ha massage?” frågade han. ”Ja”, svarade hon, tog av sig kläderna och la sig framstupa på sängen. ”Vilken olja vill du ha?” ”Den där, Afrodites elixir som doftar underbart.” Han tog den och skulle hälla ut lite för att smörja in hennes rygg. Locket på flaskan lossnade och hon kände plötsligt hur en stor mängd olja rann över ryggen på henne och ner på lakanet. Det skrämde dem och de skrattade. ”Det kommer att ta mycket tid innan den här massagen har absorberat all spilld olja.”

I hamnen fann de senare en liten krog bland de stora färjorna och åt där. Sen såg han till att hon steg på båten och så gick han. Båten var smockfull med folk. Turister, barn, unga, gamla. Mitt i kaoset fann hon en plats inomhus och satte sig ner. Ovanför hennes huvud hängde skärmar som sände världsmästerskapet i fotboll. Nederländerna spelade mot Mexiko. Resenärerna följde matchen och speakerns kommentarer passionerat. När det gjordes mål skrek de ”MÅÅÅL”. Kvinnan som satt bredvid henne pratade ständigt i sin mobil. Hon hade far, man, systrar, vänner. Hon pratade med alla under de fyra timmar som resan varade. Kvinnan bredvid sa i telefonen: ”Jag saknar hans kinder, hans fylliga kinder. Jag försökte befria honom, men det gick inte.” Och sen till någon i ett annat samtal: ”Du ville inte att det skulle bli annorlunda? Han då? Ville han inte nåt annat? Nej?”

Hon reser sig från sin plats och går upp på däcket. Hon ser hur solen försvinner sakta i havet. Nederländerna har slagit Mexiko och går vidare. Resenärerna som sitter ute tittar alla på solen, på solnedgången. Det är varmt. Slutet på en lång sommardag. Syros dyker sakta upp. Vindstilla. Inga moln. Inga blixtar, ingen storm, inget regn som slår ner som en kulspruta. Inget av det som skulle hända har ännu hänt.

Översättning Vasilis Papageorgiou*.

W. G. Sebald / Β. Γκ. Ζέμπαλντ

Cat missing Norwich

Το καλάθι με τα φρούτα

που κρέμεται
στη βελούδινη κοιλότητα του μπράτσου
της γυναίκας
τα ωραία φύλλα
των φρούτων τα μήλα
& πάνω απ’ όλα
μαύρο μαύρο
μαύρο

Αδιήγητη ιστορία, Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου. Σαιξπηρικόν, 2016.

Τζον Άσμπερυ/John Ashbery

Thessaloniki 2016

Το ραπανάκι στο πρωινό

Οτιδήποτε αντιμετωπίζουμε μας βρίσκει
στη μέση της αναθεώρησης. Είναι ωραίο αυτό,
θεέ μου, απλά δεν είναι προορισμένο να επαναλαμβάνεται,
αυτό είναι όλο.

Σε μέρη της Αγγλίας και της Ισπανίας έχουν ήδη εισβάλει
αντιτρομοκράτες. Το δολάριο σε δράση και πάλι.
Φαινόμενα εξαπάτησης σε αρκετά πολύτιμα πράγματα,
αν και, όπως λέω, πρόκειται για μικρό υπόλοιπο
του τι έχουν καταφέρει άλλοι για να αποφύγουν να υπογράψουν.

Έχουμε προσφορά σε τραγωδίες εκδίκησης.
Τον Μάρτιο θα έχουμε πιο βαριές μέρες.
Τα κορίτσια έλεγαν ν’ αρχίσουν να ετοιμάζονται.
Όταν το έχουν κάνει, σε κάποια από τις λαγκαδιές,
η εμφάνιση μπορεί να ξεγελά, αποκάλυψε εκείνος.

Breezeway, 2015. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου. Δημοσιεύτηκε στην Ποιητική 17, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016.

Niki Marangou, Fem dikter

Canterbury, March 2016

Rosenbuskarna

I år har jag planterat rosenbuskar i trädgården
i sällskap med larven och skalbaggen
i stället för att skriva dikter.
Den hundrabladiga rosenbusken från huset som sörjer i byn Agios Thomas,
den sextiobladiga som Midas hade med sig från Frygien,
den bankska som kom från Kina,
ympar från den enda mussietta som överlevde
mitt i den gamla staden,
men framför allt Rossa Gallica som korsfararna tog med sig hit,
som vi också kallar damaskenerros
och som doftar så underbart.

Tillsammans med larven och skalbaggen,
men också med humlan, blomsterflugan, fläskängern,
ollonborren, guldbaggen,
bönsyrsan som äter upp allt,
skall vi dela blad, kronblad och himlen
i denna ofattbara trädgård
där både de och jag är tillfälliga gäster.
3 januari 1993

Sankta Katerina

På de slitna väggmålningarna
i Pafos gamla kyrkor
står alltid någon evangelist i en hörna
med en orangefärgad gloria
bredvid horbockarna och de blinda,
Anna och Josef,
som lägger Maria till sängs.
Man märker ofta handen som omfamnar,
kinden intill en annan kind
mitt i tidens gröna och gula nyanser.
Stenens salter,
arabesken inramad av nässlor
vid väggens rot, bredvid de samlade johannesbröden,
ödlans hem,
och en enorm ärkeängel
för att skydda oss alla.

Läsandet av bysantinska texter

Konsonanterna, vokalerna,
från struphuvudet, läpparna, tänderna
utformar det gemensamma alexandrinska språket,
men det hjälper mig inte att säga dig
vad jag känner,
jag förblir ofrånkomligen i textens
flöde,
i filologens kommentarer
och i kärlekens oförmåga
under alla dessa regniga morgnar.

I Nicosia i jul i

Med anledning av minneshögtiden
på profeten Elias dag för de stupade
vecklade diakonen ut flaggan i Mariakyrkan.
”Den mot himlen eldsprutande uppstigningen.”
Jag tände ett ljus och tittade
på de slitna målningarna i kupolen.
”Han kommer att drabbas av yrsel uppe på ställningarna”,
tänkte jag.

Mellan Agia Zonisgatan och Saripolosgatan

Mellan Agia Zonisgatan och Saripolosgatan
skymtar ibland livet fram,
insvept i mysteriet
så som i ornater,
vita eller svarta
eller purpurröda med gyllene glitter,
trådar och pärlor broderade
av folkets händer
som både vet hur man vänder bort
ansiktet
och hur man erbjuder sina perfekta gåvor,
ljuvt och utan att önska något i gengäld,
medan fönstret öppnar och avslöjar
ett välordnat inre,
det gamla paret vid bordet
med den verkliga kärleken.
Processionen tågar förbi och försvinner på Agios Andreasgatan,
fäster sig i minnet i en hög spegel,
en röd matsalslampa,
proviant numera för mina egna resor.

Övers. Michael Economou och Vasilis Papageorgiou. Ur Lyrikvännen 4, 2000.

»Niki Marangou var en ordälskare: ”Ord har fascinerat mig sedan jag var ett barn. Ord och de lekar man kan leka med dem. Ty det handlar om en lek, en oförklarlig lek. Språket drar mig till sig, dess ljud föder i mig bilder som ofta kommer fjärran ifrån.” Bysantinska texter, Konstantinos Kavafis dikter, gamla namn på kyrkor och byar berikade hennes lyriska fantasi. Men det blir snabbt uppenbart att det är mer än ord som möter oss i hennes dikter. Precis som Kavafis använde sig Marangou av den koncisa stilen som en förevändning för att med minnets hjälp återskapa en lycklig stund hon hade upplevt, en stund som hon gärna ville dela med oss, och därför överskrider hennes poesi det personliga för att mjukt skingra sig och fylla ett rum, en gata, en trädgård. Hon var en diskret men skarpsynt iakttagare, vars varma blick förvandlade orden till ett sinnenas rike, till sinnesstämningar, till insikter, till längtan efter eller tacksamhet för ett gott och rikt liv.»

VP, Lyrikvännen 4, 2000 (reviderad text).

 

 

No paradox at all

St Andrews

Life overflows beyond you as you live it in different levels simultaneously. And it overflows beyond you as you live it on one level and in one moment only. You never felt the need to recall Zenon’s paradox for that. Indeed no paradox at all. And as ever, you are full of substance and purpose and straightforwardness. A premonition as a fact, or rather as an event that runs like unpredictable benevolent water. And all the small ripples that open into the unexpected life again.

Vasilis Papageorgiou

Giorgos Alisanoglou, nya dikter

Alisanoglou in Kalmar


Krig
/ Aten

Detta krig inträffade
i kylskåpets mörker

Bristen på matvaror växte
den överskred behovet av dem och frös till is

du rådde inte om dig själv
jag rådde inte om min frånvaro

längst inne bara en övergiven
halvrutten tomat med sina inälvor
utspridda på oklarhetens rand
lät en förnimma stridens utgång

ett rött regn som ett piskande om natten


Romeo & Juliet / War all the time

En gång deltog även vi i striden
jag blev kär i Juliet
du blev kär i Romeo

Ridande en trähäst
utbytte vi kärlek med kärlek
skalade vi ingenting med hjälp av ingenting

Vi dog en verklig död för kärleken
vi blev dockor av socker
på barntungor smälte vi efter kärlek för kärleken

 Vi blev en del av hatets världshistoria
endast tack vare kärleken, förälskade för evigt,

mer ensamma än någonsin


Mariupol

Min själ på morgonen, den liknade en exilplats
vi kunde inte prata
himlen skulle inte återvända vad som än hände
längre ner, tuggade magen en vargs

bronständer
vid fötternas gränser nådde bara brunbjörnens

rytande fram

om vi talade, talade vi i tystnad

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Paul Celan

For Paul Celan

Βρίσκεσαι πέρα
από τον εαυτό σου,

πέρα από τον εαυτό σου
βρίσκεται το πεπρωμένο σου,

λευκόφθαλμο, διέφυγε
από ένα τραγούδι, κάτι το πλησιάζει,
βοηθά
στο ξερίζωμα των γλωσσών,
ακόμη και το μεσημέρι, εκεί έξω.

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Oscar Nilsson Tornborg

Trummen Nov. 2015

Προοίμιο

Η επίγνωση έρχεται ξαφνικά σαν κρυολόγημα.
Ξέρω τι πρέπει να κάνω

αλλά προτιμώ να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές –
ποτέ δεν ξέρεις, κάποια μέρα

η θύελλα θα έχει ήδη περάσει από δω
και τα σχοινιά για άπλωμα θα έχουν σκορπίσει ολόγυρα

ανάμεσα σε κλαδιά κεραμίδια
εσώρουχα.

En dag har stormen redan dragit förbi, 2016. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

 

Cecilia Davidsson

Thessaloniki Oct. 2015

Κάτι περίεργο

Το μεσημέρι όταν τελείωσε το καθάρισμα και έκατσε στην κουζίνα και άνοιξε την εφημερίδα για δεύτερη φορά πρόσεξε ένα άρθρο που του είχε διαφύγει το πρωί, κάτι σημαντικό, η γυναίκα του δεν θα το είχε δει επίσης, γιατί τότε θα είχε πει κάτι. Διάβασε ότι το παλιό βενζινάδικο της Gulf στην άλλη μεριά της περιφερειακής οδού θα κατεδαφιζόταν για να δημιουργηθεί χώρος για ένα πολυτελές ξενοδοχείο ώστε να «ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για τουριστικές διανυκτερεύσεις». Μια φωτογραφία έδειχνε ένα μεγάλο άσπρο κτίριο με χάλκινη στέγη, μεγάλους γυάλινους τοίχους και κολώνες στην είσοδο. Πήρε την εφημερίδα και πήγε στο υπνοδωμάτιο, στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, σκέφτηκε: Μα πώς στο διάολο.

Όταν η γυναίκα του επέστρεψε σπίτι από τη δουλειά στις πέντε και τέταρτο εκείνος στεκόταν στο χολ με την εφημερίδα στο χέρι.
«Πρέπει να το δεις αυτό», είπε.
«Αργότερα», είπε εκείνη, κρέμασε το παλτό της και μπήκε ρουφώντας τη μύτη της στο μπάνιο.
«Έχω κάτι περίεργο να σου δείξω, ξέρεις», της είπε πίσω από την κλειστή πόρτα τη στιγμή που η γυναίκα του τράβηξε το καζανάκι. Εκείνη άρχισε ξαφνικά να βήχει ασταμάτητα κι εκείνος πήγε στην κουζίνα και άφησε την εφημερίδα ανοιχτή στο τραπέζι, κάτω ακριβώς από τη λάμπα. Είχε περιμένει ώρες και θα μπορούσε να περιμένει λίγα λεπτά ακόμη. Άρχισε να στρώνει το τραπέζι με πιάτα και ποτήρια. Διάλεξε μαχαιροπίρουνα με ξύλινες λαβές που πρέπει να πλυθούν στο χέρι. Χαμογέλασε καθώς σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας και άρχισε να ανακατεύει το φαγητό με μια μεγάλη κουτάλα. Έβαλε την κουτάλα στο στόμα του. Αρκετά καλό, σκέφτηκε, παραπάνω από αρκετά καλό.

Η γυναίκα του ήρθε τελικά στην κουζίνα, μεταμορφωμένη από διευθύντρια με ταγέρ σε απλό άνθρωπο με μαλακό παντελόνι, φλις πουλόβερ και μάλλινες κάλτσες. Είχε βγάλει το μακιγιάζ και είχε μαζέψει τα μαλλιά της πίσω σ’ έναν μικρό ακανόνιστο κότσο.
«Δες αυτό το τρελό εδώ», είπε και έδειξε την εφημερίδα με την κουτάλα. Η γυναίκα του έκατσε και τράβηξε κοντά της την εφημερίδα. «Είναι σαν να πήραν τη φωτογραφία μέσ’ από την κρεβατοκάμαρά μας. Είναι η ίδια ακριβώς γωνία, η ίδια ακριβώς απόσταση, αν σταθείς μπροστά στο παράθυρο και δεις έξω. Τι λες και συ;»
«Δεν βλέπω τίποτε δίχως γυαλιά», είπε η γυναίκα του και έσπρωξε την καρέκλα της προς τα πίσω.
«Κάτσε, κάτσε», είπε εκείνος και πήγε στο χολ, όπου είχε την ιδέα να περάσει την τσάντα της στην κουτάλα. Επέστρεψε με την τσάντα να αιωρείται μπροστά του. Η γυναίκα του την άρπαξε.
«Δεν το βρίσκω και τόσο διασκεδαστικό αυτό», μουρμούρισε εκείνη, πήρε τα γυαλιά της και τα τοποθέτησε στην άκρη της μύτης της.
«Ήθελα να σου φτιάξω λίγο τη διάθεση», είπε εκείνος.
«Δεν χρειάζεται, είναι αυτή που είναι», είπε η γυναίκα του και έριξε μια ματιά στην εφημερίδα. Αμέσως έκανε τη διαπίστωση:
«Δεν είναι πραγματική φωτογραφία.»

Εκείνος κοίταξε λοξά την εφημερίδα, δεν ήξερε τι να πιστέψει. Αν δεν ήταν φωτογραφία, τότε τι ήταν; Και τι ήταν τότε όλα τ’ άλλα στην υπόλοιπη εφημερίδα; Ήταν και αυτά επινοημένα;
«Όχι, βέβαια», είπε εκείνος. «Ας είναι όμως.»

Θα ήθελε να μην ήταν η γυναίκα του τόσο λιγόλογη αλλά να έλεγε κάτι περισσότερο για τη φωτογραφία, ή ό,τι ήταν, να ανέπτυσσε το θέμα λίγο. Είχε ελπίσει ότι θα ήταν τόσο έκπληκτη όσο κι αυτός, και ότι θα προσπαθούσαν μαζί να βρουν πώς μπόρεσαν να φωτογραφίσουν μέσ’ από την κρεβατοκάμαρά τους και επιπλέον να φωτογραφίσουν κάτι που δεν υπήρχε ακόμη.

Η γυναίκα του τον κοίταξε ερωτηματικά κι εκείνος έκανε στροφή και άρχισε ν’ ανακατεύει την κατσαρόλα. Το όλο πράγμα ήταν σίγουρα τόσο απλό που δεν άξιζε κουβέντα, σκέφτηκε.
«Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;», είπε η γυναίκα του.
«Νομίζω ότι είναι ώρα να φάμε», είπε εκείνος.

Όταν το θέμα του ξενοδοχείου παρουσιάστηκε στις τοπικές τηλεοπτικές ειδήσεις πετάχτηκε σχεδόν από την πολυθρόνα του. Η γυναίκα του χασμουρήθηκε τόσο δυνατά που εκείνος δεν άκουσε την αρχή. Την αγριοκοίταξε. Είχε ήδη χασμουρηθεί πολλές φορές, τραβώντας σε μάκρος και μουγκρίζοντας σαν να είχε ένα θυμωμένο ζώο παγιδευμένο στο σώμα της. Εκείνος κατάφερε τώρα να πιάσει μόνο κάτι για «τρεις χιλιάδες». Δωμάτια, σκέφτηκε, παρόλο που ακουγόταν υπερβολικό. Έδειξαν μια ταινία γυρισμένη μέσα στο σχεδιαζόμενο ξενοδοχείο, και τη φορά αυτή δεν ξεγελάστηκε, ήξερε ότι ήταν φανταστική. Μόνο που φαινόταν τόσο τρομερά πραγματική, και ωραία, έπρεπε να το παραδεχτεί. Η κάμερα, ή ό,τι άλλο ήταν, περνούσε πάνω από φωτεινά, γυαλιστερά πατώματα και άσπρους τοίχους, πράσινα φυτά μεγάλα σαν δέντρα, κόκκινες δερμάτινες πολυθρόνες και ανοιχτόχρωμο ξύλο και γυαλί, πάρα πολύ γυαλί. Και μετά: ένα δωμάτιο με ψηλό κρεβάτι με ανοιχτό μπλε κάλυμμα και διάφορα αμπαζούρ από ίδιο ύφασμα. Στη μέση του κρεβατιού ένα καλάθι με φρούτα και ένα μπουκάλι κρασί.

Ήθελε να ρωτήσει τη γυναίκα του για τα πράσινα φυτά, πώς βρέθηκαν εκεί, αλλά δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό, είπε:
«Θα πρέπει να γίνει ωραίο. Και μεγάλο. Τρεις χιλιάδες δωμάτια. Αλλά με τόσο άσπρο είναι ολοφάνερο ότι θα βρομίσει αμέσως.»

Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας ηλιοκαμένος άντρας με φαβορίτες λεπτές σαν γραμμές στα μάγουλά του:
«Αυτό θα έχει θετική σημασία σε πολλούς τομείς, ναι σε πολλούς τομείς.»
«Σίγουρα!» μουρμούρισε εκείνος.

Η γυναίκα του άπλωσε το χέρι της και πήρε το τηλεχειριστήριο. Προς μεγάλη του έκπληξη έκλεισε τον ήχο. Δεν του άρεσε αυτό.
«Έχεις σκεφτεί κάτι άλλο; Ή δεν σε νοιάζει;» είπε η γυναίκα του.

Σκέφτηκε ότι η τηλεόραση δεν έβγαζε ήχο. Ήταν μια ανόητη σκέψη. Μετά σκέφτηκε ότι ήταν κουφός αυτός. Εξίσου ανόητη σκέψη. Τεντώθηκε στην πολυθρόνα του, καθάρισε τον λαιμό του. Τώρα έδειχναν τον καιρό, φοβερά χάλια, καθάρισε τον λαιμό του και πάλι, ενώ με το μυαλό του πήγε πίσω πυρετωδώς, δέκα ώρες περίπου όταν έτρωγαν πρωινό και κάθονταν αντικριστά με τα πιγούνια τους πίσω από τα μεγάλα φλιτζάνια με το αχνιστό τσάι – αν και πραγματικά αν η γυναίκα του είχε πιει τσάι και είχε φάει τις φέτες της, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει το στόμα της μόνο για λέξεις λέξεις λέξεις, που τώρα ήταν μαζεμένες και έτρεμαν κάπου στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σαν πηχτός χυλός – παλιόκαιρος, σκέφτηκε, αυτό το χάλι σημαίνει παλιόκαιρος. Ακόμη κι αυτός μπορούσε να το καταλάβει.

«Θεέ και κύριε», είπε η γυναίκα του και έκλεισε την τηλεόραση εντελώς.
«Μα τι σου συμβαίνει;»

Είδε τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Και τη γυναίκα του δίπλα του. Καθόταν στο πλάι, γυρισμένη προς αυτόν. Αυτός είχε ένα μεγάλο μπολ πάνω στο γόνατο. Δεν ήξερε τι να το κάνει. Θα ήθελε να το δώσει στη γυναίκα του. Αυτή ήξερε πάντα τι να τα κάνει τ’ αντικείμενα. Αλλά το μπολ ήταν δικό του.
«Ποτέ δεν μου είπες πώς σου φάνηκε το φρικασέ», ψέλλισε. Του βγήκε αυθόρμητα και ίσως δεν ήταν πολύ έξυπνο, ήταν όμως κάτι, μια αρχή.
«Αφού δεν έχεις κάτι να πεις, τότε… », είπε η γυναίκα του και έκανε προσπάθεια να σηκωθεί από την πολυθρόνα.
«Όχι!» γόγγυξε εκείνος. Το είπε ξαφνικά, έμεινε έκπληκτος όσο κι εκείνη, η οποία βυθίστηκε και πάλι στην πολυθρόνα.
«Όχι;» είπε η γυναίκα του.
«Όχι», είπε εκείνος.
«Λες όχι πραγματικά – ή τι εννοείς;»

Δεν ήταν σίγουρος, αλλά βρισκόταν στον σωστό δρόμο, μπορούσε να το δει πάνω στη γυναίκα του, πώς αυτή χαλάρωσε.
«Ναι, λέω όχι», είπε. Το διακινδύνεψε. Δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του. Τα μάτια του έλαμπαν επίσης. Αυτό έκανε εντύπωση στη γυναίκα του που έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του.
«Ευχαριστώ», του είπε.
«Τίποτε», είπε εκείνος.

Μια μεγάλη ανακούφιση γέμισε το δωμάτιο. Ήταν τόσο έκδηλη που διαπέρασε το δέρμα του και έκανε την καρδιά του να χτυπά κανονικά. Η γυναίκα του άπλωσε το χέρι και πήρε το τηλεχειριστήριο, άνοιξε πάλι την τηλεόραση και δυνάμωσε τον ήχο.
«Ήταν υπέροχο», είπε.
«Υπέροχο;» είπε εκείνος.
«Το φρικασέ. Τα κατάφερες και μ’ αυτό», του είπε.
«Σ’ ευχαριστώ.»
«Τίποτε.»

Höga berg, djupa dalar, 2015. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Lovely places

Durham November

Loved the feeling of loving a lovely place, and then being there love never rests, the place shows what it really is or thinks it is, the gift of time. The place, the bodies in it, all surfaces and everything that hovers a little over them and between them. And this little delay, every little delay.

Vasilis Papageorgiou

Elsa Korneti

Post, Durham

Den bortskämde

En dag lånade
den bortskämde
av nyfikenhet
några av de andras
törnen
Han planterade dem i sina handflator
Törnena blev med tiden enorma och många
Och då började han örfila sitt ansikte
och slå sig själv
tills han innerst inne fick känna
hur smaken av världen
brände de öppna såren

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Georgia Trouli

Durham November

Registreringsyta

Sömnen
En säck
Fylld med
Vitt
Mjöl
Som
Rinner
Långsamt
Och inte
Har bråttom
Att sluta
Ett ljud
Som försöker
Vara
Tyst

En sömn
Som påminde om
Mjukt mjöl
Sipprar
Sakta ner
Ur
Ett
Mycket litet
Hål
Längst ner
På högra
Spetsen
Av en påse
Medan
Den står
Bortglömd
På kanten
Av en utandning
Från
Något
Som
Har
Liv

Översättning Vasilis Papageorgiou.

Eftichia-Alexandra Loukidou

Periphery

Naturen

Naturen har alltid varit motbjudande för mig.
För att vara exakt,
den ständiga påminnelsen om en oförskämd självtillräcklighet
ett grundlöst tålamod
en inåtvändhet
något som
varför måste vi undra
identiska tystnader
frossar i gryningen
och dessutom samexisterar ledigt
slitna kläder, mylla
och den statiska omväxlingen av färggranna fläckar
medan livet – som vi vet –
har varit en fantasifull berättares påhitt,
som dödade hjältarna
så fort de upptäckte
att inte heller han finns.

Under tiden leder
den gröna dörren inte till musiklektionen
utan till ett operationsbord
där nostalgin skär
djupare än det oförutsägbara.

Översättning Vasilis Papageorgiou

Yiorgos Chouliaras

In the sky

Flyktingar

På fotografiets baksida
skriver jag, för att minnas,
inte var eller när, utan vem

Det är inte jag på fotografiet

De lät oss inte ta
någonting med oss
Endast detta fotografi

Om ni vänder på det kommer ni att se mig

Är det du på bilden, frågar de mig
Jag vet inte vad jag ska säga

Fast Food Classics, 1992. Översättning Vasilis Papageorgiou.

Return to beauty

Shadow theatre, Athens 2015
Shadow theatre, Athens 2015

I wish I could articulate an argument for you, or give you a picture so strong and clear that would take us straight to the heart of the matter. I am enjoying our silent moment together, sitting high up by the sea, drinking coca cola, looking at the boats coming in, our bikes by the gate, new guests arriving, someone sees us from a distance, it should be the other way around, the beautiful soul being the world, with us in it, straying from it sometimes, trying to articulate an argument, draw lines, little Hegelian frustrations, before we let go and return to beauty.

Vasilis Papageorgiou

Δυο χρώματα του W. G. Sebald

red and blue

Χρώματα, οι επιφάνειες, το άγγιγμα στο δέρμα, ό,τι χρωματίζει την επιφάνεια του σώματος από μέσα και από έξω, ένα όριο του κόσμου, μια ανοιχτότητα που προσφέρεται, μια κοσμητική σε μια, συχνά ανεπαίσθητα, ακατάπαυστη μεταλλαγή ή μεταχρωμάτιση. Ένα μέσα που είναι και ένα έξω, εδώ τώρα, το χρώμα ως μνήμη, δράση, και όραμα. Δύο χρώματα του W. G. Sebald (από το βιβλίο For Years Now, όπου συνοδεύουν εικόνες, χρωματικές και γεωμετρικές επιφάνειες, της Tess Jaray – Short Books, London 2001), δυο επιδερμικές στρώσεις:

Μπλε

χορτάρι
ιδωμένο
μέσ’ από
λεπτή
σαν όστια στρώση
παγωμένου
νερού

Επιδερμικές στρώσεις ή επιδερμίδες, η εικόνα ως επιδερμίδα του ποιήματος και αντίστροφα. Οπωσδήποτε δύο επιφάνειες ως epiphanies, ως αποκαλύψεις, ως αναπάντεχες παρουσιάσεις ανεξιχνίαστου βάθους:

Προφανώς

τα κόκκινα στίγματα
στον Δία είναι
αιωνόβιοι
τυφώνες

Βασίλης Παπαγεωργίου (από το κρυφό ιστολόγιο αϋπνίας)

Καιροί του Τούμας Τράνστρεμερ (1931-2015)

Η Μόνικα και ο Τούμας Τράνστρεμερ στο Βέξιε, 20 Μαΐου 2010.
Η Μόνικα και ο Τούμας Τράνστρεμερ στο Βέξιε, 20 Μαΐου 2010, φωτ. Β. Π.

Το 1952, εικοσιενός ετών τότε, ο Τούμας Τράνστρεμερ γράφει σ’ έναν φίλο του ότι αναζητεί μια λογοτεχνία στην οποία η άνεση «απορρέει από την αυστηρότητα, η ελευθερία από αυτό που πέρασε μεσ’ από την τρύπα της βελόνας». Δύο χρόνια αργότερα δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή, 17 ποιήματα. Ένα λιγοσέλιδο βιβλίο με μικρά και μεγάλα ποιήματα, στο οποίο κατορθώνει να εφαρμόσει την ποιητική του αισθητική. Το βιβλίο παίρνει εξαιρετικές κριτικές και ο Τράνστρεμερ αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές στη Σουηδία. Πρόκειται για φαινόμενο εξαιρετικό παγκοσμίως, να καθιερώνεται κανείς πολύ νέος με το πρώτο του βιβλίο. Από τότε αυτό που θαυμάζουν οι αναγνώστες του ποιητή είναι το πώς μεγάλα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο εν μέσω του κόσμου, την ύπαρξή του και την ιστορία του, αποδίδονται με ολιγόλογη ακρίβεια και μεγάλη φυσικότητα, η οποία όμως δεν τον εμποδίζει να είναι συγχρόνως ένας αριστοτέχνης παρομοιώσεων, μεταφορών και πυκνών συλλογισμών.

Το αποτέλεσμα αυτής της άσκησης στη λυρική άνεση που ωστόσο προέρχεται από την εξεταστική ενατένιση του ύψους και του βάθους της ζωής που ξεπερνά τον άνθρωπο, το βρίσκομαι και στα δέκα πρώιμα ποιήματα που ο Τράνστρεμερ δημοσίευσε σε περιοδικά, αλλά δεν θέλησε να συμπεριλάβει σε καμιά από τις συλλογές του. Παρουσιάζουμε ένα από αυτά εδώ για πρώτη φορά στα Ελληνικά:

τα μπλε πουλάρια της παγωνιάς
διαφαίνονται στην ομίχλη
βρίσκουν εκεί μια σπηλιά
όπου φυλάσσεται ένας νεκρός

ο μύλος κελαρύζει αργά
ο τροχός ποτέ δεν σταματά
τα χέρια του νεκρού λάμπουν
από πάνω τρέχουν οι καιροί
(Πάσχα)

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1949 στην εφημερίδα του γυμνασίου του ποιητή. Είναι ο καιρός που στο σχολείο μελετά λατινική γλώσσα και λογοτεχνία, θαυμάζει την «ακρίβεια των στίχων» του Οράτιου, που τον θεωρεί «σύγχρονο ποιητή», μέσω αυτού ανακαλύπτει τη σαπφική και αλκαϊκή στροφή, και αρχίζει να γράφει τη «δική» του «μοντερνιστική ποίηση», όπως αφηγείται ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό κείμενο Οι μνήμες με βλέπουν (στα Ελληνικά στη Νέα Εστία το 2012 και στις εκδόσεις Σαιξπηρικόν το 2014).

Στο παρατιθέμενο ποίημα αναγνωρίζουμε δυο σημαντικές πλευρές της ποίησης του Τράνστρεμερ. Την αλληλεπίδραση της κλειστής μορφής (η μοντερνιστική αδιαφορία για τη στίξη αντισταθμίζεται από το τροχαϊκό τρίμετρο του πρωτότυπου, το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί επιτυχώς στη μετάφραση) και του ανοιχτού περιεχομένου, καθώς και της πυκνής απεικόνισης και της ανοιχτής πλοκής. Τις αντιστικτικές αυτές εναρμονίσεις τις συναντάμε και στα κατοπινά σαπφικά ποιήματά του, όπως και στα ποιήματα που έγραψε μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο περιόρισε τις κινήσεις του και αφάνισε παντελώς σχεδόν τη φωνή του. Η αφασική συνδιαλλαγή του με τον κόσμο μας έδωσε μια σειρά νηφάλιων χαϊκού που ενσωματώνουν αυτό το παράδοξο παιχνίδι ανάμεσα στην επακριβή πυκνότητα της μορφής και την άνετη διασπορά των νοημάτων, ανάμεσα στην άνεση της λυρικής ροής και στην αυστηρότητα των διαπιστώσεων.

Θεωρώ ωστόσο την ανοιχτότητα την πιο σημαντική διάσταση της ποίησης του νομπελίστα ποιητή. Δεν πρόκειται απλώς για μια στοχαστική στάση εν μέσω του ανοιχτού κόσμου. Πρόκειται προπάντων για μια ανοιχτή στόχαση, η οποία δεν προϋποθέτει, δεν έχει ανάγκη από μια οντολογικά εξηγητή μεταφυσική. Επιπλέον πρόκειται για μια καταφατική στόχαση και στάση στον κόσμο. Για έναν λυρικό λόγο χωρίς την περιοριστική, αυταρχική διάσταση του λόγου, για μια προ-οντολογική, προ-σωκρατική συνεύρεση με τον κόσμο. Δεν είναι έτσι παράξενο που η τελευταία του ποιητική συλλογή, βγαλμένη μέσα από την απύθμενη αφωνία την οποία βίωνε χρόνια, έχει τίτλο Το μεγάλο αίνιγμα (2004). Παρέμεινε έτσι συνεπής σε αυτό που είχε διαπιστώσει όταν ακόμη ήταν μικρό παιδί: «Διέτρεχα ένα μεγάλο μυστήριο», αφηγείται στο Οι μνήμες με βλέπουν, «Έμαθα ότι η γη ζούσε, ότι υπήρχε ένας απεριόριστα μεγάλος κόσμος πάνω στη γη και πάνω από τη γη που ζούσε τη δικιά του πλούσια ζωή δίχως στιγμή να νοιάζεται για μας».

Ο μεταφραστής της ποίησης του Τράνστρεμερ έρχεται εξαρχής αντιμέτωπος με το μυστήριο το οποίο η ποίηση αυτή εκφράζει, δίχως όμως να παραλύει. Αντίθετα είναι άνετη δουλειά η μετάφρασή της. Δεν υπάρχουν γλωσσικά προβλήματα ή νοηματικές ασάφειες. Είναι μια ποίηση που σου επιτρέπει να την απολαμβάνεις, να συνομιλείς μαζί της, που δέχεσαι να σε διευρύνει την ίδια στιγμή που τη μεταφέρεις σε άλλη γλώσσα. Στο μικρό πρώιμο ποίημα που μεταφράζουμε εδώ η τελευταία λέξη θα μπορούσε αντί για «καιροί» να είναι «άνεμοι». Αποδεχόμενος όμως την ανοιχτότητα του κόσμου στην ποίηση του Τράνστρεμερ βρίσκω ότι η λέξη «καιροί» την εκφράζει καλύτερα. Επιπλέον, στα Ελληνικά, η λέξη ευρύνεται ακόμη περισσότερο, καθώς πέρα από τα καιρικά φαινόμενα περιλαμβάνει και τα ιστορικά, τα πολιτικά, τα υπαρξιακά και τόσα άλλα, τη ροή του χρόνου του ίδιου. Όπως όλη του η ποίηση. Το αίνιγμα του κόσμου προηγείται και υπερβαίνει κάθε προσπάθεια περιορισμού της ροής αυτής σε κατάλληλη ή σωστή στιγμή.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Peugeot spin

Peugeot spin

The reason of being there ever so astonishing as the unreasonable pleasure of being here. This is what I hear whenever you pass by, which is always. A moving presence, a piece of an eternity I am sure, even at moments when I look at the never failing brightness of the moment rather than the moment itself. A sort of translucency in the heart of time. As when I was expecting you to lift one of your hands while only on one wheel, the hand that is always waving at us.

Arrangement Lo Snöfall, text Vasilis Papageorgiou.

W. G. Sebald, landscapes, euphoria

Sebald redigerad_2

The greek version of the text was published in Nea Hestia 1864 (v. 176), December 2014.
The swedish version was published in Humanetten 33, Autumn 2014.
The text is part of a work in progress.
The picture of W. G. Sebald is by Lo Snöfall: Sebald posting, pencil on paper, 2013-2014.

Vasilis Papageorgiou

Η ευφορία των τόπων
(Από το κρυφό ιστολόγιο αϋπνίας)

Στον Peter Luthersson

Βοστόνη, 24 Νοεμβρίου 2011.
«Αυτή η μεγάλη ευφορία να είσαι μόνος» θα μπορούσε να είναι ένας σύντομος χαιρετισμός του φλανέρ στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ο οποίος στο αφήγημά του «Ο άνθρωπος του πλήθους» παραθέτει τη φράση του Jean de la Bruyère «Ce grand malheur, de ne pouvoir être seul» («Αυτή η μεγάλη δυστυχία να μη μπορείς να είσαι μόνος»). Αλλά και ο τίτλος αυτών εδώ των σημειώσεων, εμπνευσμένος (με ένα μικρό άλμα ωστόσο) από τον Αμερικανό συγγραφέα, θα μπορούσε να ήταν «Β. Γκ. Ζέμπαλντ, ο άνθρωπος των τόπων». Ο Ζέμπαλντ βυθισμένος στους τόπους για τους οποίους έγραφε, όχι ταυτισμένος με αυτούς, ούτε και εντελώς απορροφημένος από αυτούς. Μια μικρή αλλά διακριτή απόσταση χωρίζει τον πλάνητα από τον τόπο στον οποίο περιφέρεται, μια απόσταση σαν λεπτό σύννεφο που κάνει κάθε επαφή με το καινούριο απαλή και φιλική, ένα νεφέλωμα που συγχρόνως είναι και μια διαύγεια, αυτή που γεννούν οι αυτάγγελοι συναντήσεις με το καινούριο. Η ροή των συναντήσεων αυτών σε μια νέα πόλη, μια νέα τοποθεσία, είναι αναπόδραστα συνυφασμένη με την ευφορία των τόπων, της ανοιχτοσύνης τους και της διακριτικής τους γενναιοφροσύνης. Είναι η ευφορία της κατάφασης, μέσα στην οποία η οντολογία διαλύεται και σκορπίζει σαν σκόνη, ενώ οι αρνήσεις της και το κακό που έχουν συσσωρεύσει στην ιστορία, τη μνήμη και τη συνείδηση του ανθρώπου περιορίζονται σε μια μικροσκοπική, αλλά καταυγασμένη πάντα, γωνιά του απέραντου κόσμου.

Κέμπριτζ Μασαχουσέτης, 27 Μαρτίου 2012.
Η προσμένουσα ευφορία των τόπων (σκοτεινών, θλιμμένων, κατεστραμμένων) που διανύει ή περιγράφει ο μοναχικός αφηγητής του Ζέμπαλτ («Le promeneur solitaire» τιτλοφορείται ένα δοκίμιό του για τον Ρόμπερτ Βάλζερ στον τόμο Logis in einem Landhaus). Τόποι γεωγραφικοί και ιστορικοί, θέματα που αναπτύσσονται με λεπτομέρεια και θέματα που διαδέχονται το ένα το άλλο απρόοπτα. Αυθόρμητες κατευθύνσεις του πλάνητα στην πόλη ή την ύπαιθρο. Κάτι τραβά την προσοχή του, κάτι μιλά στη διαίσθησή του, κάτι προσδιορίσιμο ή εντελώς απροσδιόριστο. Ο πλάνης πηγαίνει στην τύχη, με τη βοήθεια της οποίας χάνεται καθώς ανακαλύπτει. Πάνω από όλα πηγαίνει. Μια μέρα ξεκινά από κάπου και πηγαίνει κάπου. Μια μέρα ξεκινά και ο αναγνώστης του Ζέμπαλντ και ανοίγεται στα κείμενά του και στη διακειμενικότητά τους. Ενσαρκώνει μια επική κίνηση, ακολουθεί τον παρορμητικό στοχασμό των ποδιών, του σώματος στον χώρο και τον χρόνο. Μια κίνηση οικεία μέσα στο ευφόρως ανοίκειο, το πλήρες ευτυχών παρεκκλίσεων, συγκυριών και συμπτώσεων. Εδώ μια παρηχητική σύμπτωση: ο τίτλος Logis in einem Landhaus  (λέξεις του Βάλζερ αυτές που θα τις αποδίδαμε ως «Διαμονή σε μια εξοχική κατοικία») έφερε στον νου μου το αφήγημα «Landor’s Cottage» («Το εξοχικό του Λάντορ»), όπου η φαντασία αναμιγνύεται με την (αυτο)βιογραφία. Ένα τοπίο που το είχα διασχίσει· η ευρυχωρία της θύμησής του. Οι πρώτες αράδες του μικρού αφηγήματος του Πόε: «Κατά τη διάρκεια μιας πεζής περιήγησης το περσινό καλοκαίρι δια μέσου ενός ή δυο παραποτάμιων νομών της Νέας Υόρκης…» Αυτή η εναρκτήρια υπόσχεση για περιπέτεια, για ανακαλύψεις και αποκαλύψεις σε τόσα κείμενα του Ζέμπαλντ επίσης. Η υπόσχεση της ενεργούς απόλαυσης, της αποδοχής μιας αυτενέργητης γενναιοδωρίας, το σκόρπισμα του εαυτού σε μια απέραντη ανοιχτωσιά. Και αμέσως ο διπλασιασμός της αρχικής ευφορίας καθώς αποκαλύπτεται ένας άλλος τρόπος περιπλάνησης, με διαφορετικό συναίσθημα, με διαφορετική διάνοια και με διαφορετική σχέση με τον χρόνο. Χρόνος παρελθών πρωτίστως στον Ζέμπανλτ, τα αρχεία της μνήμης («Μπορώ να πω με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα – και αυτό συνδέεται με τη μελαγχολική διάθεση του αφηγητή – ότι οι νεκροί με ενδιαφέρουν περισσότερο από τους ζωντανούς» («Echoes from the past: A conversation with Piet de Moor», στο βιβλίο των Jo Catling και Richard Hibbitt Saturns Moons: W. G. Sebald A Handbook, 2011, σ. 354). Χρόνος παρών κυρίως στον Πόε, η άμεση εμπειρία. Έντονη ενσυναίσθηση στον Πόε, νηφάλια απόσταση στον Ζέμπαλντ. Και οι δυο εξεργάζονται μορφές του άγνωστου και του απρόοπτου. Καθόλου παράξενο που στο Saturns Moons (σ. 406) διαβάζουμε ότι ο Ζέμπαλντ είχε στη βιβλιοθήκη του το βιβλίο του Πόε Tales of Mystery and Imagination, την παλιά μάλιστα έκδοση του 1912 – σαν από τα κοιτάσματα της μνήμης – των εκδόσεων Dent (Everyman).

Κέμπριτζ Μασαχουσέτης, 29 Μαρτίου 2012
Οι αφηγητές του Ζέμπαλντ είναι στραμμένοι προς το παρελθόν, απογοητευμένοι από την ιστορία ή μαγεμένοι από προσωπικά κυρίως γεγονότα της, όπως μαρτυρεί για παράδειγμα η τρομακτική για τον αφηγητή σκηνή στο «μπλε λεωφορείο» (Αίσθημα ιλίγγου, μτφ. Ιωάννα Μεϊτάνη, σ. 79. «Ναι, το συγκεκριμένο αυτό επεισόδιο συνέβη πράγματι, όπως περιγράφεται, και είναι από τον καιρό εκείνο που πάντα έχω μια από κείνες τις μικρές φωτογραφικές μηχανές στην τσέπη μου» διηγείται ο Ζέμπαλντ στη συνομιλία του με τον Joseph Cuomo στο βιβλίο The emergence of memory: Conversations with W. G. Sebald, επιμ. Lynne Sharon Schwartz, 2007, σ. 116-117) με τα δίδυμα αδέρφια που έμοιαζαν με τον Κάφκα ή η γόνιμη σχέση του αφηγητή με τον Ζακ Άουστερλιτς. Οι περιηγήσεις του στους χώρους της μνήμης, όπως και αυτές σε πόλεις και τοπία της υπαίθρου, δεν είναι ποτέ παθιασμένες σε σημείο μέθης όπως τις εννοεί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στις σημειώσεις του για τον φλανέρ (στον πρώτο τόμο του ανολοκλήρωτου, σαν ανοιχτή πόλη, έργου του για το Παρίσι του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά και στον δεύτερο: Das Passagen-Werk, σ. 1053), ούτε μαρτυρούν την καταστροφή σαν μπενγαμινικοί άγγελοι. Αντίθετα την αποτιμούν, περιγράφουν τα αποτελέσματά της και κυρίως φέρνουν στο φως κρυμμένα, ξεχασμένα, απωθημένα σημάδια της. Ίσως για τον λόγο αυτό ο Ζέμπαλντ αποφεύγει την αφηρημένη σκέψη και την ανάλυση, τη φιλοσοφική αναζήτηση και αμφισβήτηση, την αντιπαράθεση εννοιών, προτιμώντας τις περιγραφές, τη συσσωρευτική παράθεση γεγονότων. Πολύ σπάνια τον ενδιαφέρουν οι όροι παραγωγής αλήθειας, ενώ πάντα τον προσελκύουν οι αδιαφιλονίκητες διαπιστώσεις για τα τρομακτικά σημάδια των αποτυχιών της αλήθειας αυτής στις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο. Οι τεκμηριώσεις του επακριβείς, οι αρχειακές παραθέσεις του συγκεκριμένες. Η οριζόντια αφήγησή του έχει σπάνιες κάθετες τομές. Τη ροή της αφήγησης αυτής δεν διακόπτουν εμφανείς αμφισβητήσεις. Ωστόσο πρόκειται για διασταλτικές περιγραφές και επεξεργασμένες επανακαταχωρήσεις που μιλούν μέσω της σκέψης και προς τη σκέψη, για σκεπτόμενες λεπτομέρειες απτών αλληλουχιών σε χρόνο και χώρο που προκαλούν τον λογισμό. Είναι αδύνατο να είσαι ένας πλάνης αναγνώστης στα αφηγήματα του Μωρίς Μπλανσό, καθώς βυθίζεσαι στην κάθετη ανάπτυξη της σκέψης του. Ο Ζέμπαλντ ξεδιπλώνει κείμενα πόλεις, κείμενα τοπία, μακροσκελείς προτάσεις που εσωκλείουν πολλές δευτερεύουσες προτάσεις, στενά και παρόδους και μονοπάτια που παρεκκλίνουν από τους κεντρικούς δρόμους ή ελίσσονται στην περιφέρειά τους. Ο αφηγητής στο «All’estero»:

«Αν σχεδίαζε κανείς τους περιπάτους που είχα ακολουθήσει τότε, θα είχε την εντύπωση ότι εδώ κάποιος επιχειρούσε διαρκώς νέους ελιγμούς και διαδρομές μέσα σε έναν     δεδομένο χώρο, μόνο και μόνο για να καταλήγει διαρκώς στο περιθώριο της λογικής, της φαντασίας και της θέλησής του και να αναγκάζεται να γυρίσει πίσω.» (Αίσθημα ιλίγγου, μτφ. Ι. Μ., σ. 35.)

Και σε μια πόλη ή σε μια ύπαιθρο ο πλάνης περπατά και χάνεται στο ήδη δημιουργημένο και προσφερόμενο. Ακολουθεί τα αποτελέσματα, τα αποτυπώματα της σκέψης ή απερισκεψίας άλλων, απορροφά και επαναποδίδει, και κάπου κάπου και για λίγο βυθίζεται στην ανάλυση αυτών που συναντά, στοχάζεται αυτό που υποβαθρώνει ό,τι τον περιβάλλει. Έτσι οι λιγοστές και σύντομες, κάθετες προς τα κάτω (αναλυτικές και στοχαστικές) ή προς τα πάνω (διαισθητικές και υποθετικές) τομές του Ζέμπαλντ έρχονται απρόσμενα και συναρπάζουν περισσότερο από το αν τις περίμενε κανείς ή συνειρμικά τις προείκαζε. Ο πλάνης δεν σκέπτεται την ώρα της περιπλάνησης. Αν το κάνει, πώς θα μπορούσε να είναι απορροφητικός, πώς θα έβλεπε τι συναντά δίχως να πέφτει πάνω σε δέντρα, πώς θα μπορούσε να δείχνει την αγάπη του στον χώρο που του προσφέρεται;

Τσίτσεστερ, 5 Οκτωβρίου 2012.
Σκεπτόμενες περιγραφές και στα μεγαλύτερα ποιήματα του Ζέμπαλντ ή στα πολύ μικρά (όπως αυτά του 2001 στο βιβλίο For years now, τα οποία συνοδεύουν εικόνες της Tess Jaray) δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να εμπλακεί σε εννοιολογική διερεύνηση ή να εμπιστευθεί, με τον τρόπο του φλανέρ, την προσωπική καταχωρητική του αντίληψη. Στη συλλογή Πάνω από τη στεριά και το νερό (Über das Land und das Wasser, 2008, σ. 39, με πιθανή χρονιά ολοκλήρωσής της το 1984), στο ποίημα «Κάτι στο αυτί μου» (που μιλά για τον θάνατο της καρδιάς, αυτόν που χρόνια αργότερα, μέσω ανευρύσματος, τον βρήκε στο αυτοκίνητό του κοντά στο Νόριτς) οι περιγραφές αυτές μας οδηγούν σε μια διπλή υπόσταση της αβύσσου:

Καθώς με παίρνει ο ύπνος
στον καναπέ
ακούω από μακριά
τις χήνες στο ραδιόφωνο
να ακονίζουν τα ράμφη τους
για να διαβάσουν την ετυμηγορία

Η ερυσίβη φουντώνει
στον κήπο η παράλυση
απλώνεται
μια μακρά διαδοχή
από ελάχιστες τρομάρες
νιώθω το αίμα
κάτω από τις ρίζες
των δοντιών μου

Όταν ξυπνώ
μου γνέφει
ο καρδιακός θάνατος
από την άλλη μεριά
της αβύσσου

Ίσως να μη πρόκειται για την υπόσταση της αβύσσου, ίσως η άβυσσος έχει υπόσταση από τη μια μεριά μόνο, την άλλη, ενώ από την εδώ μεριά η υπόστασή της παραμένει αβυσσαλέα, και για τον λόγο αυτό αναιρεί κάθε προσπάθεια να της αποδοθούν προσδιοριστικές υπαρκτικές ιδιότητες. Ποια είναι η άβυσσος και ποια είναι η άλλη της μεριά; Μήπως η άλλη μεριά της αβύσσου δεν είναι καν άβυσσος; Οπωσδήποτε από την άλλη μεριά της αβύσσου πλησιάζει κάτι συγκεκριμένο, καθορίσιμο και οριστικό. Η απειλή του θανάτου. Ωστόσο ο ποιητής βρίσκεται ήδη σε μια άβυσσο, όπου τώρα βιώνει την εξάπλωση μιας άρνησης. Θα επρόκειτο όμως για άβυσσο χωρίς την άρνηση αυτή και η οποία τώρα απειλείται από μια επιπλέον άρνηση, πιο τελεσίδικη ίσως; Έχει η άρνηση από την άλλη μεριά της αβύσσου ήδη εισχωρήσει την ώρα που ο αφηγητής κοιμάται στην εδώ μεριά, απειλώντας αυτό που πάντα προϋπήρχε και που, ως προ-οντολογική ανοιχτωσιά, υπονομεύει το βάθρο της μεταφυσικής και κάθε βεβαιότητα που στηρίζεται σε αυτή; Είναι η άρνηση αυτή η προσέγγιση από την άλλη μεριά ενός τέλους, αλλά και της ιδιότητας του τέλους, των δομών του, της βίας του; Και η άβυσσος εδώ, αυτογέννητη, πώς θα μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί δίχως την άρνηση που στην απώτατή της μορφή οδηγεί στον αυταρχισμό; Ο Ζέμπαλντ θέλει να απαλείψει τον αυταρχισμό, τον ίδιο τον φασισμό και οτιδήποτε μπορεί να τον ανακαλέσει: «Θέλω να εξαφανίσω τον φασισμό μέχρι και το ίδιο μου το όνομα. Χρησιμοποιώ μόνο τα αρχικά των μικρών ονομάτων μου…» (Saturns Moons, σ. 354.) Δεν θέλει να έχει ρίζες. Και για τον λόγο αυτό δεν θέλει να ανήκει σε κάποια χώρα, σε κάποια πόλη ή χωριό: «Όσο περισσότερο μένω εδώ [στην Αγγλία], τόσο λιγότερο αισθάνομαι ότι είναι ο τόπος μου. Στη Γερμανία με θεωρούν γηγενή, αλλά αισθάνομαι τουλάχιστον το ίδιο απόμακρος κι εκεί. Η ιδανική κατοικία μου είναι ίσως ένα ξενοδοχείο στην Ελβετία» (Maya Jaggi, «Recovered memories», The Guardian, 22-9-2001). Ο πλάνης που δεν θέλει να ιδιοποιείται ή να τον ιδιοποιούνται. Το σπίτι του φλανέρ είναι οι τόποι που διασχίζει. Όταν δεν βρίσκεται στους τόπους αυτούς, το σπίτι του είναι η μνήμες τους. Ο ιστορητής τραγικών συγκρούσεων του άμεσου αλλά και του απώτερου παρελθόντος, των βίαιων συνεπειών τους, των απόηχών τους στο παρόν, των σημαδιών τους στη μνήμη και στη φύση, η μελαγχολία του οποίου γεννά την τραγική του συναίσθηση, την αντίληψή του για το τραγικό, την επίγνωση που ίσως, χάρη στον τρόμο που ο Ζέμπαλντ ζωγραφίζει, κάποτε δεν θα μας οδηγήσει ξανά σε βίαιες αναμετρήσεις. Ο φλανέρ που θυμάται με μνήμη ανεπηρέαστη για να μπορεί να απομακρύνεται ευέλικτα από το περιεχόμενό της και το ίδιο ευέλικτα να επιστρέφει σε αυτό. Η γλώσσα του Ζέμπαλντ, το ύφος της – εμπνευσμένο περισσότερο από Γερμανούς συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, οι οποίοι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην αυτονομία της αφηγηματικής γλώσσας, παρά στην αναλυτική της δύναμη ή στο συναισθηματικό της φορτίο (Saturns Moons, σ. 369) – διατηρούν το θυμικό του αφηγητή σε μια αποστασιοποιημένη ισορροπία, καλλιεργούν την ιδιότητά του ως μη ταυτισμένου επισκέπτη με την κατάσταση του κόσμου που περιγράφει.

Στο τρένο προς το Βέξιε, 24 Απριλίου 2008.
Ένα κοπάδι ελάφια. Την άνοιξη του 2008 διάβαζα τον Ζέμπαλντ στα Ελληνικά, τις πολύτιμες μεταφράσεις του Γιάννη Καλιφατίδη και της Ιωάννας Μεϊτάνη. Αργά το απόγευμα τον Απρίλιο του 2008 από το παράθυρο μου στην αριστερή μεριά του τρένου της γραμμής που ενώνει την Κοπεγχάγη με τη σουηδική πόλη Κάλμαρ, στις παρυφές ενός δάσους, πέρα από ένα πράσινο λιβάδι ανάμεσα στις μικρές κωμοπόλεις Χέερ και Χέσσλεχολμ, ακριβώς τη στιγμή που είχα φτάσει στις σελίδες 192 και 193 των Ξεριζωμένων (μτφ. Γ. Κ.) και άκουγα τον Μαξ Φέρμπερ να μιλά για την άνοιξη του 1945 στο Μάντσεστερ και για τις «ωχροπράσινες παρυφές» ενός δάσους, που «χανόταν στο βάθος» μιας πεδιάδας, όπου «μισή ώρα μετά το ηλιοβασίλεμα» είδε «μια αγέλη ελάφια να διαβαίνει τις πύλες της νύχτας», είδα ένα κοπάδι ελάφια να στέκεται και να κοιτάζει προς το τρένο. Το είδα την ίδια στιγμή που διάβαζα για τα ελάφια του Φέρμπερ. Μοίρα και σύμπτωση, Μαξ Φέρμπερ. Τα ελάφια σφράγισαν την απόφασή του να αποδεχτεί τη μοίρα του και να μείνει στο Μάντσεστερ. Μια στιγμή αιωνιότητας και συγχρόνως μια στιγμή εκτός χρόνου, σε σχέση με την εκτύλιξη του χρόνου που διαπίστωνε γύρω του. Και συγχρόνως η σύμπτωση του χρόνου σε κίνηση με τον χρόνο σε ακινησία και με την ίδια του τη μοίρα. Και τότε ακριβώς η δική μου σύμπτωση τη στιγμή που η πραγματικότητα του μυθιστορήματος συγχεόταν με τη δική μου πραγματικότητα. Και επιπλέον αυτή η διπλή στιγμή ευτυχίας. Δεν είναι αυτό που συχνά επιθυμεί ένας ταξιδιώτης που διασχίζει την ύπαιθρο στα μέρη αυτά της Ευρώπης, να δει ένα κοπάδι ελάφια και να βιώσει τη στιγμή της γαλήνης που αντιπροσωπεύει τη σύντομη αποχή ή έξοδο από την άτεγκτα δομημένη ροή του χρόνου; Μια εικόνα με αμέριμνα ελάφια, η οποία συγχρόνως είναι και μια στιγμή με τον δικό της χρόνο. Μια επικολυρική σκηνή που εύκολα μπορεί να σκιαχτεί και να διαλυθεί από κάποιον απότομο θόρυβο, από την παρουσία κάποιου που δεν εναρμονίζεται με αυτή. Και επίσης μια μελαγχολική στιγμή εξαιτίας της σπανιότητάς της. Φαντάστηκα τον Μαξ Φέρμπερ, αλλά και τον ίδιο τον Ζέμπαλντ, σαν ένα ελάφι, σαν ένα κοπάδι ελάφια, που στοχάζεται από απόσταση τον τρόμο, τις τρομάρες, που έχει επιβάλει ο άνθρωπος, τη βία της δομημένης ροής. Οι συμπτώσεις φέρνουν σε αμηχανία, προβληματίζουν τις μηχανές του λόγου και προβάλλουν μια δική τους λογική. Μια λογική χωρίς λόγο, ένα λόγο χωρίς λογική. Ο Ζέμπαλντ που δεν πιστεύει στον θεό αποκαλεί αυτόν τον λόγο δίχως λόγο «μεταφυσική»:

«Όταν συμβαίνουν εντυπωσιακές συμπτώσεις έχει κανείς πάντα την αίσθηση ότι κάτι πρέπει να σημαίνουν. Αλλά δεν ξέρεις τι. Είναι ενδεχομένως φαινόμενα που συμβαίνουν στο περιθώριο της ζωής, όπου ο αποκαλούμενος πραγματικός κόσμος έρχεται σε επαφή με το μεταφυσικό στοιχείο. Η μεταφυσική είναι κάτι για το οποίο δεν μιλά κανείς πια. Θεωρείται γελοίο, άνευ ουσίας, δίχως νόημα. Ωστόσο με ενδιαφέρουν τα μεταφυσικά θέματα με την ευρύτερη έννοια της λέξης – και όταν το λέω αυτό, δεν το εννοώ με τη θρησκευτική του έννοια, καθώς αυτό θα ήταν ξένο για μένα. Εξαιρετικά απίθανες συμπτώσεις, αλληλεπικαλύψεις ζωών διαφορετικών ανθρώπων, πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με λέξεις συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής κάθε ανθρώπου.» (Saturns Moons, σ. 352.)

Αυτή τη μεταφυσική σκέψη δίχως τη θρησκευτική της διάσταση θα πρέπει να τη φανταστούμε ως σκέψη χωρίς τις κατευθυντικές κινήσεις του λόγου, τις επιταγές του. Συμβαίνουν πράγματα που ο λόγος δεν ελέγχει, που μια αρχή ή ένα τέλος δεν καθορίζουν, και τα οποία ωστόσο επηρεάζουν τη σχέση μας με τον κόσμο, τη διευρύνουν προς αναπάντεχα σημεία, επίπεδα και διαστάσεις. Προβάλλει η ίδια η αινιγματικότητα, η ανεξήγητη αναντιστοιχία απρόοπτων φαινόμενων, γεγονότων, συναφειών. Είναι ο χώρος που διαμορφώνουν οι συμπτώσεις, συγγενικός, αν όχι ο ίδιος, με αυτόν που περιγράφει ο αφηγητής στο Άουστερλιτς (σ. 48, μτφ. Ι. Μ.):

«Κι αν με συνάντησε εδώ [ο Άουστερλιτς], στο μπαρ του ξενοδοχείου Γκρέητ Ήστερν, όπου δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ στη ζωή του, τότε αυτό, ενάντια σε κάθε στατιστική πιθανότητα, υπάκουε σε μια θαυμαστή, σχεδόν επιτακτική εσωτερική λογική.»

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ζέμπαλντ, όμοια με τον Τούμας Τράνστρεμερ για παράδειγμα, είναι ένας προ-μεταφυσικός, προ-οντολογικός συγγραφέας ή ένας συγγραφέας που στοχάζεται τον χώρο επέκεινα της μεταφυσικής, τις στιγμές που διασπούν τη συνοχή του υπερβατικού. Για τον λόγο αυτό όταν δεν πέφτει πάνω σε συμπτώσεις θέλει να τις προκαλεί (Saturns Moons, σ. 279). Θα προτιμούσε έναν κόσμο που αποτελείται μόνο από συμπτώσεις και έτσι θα ήταν ελεύθερος από κάθε λογισμική διάρθρωση, έναν κόσμο ως διάκοσμο πανδιάστατων, ενδογενών, κυβευτικών εναρμονήσεων, χώρα του Ηράκλειτου, όπου μας γνέφει «η ασύλληπτα ακριβής αταξία των μίσχων σε μια χούφτα ξερά χόρτα» (Άουστερλιτς, σ. 81, μτφ. Ι. Μ.). Στη συνέντευξη με τον Joseph Cuomo (σ. 97) ο έλλογος κόσμος μας αποκαλείται και βέβαια εκλαμβάνεται από τον Ζέμπαλντ ως “nonsensical” και αποκτά νόημα χάρη στις συμπτώσεις:

«Νομίζω ότι όλα τα φιλοσοφικά μας συστήματα, όλα τα θρησκευτικά μας συστήματα,        όλα τα οικοδομήματά μας, ακόμα και τα τεχνολογικά, είναι κατασκευασμένα με τον     τρόπο αυτό, ώστε να έχουν κάποιου είδους νόημα, το οποίο δεν υπάρχει, όπως όλοι γνωρίζουμε.»

Ο μη λόγος δίνει λόγο στον λόγο, ο μη λόγος κάνει τον λόγο αντιληπτό, όχι ωστόσο ως μια οντότητα που διέπουν υπεραισθητοί, συστημικοί κανόνες, αλλά σαν πλέγμα απρόβλεπτων νοημάτων. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να στοχαστεί κανείς το γεγονός ότι ενώ ο Ζέμπαλντ παρέμεινε μακριά από τη σύγχρονη αποδομητική σκέψη (δεν τη συζητά και ίσως να μη τον ενδιέφερε) έχει πολλά κοινά σημεία με αυτή. Θεωρώ μάλιστα ότι δεν μας επιτρέπει μόνο να αφήσουμε πίσω μας την ανοιχτότητα του ύστερου Μάρτιν Χάιντεγκερ, αλλά να πάμε και πέρα από την ενίοτε εξουθενωτική ένταση των αντιρρητικών (εξαρτώμενων από την άρνηση, αν και έχουν στόχο την κατάφαση) εξονυχίσεων του Ζακ Ντερριντά.

Κρήτη, Ηράκλειο, Ιούλιος 2013.
Ο Ζέμπαλντ γράφει σαν πλάνης που με την περιπλάνησή του καταφάσκει την ίδια τη λειτουργία της περιπλάνησης, η οποία του ανοίγει τον χώρο μακριά από τα αίτια των καταστροφών, μια ευρύτητα όπου η αλήθεια έχει ήδη χαθεί πριν από το πέρασμα της κάθε στιγμής, εν μέσω μιας διαρκούς καινοφάνειας και μιας μοναχικότητας που ακριβώς τη στιγμή εκείνη είναι τόσο δική του όσο και του τόπου που διασχίζει. Δυο μοναχικότητες ανοίγονται η μια στην άλλη. Και ο πλάνης ακολουθεί έτσι δυο παράλληλες επικές πορείες, τη μια που προσφέρει ο τόπος και η ιστορία του και την άλλη που δημιουργεί ο ίδιος. Στην περίπτωση του Ζέμπαλντ οι προσωπικές του πορείες καλύπτονται από την ιδιαίτερη πατίνα της μελαγχολίας που δημιουργούν τα σημάδια καταστροφικών ανθρώπινων πράξεων («Η ύπαρξή μας ως είδος δεν είναι θεμιτή. Έχουμε οργανώσει την κοινωνία μας με τέτοιο τρόπο, ώστε απειλούμε να κάψουμε εαυτούς.» Saturns Moons, σ. 351), η οποία όμως συγχρόνως είναι και η πατίνα της ευφορίας. Και τούτο εξαιτίας της καταφατικής δύναμης που κρύβει η επίγνωση αυτή και η οποία τον μετατρέπει σε ένα άλλο σχήμα ζωής, τον μεταφέρει εκτός συγκροτημένου χρόνου. Οι αφηγήσεις του έτσι δεν είναι παρά στιγμιότυπα «για όλη την αιωνιότητα» ή προσπάθειες να «δημιουργήσ[ει] μικροσκοπικές δεξαμενές αχρονικότητας» (Saturns Moons, σ. 352 και 353). Η πατίνα μέσα από την οποία ο Ζέμπαλντ παρατηρεί καλύπτει χωρίς να αγγίζει τους τόπους στους οποίους περιπλανιέται, είναι (με τη σκέψη στον Μπένγιαμιν και πάλι) σαν ένα εύπλαστο μπαλκόνι, ένα είδος δακτύλιου του Κρόνου που του δίνει τη δυνατότητα να αιωρείται πάνω από τον κόσμο χωρίς να ανήκει σε αυτόν και χωρίς να τον ιδιοποιείται. Στην πατίνα αυτή ο πλάνης Ζέμπαλντ δίνει ένα φαινομενικά απλανές βάθος με τη βοήθεια της εκ προτέρου ή εξ υστέρου στόχασης και έρευνας σε αρχεία, και της μελέτης ιστορικών και θεωρητικών πηγών, ώστε η τόσο προσωπική αρχικά αφήγησή του να αποκτήσει την επική της διάσταση, τον χαρακτήρα του ντοκουμέντου. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να βγάλει συμπεράσματα ή να διδάξει μέσω της ιστορίας, όπως κάνει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά θυμίζοντάς μας τον Θανάση Βαλτινό αναπαριστάνει μια εκδοχή της πραγματικότητας. Σαν τον Καβάφη όμως τώρα, και σε αντίθεση με τον Βαλτινό που καταγράφει με δοκιμιακή, αντικειμενική παρατηρητικότητα, εμποτίζει τα λόγια του με μελαγχολία (που ωστόσο είναι ηττοπαθής συχνά και αποθαρρυμένη στον Καβάφη, ενώ είναι ατάραχα λυτρωτική στον Ζέμπαλντ). Στον αγγλικό τόμο Campo Santo (2005, σ. 24), μιλώντας για νεκροταφεία και νεκρούς στην Κορσική, ο αφηγητής του Ζέμπαλντ εντοπίζει ταφικές κατοικίες σε διάφορα μέρη της υπαίθρου, όπως σε «έναν ελαιώνα γεμάτο από τις κινήσεις του φωτός και της σκιάς». Ο νους μου πήγε στο ποίημα του Βαλτινού στον τόμο Σχισμή φωτός (2001, σ. 67). Διαβάζουμε εκεί για τον ίσκιο διαφόρων δέντρων, μεταξύ αυτών και της ελιάς:

Αντίθετα ο ίσκιος της ελιάς
είναι εξαιρετικά λεπτός,
φτιαγμένος από ήχους τζιτζικιών
και διηθημένες στάλες ηλίου.
Ένα κέντημα στο δέρμα του καλοκαιριού.

Και αλλάζοντας ρυθμό και ύφος ο αφηγητής του Βαλτινού καταλήγει με την πραγματολογική διαπίστωση που δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη στιλπνότητα του λόγου του: «Παρά την ηλικία της η ελιά δεν βάρυνε ποτέ τη γη. / Ανάλογο ίσκιο έχουν και οι χαρουπιές.» Ο Βαλτινός επιπλέον πατά γερά πάνω στη γη και δεν απομακρύνεται από τον πυρήνα της αφήγησής του, ενώ ο Ζέμπαλντ υπερίπταται και χάνεται, επιστρέφει στα γεγονότα αλλάζοντάς τα κάπως και ξαναχάνεται από μέρος σε μέρος, από χρόνο σε χρόνο, από μνήμη σε μνήμη, δίχως να ακολουθεί κάποιο σχέδιο παρά μόνο τη διαίσθησή του της στιγμής και την παραξενιά των συμπτώσεων. Και θα μπορούσε να περιφέρεται επ’ άπειρον αν το επιθυμούσε, θα μπορούσε να συνεχίσει την περιπλάνησή του ώσπου να πέσει κάτω ξερός, κάτι που, θα μπορούσε να εικάσει κανείς, νιώθουν και πιστεύουν, και ίσως ονειρεύονται, όλοι οι πλάνητες. Και ο πλάνης αναγνώστης του Ζέμπλαντ βρίσκεται στην ίδια δυναμική κατάσταση. Μπορεί να αφήσει ένα κείμενό του στη μέση για να συνεχίσει να διαβάζει άλλα βιβλία του, μπορεί να επιστρέψει στα μισοδιαβασμένα ευχόμενος να υπήρχαν άπειρα, συνεπαρμένος από έναν λόγο που απομακρύνεται από το εννοιολογικό περιεχόμενό του και γίνεται μια πολυδιάστατη υλικότητα, ένας ανοιχτός φυσικός χώρος έξω από τα όρια του χρόνου, μια άβυσσος δίχως το αρνητικό σημασιολογικό της φορτίο.

Θεσσαλονίκη, 20 Ιουλίου 2013.
Από τη μια μελαγχολία, αυτή που συνδέεται με τα αρνητικά γεγονότα της ιστορίας και της φύσης, ο Ζέμπαλντ ανυψώνεται στην άλλη μελαγχολία, αυτή που προξενεί η τραγική συναίσθηση της αβύσσου πάνω στην οποία έχει κτιστεί ο κόσμος μας. Η δεύτερη αυτή μελαγχολία είναι συγχρόνως και ευφορία καθώς ανοίγει τον δρόμο για την καταφατική στάση προς τον κόσμο, καθώς απεγκλωβίζει τον λόγο από τις αρνήσεις της μεταφυσικής, από τη βία και τις αιτίες που τη γέννησαν. Την ευφορία αυτή ωστόσο δεν θα πρέπει να την εννοήσουμε ως ευδαιμονία. Ούτε πρέπει να εννοήσουμε τη μελαγχολία ως κατάθλιψη. Σε συνέντευξη στους Martin Doerry και Volker Hage, όπου αποκαλύπτει τον φόβο του για το μελοδραματικό («Ich fürchte das Melodramatische», Der Spiegel, 12-3-2001), ο Ζέμπαλντ είναι σαφής:

«Η μελαγχολία είναι κάτι διαφορετικό από την κατάθλιψη. Ενώ η κατάθλιψη καθιστά αδύνατη τη σκέψη και τον διαλογισμό, η μελαγχολία – όχι απαραιτήτως μια ευχάριστη κατάσταση καθαυτή – σου επιτρέπει να στοχάζεσαι…»

Ακολουθώντας τον ειρμό αυτόν μπορούμε να πούμε ότι η ευφορία, αντίθετα από την ευδαιμονία, είναι μια ενεργός, δημιουργική κατάσταση, μια ατέρμονη συνειδητοποίηση που δεν αφήνει τη μνήμη να αναπαυθεί ούτε στιγμή. «Είναι σαφές νομίζω», διευκρίνισε λίγο πριν από τον θάνατό του ο Ζέμπαλντ, «ότι όσοι δεν έχουν μνήμη έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή» (Maya Jaggi, «The last word», The Guardian, 21-12-2001). Η συρροή αυτή της μελαγχολίας με την ευφορία παίρνει τη μορφή της αποστασιοποιημένης πατίνας που υπερίπταται λίγο πάνω από τα γεγονότα και τα φαινόμενα τα οποία ο Ζέμπαλντ περιέρχεται, που ζυγιάζεται «μια σπιθαμή πάνω από το έδαφος». (Την εικόνα αυτή μας την προσφέρει ο Ζέμπαλντ στο Αίσθημα ιλίγγου, σ. 124, και στους Δακτύλιους του Κρόνου, σ. 214. Και με διαφορικές λέξεις στο δοκίμιό του για τον Βάλζερ στο Logis in einem Landhaus, 1998, σ. 166, και στο δοκίμιό του για τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο Campo Santo, στη σ. 150 για παράδειγμα.) Στην ευφορία της νεφελώδους πατίνας, της περιρρέουσας αβύσσου (θα πρέπει οπωσδήποτε κάποια στιγμή να βρούμε ένα άλλο όνομα για την άβυσσο, ένα που να μη φοβίζει και απειλεί, που θα υποδεικνύει το μη αρχοκρατούμενο άπειρο), ο κόσμος αναπτύσσεται με τρόπο τυχαίο όσο ο λόγος εγκαταλείπει τον λόγο και ξεδιπλώνει, στοχάζοντάς την και απολαμβάνοντάς την συγχρόνως, μια κοσμητική την οποία μπορούμε, για άλλους λόγους βεβαίως (αλλά και όχι), να εντοπίσουμε και στα λόγια του Άουστερλιτς (μτφ. Ι. Μ., σ. 49):

«[…] μια δύναμη που προέχει ή υπερέχει της νοητικής μου ικανότητας, και προφανώς επιβάλλει την προνοητική της λειτουργία σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου μου, με προστάτευε πάντοτε από το ίδιο το μυστικό μου και συστηματικά με κρατούσε σε απόσταση από τα πιο προφανή συμπεράσματα και τις έρευνες που υπαγόρευαν τα συμπεράσματα αυτά.»

Βρισκόμαστε στον χώρο με τη δική του άλογη εσωτερικότητα, όπου ο κόσμος παραμένει ανοικτός επειδή είναι ερμητικά αλεξίλογος, επειδή δεν επιτρέπει στις αχτίνες του λόγου να διεισδύσουν. Τα αντικείμενα εδώ εμφανίζονται με τον τρόπο που τα περιγράφει ο Άουστερλιτς μιλώντας για τον σκοτεινό θάλαμο και την τέχνη της φωτογραφίας (σ. 81, μτφ. Ι. Μ.):

«Από την αρχή με απασχολούσε η μορφή και η ερμητική διάσταση των πραγμάτων, η κίνηση του κάγκελου της σκάλας, οι αυλακώσεις μιας πέτρινης αψίδας, η ασύλληπτα ακριβής αταξία των μίσχων σε μια τούφα ξερά χόρτα.»

Τα κείμενα του Ζέμπαλντ έχουν από την πρώτη τους λέξη την ίδια υπόσταση με τις ενσωματωμένες τους φωτογραφίες. Δεν εξαρτώνται από επεξηγήσεις, από αιτιολογική νοηματοδότηση. Αναπτύσσουν μια αχρονικότητα που θέλει να υπερβεί τόσο το κακό όσο και τις πηγές του. Η ευφορία της γραφής του μας βγάζει σε ένα αστήριχτο στερέωμα που μετάρσιο απομακρύνεται παραμένοντας πάντα μετέωρο εδώ γύρω, μας εναποθέτει σε μια κοσμητική όπου το Είναι δεν είναι παρά ένα ανυπολόγιστο πλέγμα απρόοπτων εναρμονίσεων και ετερόκλητων συνυφάνσεων. Πάντα με το τραγικό σκοτάδι των πράξεών μας στο κατόπιν μας:

«Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό που ακολούθησε, δεν έπαψα να αναλογίζομαι τόσο την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων όσο και την παραλυτική φρίκη που με κατακυρίευε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε τύχαινε να βρεθώ αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή, από καταβολής κόσμου, ακόμα και σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή.» (Οι δακτύλιοι του Κρόνου, σ. 13, μτφ. Γ. Κ.)

Sebald redigerad_2

Platsernas eufori
(Ur den dolda bloggen om sömnlöshet)

Till Peter Luthersson

Boston, 24 november 2011.
”Den stora euforin att vara ensam” skulle kunna vara flanörens korta hälsning till Edgar Allan Poe som i sin berättelse ”The man of the crowd” citerar Jean de la Bruyères ord ”Ce grand malheur, de ne pouvoir être seul” (”Den stora olyckan att inte kunna vara ensam”). Men även titeln till dessa anteckningar, inspirerad (med hjälp av ett litet hopp i tankegången) av den amerikanske författaren, kunde ha varit ”W. G. Sebald, platsernas man.” Sebald djupt inne på de platser han skrev om, inte identifierad med dem och inte heller helt uppslukad av dem. Ett litet men distinkt avstånd skiljer flanören från den plats där han vandrar, ett avstånd som ett tunt moln som gör varje kontakt med det nya mjuk och vänlig, en nebulös formation som samtidigt är en klarhet, den som föder de självförkunnade mötena med det helt nya. Dessa mötens flöde i en ny stad, ett nytt landskap, är ofrånkomligen sammanflätat med platsernas, öppenhetens och den diskreta generositetens eufori. Det är bejakelsens eufori, i vilken ontologin upplöses och skingrar sig som damm, medan negationerna och allt det onda som de har belamrat historien, minnet och människans medvetenhet med begränsas till en liten men alltid väl åskådliggjord vrå i den obegränsade världen.

Cambridge, Mass., 27 mars 2012.
Denna förväntansfulla eufori på de platser (mörka, sorgsna, förstörda) som Sebalds ensamme berättare reser genom eller beskriver (”Le promeneur solitaire” är titeln på hans essä om Robert Walser i volymen Logis in einem Landhaus). Geografiska och historiska platser, ämnen som diskuteras i detalj och ämnen som avlöser varandra utan förvarning. Flanörens spontana riktningar i staden eller på landet. Något drar hans uppmärksamhet, något talar till hans intuition, något som kan definieras eller något helt obestämbart. Flanören går planlöst och med hjälp av det planlösa går han vilse samtidigt som han oavlåtligen gör nya upptäckter. Framför allt går han. En dag sätter han igång någonstädes och går någonvart. En dag sätter Sebalds läsare igång och vandrar in i författarens texter och i deras intertextualitet. Läsaren förkroppsligar en episk rörelse, följer fötternas funderingar, kroppens betraktelser i tid och rum. En förtrogen rörelse mitt i det euforiskt oförtrogna, det fyllda av lyckliga avvikelser, tillfälligheter och sammanträffanden. Här följer en allitterativ tillfällighet: titeln Logis in einem Landhaus (Walsers ord dessa som vi skulle kunna återge som ”Logi på ett lantställe”) fick mig att tänka på berättelsen ”Landor’s cottage” (”Landors lantställe”), där fantasin blandas med (auto)biografin. Ett landskap som jag en gång hade farit över, rymligheten i minnet av det. De första raderna i Poes lilla berättelse: ”Under en fotvandring i somras genom ett eller två flodkorsade distrikter i New York…” Detta initiala löfte om äventyr, upptäckter och avslöjanden i så många av Sebalds texter också. Löftet om aktiv njutning, mottagandet av en självverkande generositet, skingrandet av jaget i en oändlig öppenhet. Och det ofördröjliga fördubblandet av den första euforin då ett annat sätt att vandra avslöjas, som framkallar en annan känsla, ett annat intellekt och ett annorlunda förhållande till tiden. Huvudsakligen förfluten tid hos Sebald, minnenas arkiv (”Jag kan säga med ännu större säkerhet – och det är förknippat med berättarens melankoliska sinnelag – att de döda intresserar mig mer än de levande” (”Echoes from the past: A conversation with Piet de Moor”, Jo Catling och Richard Hibbitt, Saturn’s moons: W. G. Sebald – A handbook, 2011, s. 354). Övervägande närvarande tid hos Poe, den omedelbara erfarenheten. Intensiv inlevelse hos Poe, nykter distans hos Sebald. Båda bringar fram former av det okända och det oväntade. Vi kan väl då inte undra att vi i Saturn’s Moons (s. 406) läser att Sebald i sitt bibliotek hade Poes bok Tales of mystery and imagination, den gamla utgåvan från 1912 dessutom – som från minnets avlagringar – från förlaget Dent (Everyman).

Cambridge, Mass., 29 mars 2012.
Sebalds berättare är vända mot det förflutna, besvikna på historien eller bergtagna av främst personliga händelser i den, såsom det framgår till exempel av den för berättaren skrämmande scenen i ”den blå bussen” (Svindel. Känslor, i W. G. Sebald, Dikt, prosa, essä. Övers. Ulrika Wallenström, 2011, s. 161. ”Ja, denna specifika episod har faktiskt ägt rum som den beskrivs, och det är från den tiden som jag alltid har en av dessa små kameror i fickan”, berättar Sebald i sitt samtal med Joseph Cuomo i boken The emergence of memory: Conversations with W. G. Sebald, red. Lynne Sharon Schwartz, 2007, s. 116-117) med tvillingbröderna som såg ut som Kafka eller av berättarens fruktsamma relation till Jacques Austerlitz. Rundvandringarna i minnets landsändor precis som de i städer eller genom öppna landskap är aldrig passionerade till rusets grad, såsom Walter Benjamin tänker sig dem i sina anteckningar om flanören (i den första volymen av det ofullständiga, som en öppen stad, arbete om Paris på artonhundratalet, och även i den andra, Das Passagen-Werk, s. 1053), inte heller är de vittnen till förstörelsen som benjaminska änglar. Tvärtom utvärderar de den, beskriver dess resultat och bringar framförallt fram till ljuset dess gömda, glömda, förträngda märken. Det är kanske av den anledningen att Sebald undviker abstrakta tankar och analyser, det filosofiska sökandet och ifrågasättandet, jämförelser av begrepp, och istället föredrar beskrivningar och den ackumulativa presentationen av fakta. Mycket sällan är han intresserad av hur sanningen produceras, medan han alltid lockas av obestridda konstateranden om de fruktansvärda spår efter denna sannings misslyckanden i människans förhållande till världen. Han dokumenterar med precision och framlägger noggrant valda arkivsammanställningar. Hans horisontella berättelser har sällan vertikala skärningar. Berättarflödet avbryts inte av uppenbara ifrågasättanden. Det handlar dock om vidgande beskrivningar och bearbetade registreringar som talar genom tanken och till tanken, om tänkande detaljer av påtagliga förlopp i tid och rum, vilka utmanar tankeverksamheten. Det är omöjligt att vara en läsande flanör i Maurice Blanchots berättelser eftersom man där sjunker in i det vertikala framåtskridandet av hans tänkande. Sebald breder ut texter som städer och landskap, han skriver långa satser som innefattar många bisatser, tvärgator, stigar och gränder som avviker från huvudvägarna eller slingrar sig i deras periferi. Berättaren i ”All’estero”:

“Hade man efteråt ritat in de vägar jag gått då skulle intrycket ha blivit att här hade någon på en på förhand given yta ideligen prövat nya passager och krumbukter bara för att ständigt återigen hamna vid randen av sitt förnuft, sin fantasi eller viljestyrka och tvingas vända om.” (Svindel. Känslor, över. U. W., s. 125.)

Och så, i en stad eller ute på landsbygden vandrar och går flanören vilse i det som redan skapats och erbjudits. Han följer resultaten, avtrycken av andras tankar eller tanklöshet, absorberar och återger, och då och då och för en kort tid engagerar han sig i analysen av det han möter, begrundar allt som omger honom. Således kommer Sebalds få och korta, vertikala nedåt- (analytiska och begrundande) eller uppåtskärningar (intuitiva och hypotetiska) oförhappandes och fascinerar en mer än om man väntade på dem eller associativt anade dem. Flanören tänker inte under kringströvandets lopp. Om han gjorde det, hur skulle han kunna vara absorberande, hur skulle han kunna se vad som han möter utan att kollidera med träden på gatan, hur skulle han kunna visa sin kärlek till den plats som erbjuds honom?

Chichester, 5 oktober 2012.
Tänkande beskrivningar även i Sebalds längre dikter eller i de mycket korta (som de från 2001 i boken For years now, vilka beledsagar bilder av Tess Jaray) ger läsaren möjligheten att engagera sig i begreppsliga utvidgningar eller, på flanörens manér, lita på hans personliga förtecknande uppfattningsförmåga. I diktsamlingen Över landet och vattnet (Über das Land und das Wasser, 2008, s. 39, som möjligen färdigställdes 1984), i dikten ”Något i örat” (som talar om hjärtats död, den som år senare, genom aneurysm, fann honom i bilen nära Norwich) leder oss dessa beskrivningar fram till avgrundens dubbla varande:

Medan jag somnar
i soffan
hör jag på avstånd
gässen på radion
vässa näbben
för att läsa domen

Bladmögeln växer
i trädgården förlamningen
sprider sig
en lång rad
av minimala förskräckelser
jag känner blodet
under rötterna
av mina tänder

När jag vaknar
vinkar hjärtdöden
åt mig
från andra sidan
avgrunden

Kanske handlar det inte om avgrundens varande, kanske har avgrunden ett varande på ena sidan bara, den andra, medan dess varande på den här sidan förblir avgrundsdjupt, och därför upphäver det alla försök att tillskriva det bestämmande existentiella egenskaper. Vad är avgrunden och vad är dess andra sida? Kan det vara så att avgrundens andra sida inte alls är någon avgrund? Tvivelsutan närmar något konkret sig från andra sidan avgrunden, något definierbart och definitivt. Dödens hot. Ändå befinner poeten sig redan i en avgrund, där han nu upplever hur en negation sprider sig. Men skulle det handla om avgrunden utan denna negation, och som nu hotas av ytterligare en negation, en mer slutgiltig kanske? Har negationen från avgrundens andra sida redan trängt sig in medan poeten ligger och sover på denna sida, och hotar det som alltid för-existerat och som, lik en för-ontologisk öppenhet, underminerar metafysikens fundament och varje övertygelse som grundar sig i den? Är denna negation närmandet från andra sidan av ett slut, och även av slutet som egenskap, struktur och våld? Och avgrunden på denna sida, självgenererad, hur skulle den själv kunna bevara sig utan negationen som i sin yttersta form leder till maktfullkomlighet? Sebald vill utplåna maktfullkomligheten, själva fascismen och allt som skulle kunna återkalla den: ”Jag vill utradera fascismen ända ner till mitt namn. Jag använder endast initialerna på mina förnamn…” (Saturn’s moons, s. 354). Han vill inte ha rötter. Och av denna anledning vill han inte tillhöra något land, någon stad eller by: ”Ju längre jag bor här [i England] desto mindre känner jag mig som hemma. I Tyskland tror man att jag är född där, men jag känner mig minst lika främmande där. Helst vill jag nog bo på ett hotell i Schweiz” (Maya Jaggi, ”Recovered memories”, The Guardian, 22-9-2001). Flanören som inte vill ta eller bli tagen i besittning. Flanörens hem är de platser han far över. När han inte befinner sig på dessa platser är hans hem deras minnen. Berättaren av tragiska konflikter från det omedelbara men även avlägsna förflutna, av deras resonans i nuet, deras spår i minnet och i naturen, vars melankoli framkallar hans tragiska medvetenhet, hans uppfattning av det tragiska, insikten som kanske någon gång, och tack vare den fasa som Sebald målar upp, inte kommer att leda oss till våldsamma sammandrabbningar igen. Flanören som minns med opåverkat minne för att smidigt kunna avlägsna sig från dess innehåll och lika smidigt återvända till det. Sebalds språk, dess stil – inspirerad främst av tyska författare från artonhundratalet, vilka gav mer vikt åt det berättande språkets autonomi snarare än dess analytiska styrka eller känslomässiga tyngd, (Saturn’s moons, s. 369) – bevarar berättarens förnimmelseförmågor i en distanserad balans, odlar hans egenskap som en besökare som inte identifierar sig med tillståndet i världen han beskriver.

På tåget till Växjö, 24 april 2008.
En flock hjortar. Under våren 2008 läste jag Sebald på grekiska, i de värdefulla översättningarna av Giannis Kalifatidis och Ioanna Meitani. Sent på eftermiddagen i april 2008, från mitt fönster på vänstra sidan av tåget på spåret som förbinder Köpenhamn med Kalmar, i utkanten av en skog, bortom en grön äng mellan de små städerna Höör och Hässleholm, just när jag hade kommit fram till sidorna 192 och 193 av Utvandrade (s. 426 och 427 i den svenska översättningen) och hörde Max Aurach (som Sebald döpte om till Max Ferber i den engelska utgåvan) tala om våren 1945 i Manchester och om det ”blekgröna parklandskapet” som försvann i djupet av ”slätten”, där han ”en halvtimme efter” solnedgången såg ”en flock hjortar på väg in i natten”, såg jag en flock hjortar stå och titta mot tåget. Jag såg dem samma stund som jag läste om Aurachs hjortar. Öde och tillfällighet, Max Aurach. Hjortarna förseglade hans beslut att acceptera sitt öde och bli kvar i Manchester. Ett ögonblick av evighet och samtidigt ett ögonblick utanför tiden i förhållande till tidens gång som han noterade runt sig. Och samtidigt sammanfallet av tiden i rörelse med tiden i orörlighet och med själva ödet. Och just då mitt eget sammanträffande i det ögonblick som romanens verklighet flöt samman med min egen verklighet. Och dessutom detta dubbla ögonblick av lycka. Är inte det som resenären som färdas genom landet på dessa delar av Europa ofta önskar sig, att få se en flock hjortar och uppleva en stunds frid som står för det korta avståndstagandet eller utträdet från tidens obevekligt strukturerade flöde? En bild med sorglösa hjortar, som samtidigt är ett ögonblick med sin egen tid. En på en gång episk och lyrisk scen som lätt kan skrämmas och upplösas av ett plötsligt ljud, av närvaron av något som inte harmonierar med den. Och därtill en melankolisk stund på grund av sin sällsynthet. Jag föreställde mig Max Aurach, men även Sebald själv, som en hjort, som en flock hjortar, som på distans begrundar förskräckelsen, förskräckelserna som människan har ålagt, det strukturerade flödets våld. Slumparna skapar villrådighet, försätter logos mekanismer i svårigheter och framkallar en egen logik. En logik utan logos, logos utan en logik. Sebald, som inte tror på Gud, kallar denna logos utan logos ”metafysik”:

“När slående sammanträffanden inträffar har man alltid känslan att de måste betyda något. Men man vet inte vad. De är förmodligen fenomen som uppstår i livets utkant, där den så kallade verkliga världen kommer i kontakt med det metafysiska. Metafysiken är något om vilket man inte talar längre. Det anses vara löjligt, utan substans, meningslöst. Ändå är jag intresserad av metafysiska teman i ordets vidaste bemärkelse – och när jag säger det menar jag inte det i religiös mening, för det skulle vara mig främmande. Högst osannolika sammanträffanden, överlappanden med andra människors liv, saker som inte kan förklaras med ord förekommer under alla människors liv.” (Saturn’s moons, s. 352.)

Detta metafysiska tänkande utan sin religiösa dimension borde vi föreställa oss som ett tänkande utan logos styrande, befallande gester. Det tilldrar sig sådant som logos inte kontrollerar, som inte bestäms av en början och ett slut, och som ändå påverkar vårt förhållande till världen, det utvidgar det mot oväntade riktningar, nivåer och dimensioner. Fram kommer själva gåtfullheten, den oförklarliga inkongruensen mellan överraskande företeelser, händelser och samband. Det är platsen som formas av sammanträffandena, befryndad med, om inte densamma som, den som berättaren i Austerlitz beskriver (övers. U. W., s. 761):

“Och när han [Austerlitz] nu hade träffat på mig här i baren på Great Eastern Hotel, där han aldrig i hela sitt liv hade satt sin fot förut, så ägde det, mot all statistisk sannolikhet, en häpnadsväckande, rentav tvingande inre logik.”

Vi skulle kunna säga att Sebald, i likhet med Tomas Tranströmer till exempel, är en för-metafysisk, för-ontologisk författare eller en författare som övertänker rummet bortom metafysiken, de stunder som bryter det transcendentalas koherens. Därför vill han, när han inte stöter på slumparna, provocera fram dem (Saturn’s moons, s. 279). Han skulle föredra en värld som består av tillfälligheter bara, således skulle han vara fri från varje följdriktig konstruktion, en värld (kosmos) som ett ordnande (kosmetik), skapad av alldimensionella, endogena, slumpartade harmonieringar, ett herakleitiskt land, där vi hälsas av ”det obegripligt exakta trasslet av strån i en tova torrt gräs” (Austerlitz, s. 818, övers. U. W.). I intervjun med Joseph Cuomo (s. 97) kallas och uppfattas naturligtvis vår rationella värld av Sebald som ”nonsensical” och får mening tack vare tillfälligheterna:

“Jag tror att alla våra filosofiska system, alla våra religiösa system, alla våra konstruktioner, även de teknologiska, är byggda på det sättet, så att de har någon form av mening, vilken inte finns, som vi alla vet.”

Det meningslösa, det som saknar logos, ger mening åt logos, det ologiska är anledningen att logos blir logisk, men inte som ett väsen som bestäms av översinnliga, systemiska regler, utan som en väv av oförutsedda innebörder. Det är väldigt intressant att fundera över faktumet att Sebald, trots att han förblev borta från det samtida dekonstruktionistiska tänkandet (han diskuterar det inte och kanske intresserar det honom inte), har mycket gemensamt med det. Jag anser till och med att han inte bara låter oss lämna bakom oss öppenheten såsom den diskuteras hos den sene Martin Heidegger, utan även nå längre än den ibland utmattande spänningen i de ifrågasättande (beroende av negationen, men med affirmationen som mål) utforskningarna hos Jacques Derrida.

Kreta, Heraklion, juli 2013.
Sebald skriver som en vandrare som med sina vandringar bejakar själva vandrandets funktion som öppnar för honom rummet bortom orsakerna till katastrofer; det är en öppenhet där sanningen har försvunnit redan innan varje ögonblick har passerat, mitt i ett ständigt uppdagande och en ensamhet som just i den stunden är lika mycket hans som platsens han korsar. Två ensamheter öppnar sig för varandra. Och flanören följer sålunda två parallella episka färdvägar, den som platsen och dess historia erbjuder och den som han skapar själv. I Sebalds fall täcks hans personliga vandringsvägar av melankolins särskilda patina som de destruktiva mänskliga handlingarnas märken har skapat (”Vår existens som art är inte legitim. Vi har organiserat vårt samhälle på ett sätt som hotar att bränna oss själva.” Saturn’s moons, s. 351), men som samtidigt är euforins patina. Och detta beror på den bejakande kraft som denna kännedom döljer och som förvandlar honom till en annan form av liv, tar honom bortom den strukturerade tiden. Hans berättelser blir följaktligen inget annat än rader av ögonblicksbilder ”för all evighet” eller försök att ”skapa ytterst små reservoarer av tidlöshet” (Saturn’s moons, s. 352 och 353). Den patina genom vilken Sebald gör sina observationer täcker utan att vidröra de platser han vandrar på, den är (med hjälp av Benjamins tankar igen) som en smidig balkong, en sorts Saturnus ring, som ger honom möjligheten att sväva över världen utan att tillhöra den och utan att tillägna sig den. Till denna patina ger den rörlige Sebald ett till synes orörligt djup med hjälp av betraktelser (i förväg eller efterhand) och forskning i arkiv, och undersökning av historiska och teoretiska källor, så att den initialt så personliga berättelsen får sin episka dimension och dokumentets karaktär. Han känner inte behovet av att dra slutsatser eller undervisa med hjälp av historien, såsom Konstantinos Kavafis gör. Istället påminner han oss om Thanasis Valtinos då han rekonstruerar en version av verkligheten. Men liksom Kavafis nu, och i motsats till Valtinos som registrerar med hjälp av en essäistisk, objektiv iakttagelseförmåga, låter Sebald sina ord genomandas av melankoli (som dock ofta är defaitistisk och nedslagen hos Kavafis, medan den är lugnt frälsande hos Sebald). I den engelska volymen Campo Santo (2005, s. 24), där han talar om kyrkogårdar och döda människor på Korsika, uppspårar berättaren Sebald begravningskammare i olika delar av landet, såsom i ”en olivlund fylld av ljusets och skuggornas rörelser.” Tankarna vandrar till en dikt av Valtinos i volymen Shismi fotos (Ljusspringa, 2001, s. 67, översättning Vasilis Papageorgiou och Lo Snöfall). Vi läser i den om skuggan från olika träd, bland dem olivträdets:

Däremot är olivträdets skugga
ytterst tunn,
gjord av cikadornas ljud
och silade soldroppar.
Ett broderi på sommarens hud.

Och Valtinos berättare ändrar takt och ton för att avsluta med det pragmatiska konstaterandet som ger ännu större emfas åt finessen i hans ord:

Trots sin ålder har olivträdet aldrig betungat jorden.
En likartad skugga har johannesbrödträdet också.

Valtinos står dessutom stadigt på jorden och avlägsnar sig inte från sin berättelses kärna, medan Sebald svävar över händelserna och fjärmar sig för att sedan återvända till dem och ändra dem lite innan han fjärmar sig igen från plats till plats, från tid till tid, från minne till minne, utan att följa någon plan, utan bara sin intuition för stunden samt slumparnas nyckfullhet. Och han kunde vandra runt oupphörligt, om han så önskade, han kunde fortsätta sitt kringströvande tills han hade fallit ner livlös, något som, skulle man kunna förmoda, alla flanörer känner och tänker, och kanske drömmer om. Och Sebalds vandrande läsare befinner sig i samma dynamiska situation. Hon kan lämna en av hans texter halvläst för att fortsätta läsa någon annan av hans böcker, hon kan återvända till den halvlästa och hoppas att det finns ofantligt fler sådana, hänförd av ord som fjärmar sig från sina meningar och blir till en mångdimensionell materialitet, en öppen fysisk plats utanför tidens gränser, en avgrund utan sin negativa semantiska last.

Thessaloniki, 20 juli 2013.
Från den ena melankolin, den som framkallas av historiens och naturens negativa händelser, stiger Sebald upp i den andra, den som orsakas av den tragiska medvetenheten om avgrunden, över vilken vår värld är byggd. Denna andra melankoli är samtidigt en eufori emedan den öppnar vägen till en bejakande inställning till världen, befriar logos från metafysikens negation, från våldet och orsakerna till dess uppkomst. Men denna eufori bör inte uppfattas som lycksalighet. Inte heller bör vi uppfatta melankolin som depression. I sin intervju med Martin Doerry och Volker Hage, där han avslöjar sin rädsla för det melodramatiska (”Ich fürchte das Melodramatische”, Der Spiegel, 12-3-2001), är Sebald tydlig: ”Melankolin är något annat än depression. Medan depressionen gör det omöjligt att tänka och kontemplera, tillåter melankolin – inte nödvändigtvis en trevlig situation i sig – en att kontemplera…” Om vi följer denna tankegång, kan vi säga att euforin, till skillnad från lycksaligheten, är en aktiv, skapande situation, en ändlös förståelse som inte låter minnet vila en stund. ”Det är klart tror jag”, förklarade Sebald kort före sin död, ”att de som inte har något minne har en mycket större chans att leva ett lyckligt liv” (Maya Jaggi, ”The last word”, The Guardian, 21-12-2001). Sammanflödet av melankolin och euforin tar den distanserade patinas form som svävar strax över de händelser och fenomen som Sebald går genom, som ”svävar en handsbredd över marken”. (Denna bild får vi av Sebald i Svindel. Känslor, övers. U. W., s. 199, och i Saturnus ringar, s. 658. Klädd i andra ord möter vi den i essän om Walser i Logis in einem Landhaus, 1998, s. 166, och i essän om Vladimir Nabokov i Campo Santo, s. 150 till exempel). I den molniga patinas och den kringsvävande avgrundens eufori (vi måste tveklöst någon gång hitta ett annat namn för avgrunden, ett som inte skrämmer och hotar, som ska kunna indikera den styrlösa oändligheten) vecklar världen (som kosmos) ut sig på ett slumpmässigt sätt så länge logos överger logos och avslöjar, medan den samtidigt njuter av den, ett arrangemang (en kosmetik) som vi, av andra skäl givetvis (och varför inte), kan identifiera i Jacques Austerlitz ord (övers. U. W., s. 791):

“[…] men på sistone har jag också fått klart för mig varför en instans som går före eller står över min tankeförmåga och som tydligen med största förtänksamhet styr och ställer någonstans i min hjärna alltid har bevarat mig för min egen hemlighet och systematiskt hindrat mig från att dra de närmast till hands liggande slutsatserna och anställa mot dessa slutsatser svarande efterforskningar.”

Vi befinner oss i rummet med sitt eget irrationella inre, där världen förblir öppen för att den är hermetiskt logosavvärjande, för att den inte låter logos strålar tränga in. Föremålen framträder här på det sätt som Austerlitz beskriver dem när han talar om mörkrummet och den fotografiska konsten (s. 818, övers. U. W.):

“I huvudsak sysslade jag från första början med tingens form och slutenhet, ett trappräckes svängda linje, hålkälen på en stenportal, det obegripligt exakta trasslet av strån i en tova torrt gräs.”

Sebalds texter har från sitt första ord samma egenskaper som sina inbäddade fotografier. De är inte beroende av förklaringar, av en angelägen meningsfullhet. De utvecklar en tidlöshet som vill överskrida både det onda och dess källor. Euforin i hans texter tar oss ut i ett ogrundat himlavalv som svävande avlägsnar sig samtidigt som den hänger kvar här omkring, den ställer oss i en kosmetik där Varat inte är något annat än en omätbar vävnad av opåtänkta harmonieringar och disparata sammanflätningar. Alltid med våra handlingars tragiska mörker hack i häl på oss:

“I varje fall upptog mig under tiden därefter både minnet av den sköna rörelsefriheten och minnet av den förlamande fasa som åtskilliga gånger hade gripit mig inför de spår av förstörelse som även i denna avsides belägna trakt gick långt tillbaka i det förflutna.” (Saturnus ringar, övers. U. W., s. 497.)

Giorgos Alisanoglou

Strax före smället

[Smäll]

Ingen frid ikväll, endast ugglans viskning
som spricker av ett djurs skri
utanför natten, utan det minsta ljud av musik
utanför allt umgänge mellan rum och ljus.

Det är nästan säkert att denna dånande tystnad
skulle dö mycket senare än den som orsakade den,
himlen var ett djupblått ljus
långt borta uttryckte sig ett tätvävt surrande.

En kropp hade trängt sig in i mig,
något djuriskt men tyst, med en fläck av svart jord,
en karg geometrisk förskjutning,
en våldsam smäll, så att människan är

inte är där

Översättning Vasilis Papageorgiou och Lo Snöfall.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Alatini

Τέλος πια
(Published in Nea Euthini, nr. 26, December 2014.)

Τα φύλλα στα δέντρα και στο έδαφος έχουν το χρώμα, ιδιαίτερα προς το τέλος της μέρας, των φτερών της μπεκάτσας, μπρούτζινα, καφεκόκκινα, καφεμπέζ, χρώμα που κρύβεται πάνω στο υγρό χώμα και στο απογευματινό μισοσκόταδο του Οκτωβρίου. Η αίσθηση του τέλους, του βάθους που το τέλος μπορεί να υποσχεθεί, όπως και ο θάνατος, η κούραση, η απόγνωση και η παραίτηση. Το καφέ χρώμα που γίνεται όλο και πιο σκοτεινό αλλά δεν καταλήγει μαύρο. Η αίσθηση που δεν επιθυμεί να γίνει γεγονός αμετάκλητο, η διαίσθηση πριν από την πραγμάτωση που ίσως την επιβεβαιώνει και οπωσδήποτε εξουδετερώνει. Η αίσθηση του τέλους σαν μια μπεκάτσα μόνη, κρυμμένη σε μια ρίζα δέντρου, όπου κάνει τις τελευταίες προετοιμασίες πριν μεταναστεύσει. Η αίσθηση που επιτρέπει μια ζωή, η οποία έχει τον χρόνο και τον χώρο και τη διάθεση, να στοχαστεί τον εαυτό της, να εισπνεύσει αργά και να κρατήσει λίγο περισσότερο μέσα της τον αέρα που της δίνει νόημα, να δει τη μνήμη της μέσα στο παρόν και το μέλλον. Η ζωή που μπορεί να ταυτίσει τη μελαγχολία με την ευφορία.

Κάνοντας τον γύρω της μικρής σουηδικής λίμνης Trummen με γρήγορο βηματισμό λίγο μετά τις έξι το απόγευμα την Τρίτη 28 Οκτωβρίου, και στο μόνο σημείο που το μονοπάτι κάτω από ψηλές βαλανιδιές ανηφορίζει για πενήντα μέτρα περίπου, τα πατημένα και μερικώς λιωμένα φύλλα στο έδαφος πήραν τη μορφή της απόγνωσης και του θυμού της Ράνιας, ξεστόμιζαν ένα ένα και όλα μαζί τις τελευταίες της λέξεις, «Στο διάολο», πριν αυτή αρχίσει «να κλαίει με λύσσα» – που είναι και οι τελευταίες λέξεις του διαλογικού αφηγήματος Φτερά μπεκάτσας (σ. 100, Άγρα, 1992). Μια εξαντλημένη γυναίκα που είναι αναγκασμένη στη διάρκεια της συζήτησης που περιγράφει το κείμενο να ξαναζεί την παρατεταμένη συμπαγία της άρνησης που αναδίδει το τέλος της σχέσης της με έναν άντρα που δεν τον υποφέρει πια. Η επιμήκυνση του τέλους, που ο άντρας με την ασημαντολογία του επιβάλλει, επιτείνει την απόγνωσή της και κορυφώνεται στη λύσσα που αυτή νιώθει, καθώς ο άντρας δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει ή προσποιείται ότι αγνοεί (ακριβώς όμως επειδή δεν είναι σε θέση να ξεπεράσει τον μικρό του εαυτό) να κατανοήσει την πραγματικότητα του αμετάκλητου τέλους.

Από την αρχή του επεισοδίου η Ράνια δείχνει τον χωνεμένο θυμό της, την εξαντλημένη επιθετικότητά της. Θα προτιμούσε να μην απαντά καθόλου και να μην τον κοιτά. Ο Γιάννης προσδιορίζει από την αρχή τη θέση του, αυτή που έφερε τη Ράνια σε απόγνωση: «Όταν σου μιλάω να με κοιτάς…» Ο αφηγητής ωστόσο, ακριβώς πριν από τα επιτακτικά λόγια του Γιάννη, μας έχει αφήσει να καταλάβουμε ότι η θέση του, αυτή της κατά τη νοσηρή αντίληψή του εξουσίας, είναι βέβαια μέρος ενός κόσμου με ψεύτικες πλευρές: «Η Ράνια μέτραγε σιωπηλά τις ψεύτικες πέρλες μπροστά της. Τρία λεπτά πιο πριν είχαν κάνει έναν ψεύτικο ήχο καθώς σκόρπαγαν πάνω στο μωσαϊκό» (σ. 7). Η Ράνια δεν θέλει άλλη ψευτιά πια (θα πρέπει να είχε η ίδια λίγο πριν σπάσει βίαια το κολιέ: «Στον λαιμό της ένιωθε ακόμα τη χαρακιά του σπάγκου»), άλλη επιτακτικότητα και αυταρχικότητα που από μόνες τους οπωσδήποτε δημιουργούν τον δικό τους ψεύτικο κόσμο. Ζει τον ατέρμονο εφιάλτη του τελεσίδικου «πια» που την εξωθεί να απαντά με κοφτές, συχνά μονολεκτικές ή επαναλαμβανόμενες εκφράσεις («Παρακάτω», «Κάθαρμα», «Τέλειωνε», «Σκατά στα μούτα σου», «Δεν με ενδιαφέρει», «Άσε με ήσυχη», «Α, παράτα με», «Βλαμμένο», «Ναι» το οποίο είναι το ναι της άρνησης και απαξίωσης, όχι αυτό της κατάφασης στο οποίο καταλήγει η Μόλλυ Μπλουμ). Ζει τη βία ενός τέλους που δεν αποδέχεται την ιδιότητά του, που αποκτά τη μονόπλευρη σημασία του ενόσω μετατρέπει τον εαυτό του σε τέλμα ανούσιου και κουραστικού για τη Ράνια διαλόγου (τον οποίο απολαμβάνει ο Γιάννης που ξέρει να ελίσσεται και να αλλάζει θέμα).

Ο Θανάσης Βαλτινός, στο σημείωμα που έγραψε όταν το κείμενο έγινε παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τον Φεβρουάριο του 1993, μας αποκαλύπτει ότι η Ράνια «αδυνατεί να κατονομάσει» και η ίδια τις «βασικές της ανάγκες», ότι η «διεκδικεί μιαν ελευθερία της οποίας δεν έχει συνείδηση. Και την διεκδικεί με λύσσα […] Βεβαίως αν κάποιος της επεσήμαινε ότι εκείνο που τελικά επιδιώκει είναι να δραπετεύσει από τον κλοιό που συνιστά η ζωή στο σύνολό της, θα κάγχαζε πρώτη». Και μπορούμε να τη φανταστούμε να καγχάζει ενώπιον ενός τέτοιου φιλοσοφικού προβληματισμού μέσα στην απόγνωση που τώρα βρίσκεται, μέσα στο τέλος που έχει μεταμορφωθεί σε ψυχολογικό και άμεσα υπαρξιακό έλος και την πνίγει. Αυτό που τη φαντάζομαι να πιστεύει ότι προέχει δεν είναι να βρει μια ελευθερία της οποίας δεν έχει συνείδηση, αλλά να ξαναβρεί τη συνείδηση του τι ίσως είναι ελευθερία και τι είναι ένα τέλος που, ακόμη και όταν δε σου επιτρέπει να το αποτρέψεις, σου δίνει κάποιες δυνατότητες να το προεικάσεις, να το επηρεάσεις ή να το διαμορφώσεις, να το στοχαστείς και να το δεχτείς με κάποιους από τους δικούς σου όρους. Σαν τη Νόρα, η οποία στο τέλος του Κουκλόσπιτου του Ίψεν, όταν η αγάπη της για τον σύζυγό της έχει σβήσει για πάντα, έχασε κάθε διάθεση να εξηγεί και να επιχειρηματολογεί ή σαν τη γυναίκα στο πρόσφατο θεατρικό έργο της Έλενας Πέγκα Γυναίκα και λύκος (Κάπα Εκδοτική, 2014) που θέλει να αφήσει τη συμβατική της σχέση και να γίνει ελεύθερος λύκος για να ζήσει μια αγριότητα που τη νιώθει σαν πόθο για μια άγνωστη ευτυχία μόνο, η Ράνια, που και αυτή, για άλλους λόγους, νιώθει ότι θέλει να κατασπαράξει τον Γιάννη («Θα πάρω μαχαίρι να σε καρφώσω», σ. 51), δεν ξέρει τι θα συμβεί μετά το τέλος. Σε αντίθεση με τη Μήδεια ή τον Διόνυσο (μια επεξεργασμένη μορφή της Μήδειας αυτός) του Ευριπίδη, το τι θα γίνει μετά την κρίση στην οποία η αποπνιχτική τους συμβίωση τις έχει οδηγήσει είναι άγνωστο με τον πιο λυτρωτικό τρόπο, αυτόν που θα απαλλάξει τις γυναίκες αυτές από την υποκρισία, την ακρισία, την αδικία και την ασημαντότητα στις οποίες ήταν παγιδευμένες.

Στο ήρεμο και υγρό φως του προχωρημένου απογεύματος, όταν κάπως ξέπνοος βρέθηκα στην κορυφή της ανηφόρας, όπου αραιώνουν οι βαλανιδιές και η λίμνη ανοίχτηκε γαλήνια μπροστά μου, η Ράνια μου φάνηκε σαν την κουρασμένη από το τέλος που ποτέ δεν πεθαίνει, που τίποτε δεν το σκιάζει, κάτοικο της τωρινής Ελλάδας, την εξαντλημένη από την ασημαντολογία, την ποταπολογία, την ιταμολατρεία, την εξαγριωμένη όχι τόσο από την άθλια και οδυνηρή κατάσταση (αυτή είναι θεωρητικά δυνατόν να αλλάξει και γρήγορα, υπάρχουν λογικές προτάσεις), όσο από το ότι αυτή δεν τελειώνει, από το ότι αναγκάζει τόσο κόσμο να ζει μέσα στη γελοιότητα του βασανιστικού τέλους που μέσα στη μικρονοϊκή τύφλα του θέλει να υπολογίζεται ως υπόβαθρο μέλλοντος, το τέλος που δεν είναι κρίση αλλά κατάρρευση ύστερα από χρόνια κρίσης, ακρισίας και υποκρισίας. Χάθηκα μέσα σε μια Ελλάδα γεμάτη απεγνωσμένες Ράνιες και γυναίκες που έγιναν λύκοι, άντρες που έγιναν γυναίκες που έγιναν λύκοι, μια λύσσα που με το μαχαίρι ψηλά και με τα σαγόνια ανοιχτά στρέφεται προς το ίδιο το σερνάμενο, αρρωστημένο τέλος.

Το τι θα γίνει μετά είναι άγνωστο, και αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να υποθέσω για τη Ράνια. Ένα μέλλον ανοιχτό, ένα τέλος ανοιχτό, έναν δρόμο ανοιχτό προς ένα ανοιχτό τέλος. Ένα τέλος που δεν είναι παρά μια νέα αρχή, μια αρχή που οφείλει τον εαυτό της στο τέλος και ένα τέλος που οφείλει τον εαυτό του σε μια αρχή. Ένα τέλος που είναι και αρχή συγχρόνως και αντιστρόφως, ένας χώρος και ένας χρόνος όπου τέλος και αρχή συναναπνέουν, διευρύνονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, όπου η αυταρχικότητα και κάθε είδους άρνηση αναιρούνται από την καταφατικότητα του απεριόριστου. Θέλω να συναντήσω τη Ράνια, σύντομα, τώρα, εδώ, και να την δω να αναπνέει, να είναι ήρεμη επειδή μπορεί να προσθέσει τη δική της ανήσυχη στιγμή σε αυτή που μόλις έχει τελειώσει, να απολαμβάνει την απρόβλεπτη γενναιοδωρία της στιγμής αυτής, να στοχάζεται τα όριά της, την προσωρινότητά τους και όλα αυτά που της δίνει την ελευθερία να κάνει. Να τη δω ακριβώς τη στιγμή που η λύσσα της σαν εφιάλτης έχει ήδη διαλυθεί σαν τα σύννεφα πάνω από τη λίμνη.

Τον πόθο για τη λυτρωτική αυτή στιγμή τον δομεί ο Βαλτινός από την πρώτη ως την τελευταία λέξη του ασυνήθιστα και τόσο πιεστικά για τη Ράνια πολύλογου κειμένου του.

And yet

Toronto by Lo Snöfall

Sitting behind the wheel neither driving nor being driven, only being part of the movement, being a movement, shaping and being shaped by the long coastline and always in a Heracleitean mood, yet completely unaware of it, enjoying how the time of the road slowly is left without its seconds and minutes, its hours, a time without its divisions, a time without time, with no joints at all, in this landscape, was it Öland, was it Skåne or Norrland or south Peloponnesus, or most probably Stockholm, indeed all of them, New York even, and so many more, there was always the unexpected, within it, it was only itself, the non-existence of the expected. And yet, there is a way somewhere.

Vasilis Papageorgiou

Judy Kendall

Dundee, by the bus station

Αναπολώντας το Κόμπε

Τα χειρότερα έρχονται μετά,
αναχώρηση από το Κιότο πριν φέξει ήδη
ακολουθώντας ό,τι έχει απομείνει από τη σιδηροδρομική γραμμή για να πας
όσο πιο κοντά μπορείς στο Κόμπε,
δέματα με κουβέρτες, τρόφιμα, νερό, ρούχα
δίπλα σε ραγισμένους, αγνώριστους δρόμους,
σαν τον Ουρασίμα νο Κο που επιστρέφει από το μαγεμένο παλάτι του
με καθυστέρηση τριακοσίων χρόνων,
και οι νύχτες γίνονται πιο μαύρες από όσο ήξερες,
αλλά πρέπει να περπατήσεις ακόμη τέσσερις ώρες σε ανήφορο
για να φτάσεις εκεί που κάποτε ήταν το πανεπιστήμιο του Κόμπε
και να αφιερώσεις μια ώρα σε χαιρετισμούς «πώς είσαι;
πόσοι είναι οι αγνοούμενοι τώρα, οι νεκροί;»
μοιράζοντας τα δώρα σου, ρούχα, παραμυθίες, ψωμί,
πριν επιστρέψεις διασχίζοντας μια γη γεμάτη τρύπες και μπάζα
και δίχως ορόσημα,
ενώ το χειρότερο σημείο είναι το τελευταίο
πριν από το ρήγμα στη σιδηροδρομική γραμμή,
όταν χάνεται το φως
και οι πυρσοί πολεμούν το σκοτάδι
και συ συνεχίζεις να αγωνίζεσαι μόνη,
προσπαθώντας να μη βγεις από τον δρόμο,
προσπαθώντας να πιστεύεις ότι υπάρχει τρόπος
να γυρίσεις σπίτι.

Joy Change, 2010. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

Magnus William-Olsson

Hare and Poet, Växjö

Γιατί να μη πιστεύω στον έρωτα;

Γιατί να μη πιστεύω στον έρωτα;
Πιστεύω στον έρωτα που βαδίζει και κλωτσά
μέσα στις στάχτες της φιλίας σαν μεταπολεμικό παιδί.
Στον έρωτα που φουντώνει ο πόθος
μετά από μια νύχτα γεμάτη δάκρυα ή μια νύχτα
με ένα πολύ δύσκολο βιβλίο σε ξένη γλώσσα.
Κατανόηση; Όχι, δεν πιστεύω στη κατανόηση.
Ένωση και επανένωση; Όχι.
Να καίμε με την ίδια φλόγα; Όχι! Πιστεύω
στον έρωτα δύο φλογών, η μια τυλιγμένη
γύρω από την άλλη, και η καθεμιά
να καίει τον κομμένο της κορμό από δέντρο διαφορετικό.
Πιστεύω στο αλλιώτικο.
Στον εραστή πιστεύω, στην ερωμένη.

Homullus Absconditus, 2013. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.

 

 

This moment

This moment, here

Voices and whispers in different places in different cities and landscapes at different times by different trees and people and whatever leaves a trace in the thin air. You seem to turn to them more often than you turn to yourself.

What role does the unknown play there for you apart from affirming its openness? What is beyond or free from the calculated or its results, from the constructions and structures of any kind?

For this moment, nothing outside all, except the outside. This moment, here.

Vasilis Papageorgiou

Τζον Άσμπερυ / John Ashbery

Ashbery at Tibor de Nagy

Άστεγη καρδιά

Όταν σκέφτομαι την τελείωση του έργου, όταν σκέφτομαι το τελειωμένο έργο, μια μεγάλη θλίψη με κατακλύζει, μια θλίψη παραδόξως σαν χαρά. Οι περιστάσεις της δημιουργίας μπαίνουν στην άκρη, η ζωή του έργου καταλαμβάνει τον χώρο, σαν ενοικιαστής σε νοικιασμένο σπίτι. Πού είσαι τώρα, άστεγη καρδιά; Πιασμένη σε έναν μεντεσέ, ή κρυμμένη πίσω από μια γυψοσανίδα, όπως οι ανώνυμοι προγόνοί σου, τώρα που τους έχουν δώσει ονόματα; Καλύτερα να μη πολυσκεφτόμαστε την κατάσταση μας, αλλά η διαμονή σ’ αυτή είναι βαθιά αναζωογονητική. Σαν ένας μπουφές καλυμμένος με καράφες και φρούτα. Όπως ένας κυψελοειδής χαρταετός σε σχέση με έναν χαρταετό. Το εσωτερικό του σκοντάμματος. Ο δρόμος προς την ανάσα. Η γελοιογραφία στον μαυροπίνακα.

Quick Question, 2012. Translated into Greek by Vasilis Papageorgiou. In the picture John Ashbery at the Tibor de Nagy Gallery in New York, on the opening night of his exhibition with new collages, October 20, 2011. Photo VP: “Ο δρόμος προς την ανάσα”.

Elsa Korneti

Syros 2014

Tvångstankar

Du nötte ut dig i en mycket överdriven
egocentrisk sysselsättning
med förevigandet av dina celler,
så att du idag, genom en klarsynt mognad,
kommer fram till att det endast handlar om
det morbida extraktet av ditt komplexfyllda förhållande
till det eviga och det betydelselösa.

*

All denna förtätade oro kvävs
bakom ditt smala brösts galler.
Den har inget utrymme längre för att sprida sig.
Dess enda val
explosionen

*

I många år lider du,
försöker förtvivlat att komma ut
ur cirkustältet, där man tvingade dig att uppträda,
och äntligen kasta gycklarmunderingen.
Men du är fortfarande inne.

*

Så enkelt och fort har
den givna praxisens leda
lett dig till dina begärs annullering.
Du undrar vad all denna
anhopning av överjordisk känslighet är bra för
(för vilken du är så stolt) när det gäller dig själv,
och som du insisterar att lönlöst bära omkring.
Din samhälleliga insats är begränsad
till den distanserade
och framför allt säkra övervakningen av händelser
och det enstaka ekonomiska stödet
till tredje världens
översvämnings- och jordbävningsdrabbade.
Varje jul naturligtvis.
Så godhjärtad och så generös du sannerligen är!

Η αιώνια κουτσουλιά (Den eviga fågelspillningen), 2007. Translated by Vasilis Papageorgiou and Lo Snöfall.

 

 

Georgia Trouli

Caen, May 2014

Som en anklagelse

Ibland verkar det som om klippan
Utmejslar havet
Havet fiskarna
Amfibierna jorden
Varje eld vattnet
Ibland
Verkar det som om tillgivenheten utmejslar
Kärleken
Fotsulan färdsträckan
Det konstgjorda livet döden
Varje missfall
Födelsen
Ibland verkar det som om
Tiden utmejslar
Tiden
Och endast då
Skapar
Utkastet
Människan

Ακρογωνιαία πορεία στο και (Hörnstensfärd i och), 2012. Translated by Vasilis Papageorgiou and Lo Snöfall.